«Πως θα μπορούσα να κρατάω κακία στον Ολυμπιακό;»

Αντώνης Καλκαβούρας
«Πως θα μπορούσα να κρατάω κακία στον Ολυμπιακό;»
Ο νέος προπονητής του Ερυθρού Αστέρα, Μίλαν Τόμιτς, σχολιάζει την αποχώρησή του από τον Πειραιά, μετά από 27 χρόνια, σε μία μεγάλη συνέντευξη εφ' όλης της ύλης στο gazzetta.gr.

Ήρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1991, σε ηλικία 18 ετών, ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων και χάρη στην εμπιστοσύνη του Γιάννη Ιωαννίδη, αλλά και στον τσαμπουκά και τη μπασκετική του οξυδέρκεια, εξελίχθηκε στην προσωπικότητα που συνδέθηκε περισσότερο από καμία άλλη με την σύγχρονη ιστορία του μπασκετικού Ολυμπιακού.

Ο λόγος για τον Μίλαν Τόμιτς, που «τίμησε» επί 13 συναπτά έτη την «ερυθρόλευκη» φανέλα, διετέλεσε αρχηγός των Πειραιωτών και συνολικά, μέσα σε 27 χρόνια, κατέκτησε 9 τίτλους σαν παίκτης (1 Euroleague, 5 πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα Ελλάδας) και 8 "κούπες" σαν assistant-coach (2 Euroleague, 1 Διηπειρωτικό, 3 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα Ελλάδας).

Όπως όλες οι σχέσεις, όμως, έχουν ένα τέλος, έτσι και σ' αυτή ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον 45χρονο παλαίμαχο ελληνοποιημένο point-guard και νυν προπονητή, το περασμένο καλοκαίρι έφτασε η ώρα του μεγάλου αποχαιρετισμού! Το «βελούδινο διαζύγιο» με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο και η έλευση του Ντέϊβιντ Μπλατ, «έριξαν» τους τίτλους τέλους και στη συνεργασία με τον Μίλαν Τόμιτς, που είναι η δεύτερη μακροβιότερη στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ (σ.σ.: μετά τον Φραγκίσκο Αλβέρτη που συμπλήρωσε 28 συνεχόμενα χρόνια στον Παναθηναϊκό).

Ο πρώην παίκτης της σερβικής Ραντνίσκι Νις (1990-91), του Ολυμπιακού (1991-2004) και για ένα «φεγγάρι» της ιταλικής Γέζι (2005) και του Κολοσσού Ρόδου (2006), δεν άργησε καθόλου να βρει δουλειά και η πρόταση να αναλάβει τον Ερυθρό Αστέρα, ίσως και να ήρθε στο κατάλληλο timing για τον Μίλαν, που στη συνομιλία μας ακούστηκε πιο έτοιμος από ποτέ για το μεγάλο άλμα στον κόσμο του head coaching.

Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο νέος τεχνικός των «ερυθρόλευκων» της σερβικής πρωτεύουσας, μιλάει στο gazzetta.gr για την επιθυμία να γίνει πρώτος προπονητής, σχολιάζει το εφετινό project της Crvena Zvezda αλλά και τον «χωρισμό» του με τον Ολυμπιακό, αποκαλύπτει τι έμαθε δίπλα σε Γιαννάκη, Ίβκοβιτς, Μπαρτζώκα και Σφαιρόπουλο και μεταξύ πολλών άλλων, απαντάει στο ερώτημα «Ελλάς ή Σερβία;»...

Μετά από σχεδόν 27 χρόνια, πίσω στο Βελιγράδι για μόνιμη εγκατάσταση και για πρώτη φορά για δουλειά. Το γεγονός ότι επιστρέφεις στην πόλη που γεννήθηκες και μεγάλωσες και τρόπον τινά, «μετακομίζεις» σε έναν άλλο... Ολυμπιακό, καθιστά πιο εύκολη την προσαρμογή;

«(σ.σ.: γελάει!)... Και τα δύο κομμάτια που ανέφερες το έκαναν πραγματικά πολύ πιο εύκολο! Γενικά το ενδιαφέρον, το πλάνο και η πρόταση του Ερυθρού Αστέρα, κατέστησαν σαφώς πιο βατή την μετάβαση από μία ολόκληρη εποχή - γιατί η Ελλάδα και ο Ολυμπιακός με «σημάδεψαν» για σχεδόν τρεις δεκαετίες σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο - σε ένα νέο ξεκίνημα.»

Θέλεις να μας το εξηγήσεις πιο αναλυτικά;

«Εγώ, μέχρι τα 18 μου, ήμουν παιδί του Βελιγραδίου. Εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, εδώ βρίσκονται οι εφηβικές μου αναμνήσεις κι εδώ έγιναν τα πρώτα μου όνειρα. Από τότε που ενηλικιώθηκα μέχρι και τα 45 μου, ήμουν παιδί του Ολυμπιακού και της Ελλάδας. Στον Πειραιά και στην «ερυθρόλευκη» οικογένεια έγινα άντρας, έβγαλα τα πρώτα μου χρήματα, έζησα χαρές, λύπες, έμαθα τη ζωή, έκανα οικογένεια, τελείωσα την καριέρα μου ως παίκτης και έγινα προπονητής. Επομένως, αν υπήρχε καλύτερος προορισμός για να κάνω το επόμενο βήμα, αυτός ήταν στη γενέτειρά μου και στον αδελφό σύλλογο του Ολυμπιακού...»

Τι βρήκες στον Ερυθρό Αστέρα;

«Ένα μεγάλο club με σπουδαία αθλητική και μπασκετική παράδοση, που έχει φιλοδοξίες και κίνητρο να κάνει βήματα προς τα εμπρός! Όλα αυτά "συμβαδίζουν" απόλυτα με τα δικά μου "θέλω" και σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, κάνουν την δουλειά μου πολύ πιο εύκολη. Σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα να πήγαινα, θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστώ...»

Πως ήταν ο «αποχωρισμός» με τον Ολυμπιακό;

«Όπως μπορεί να είναι ο αποχωρισμός με την οικογένειά σου, με το σπίτι σου, μετά από 27 χρόνια! Δηλαδή πολύ δύσκολος και με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση! Κακά τα ψέματα, το "δέσιμο" με τους ανθρώπους της ομάδας, με τον οργανισμό τον ίδιο, δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια! Ειδικότερα μετά από τόσα χρόνια, που ισοδυναμούν με μία ζωή ολόκληρη! Μεγαλώνοντας, όμως, μαθαίνεις να είσαι ρεαλιστής! Και πιο πολύ στις δουλειές... Κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και όλα τελειώνουν... Ήρθε καινούριος προπονητής και πολύ φυσιολογικά, ήθελε αποκλειστικά δικούς του συνεργάτες. Οπότε δε γινόταν αλλιώς! Έτσι απλά! Όσο περισσότερο το σκαλίζει κάποιος, τόσο πιο σύνθετο το κάνει...»

Στον Ολυμπιακό, όμως, έσπασες ρεκόρ παραμονής ως assistant-coach, κλείνοντας μία δεκαετία στο τεχνικό επιτελείο. Δεν σκέφτηκες νωρίτερα να κάνεις το επόμενο βήμα;

«Εννοείται πως το επεξεργαζόμουν εδώ και αρκετά χρόνια, άλλωστε, είχα και δύο περάσματα (σ.σ.: το 2004 και το 2014) από τον πάγκο της ομάδας και ως πρώτος προπονητής, αλλά όπως και σε πολλές δουλειές, έτσι και στην δική μας, το timing παίζει μεγάλο ρόλο. Νομίζω λοιπόν, ότι στην περίπτωση μου, όλα έγιναν έτσι για κάποιο λόγο και πλέον πιστεύω ότι η ευκαιρία να περάσω στο επόμενο επίπεδο, μου δίνεται στον κατάλληλο χρόνο και υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.»

Στο staff των Πειραιωτών, συνεργάστηκες συνολικά με τέσσερις προπονητές: Τον Παναγιώτη Γιαννάκη (2008-2010), τον Ντούσαν Ίβκοβιτς (2010-2012), τον Γιώργο Μπαρτζώκα (2012-2014) και τον Γιάννη Σφαιρόπουλο (2014-2018). Ποια ήταν τα στοιχεία που πήρες από τον καθένα;

«Κατ' αρχήν να σου πω ότι η θητεία μου στον πάγκο ενός εκ των κορυφαίων ομάδων στην Ευρώπη, ήταν από μόνη της σχολείο, πανεπιστήμιο και πρακτική μαζί! Και οι τέσσερις προπονητές που ανέφερες, μου έδωσαν χώρο και εμπιστοσύνη, τους οφείλω πολλά και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, γιατί ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, με βοήθησαν να διαμορφώσω τη δική μου προπονητική φιλοσοφία. Πρώτος απ' όλους ο Παναγιώτης Γιαννάκης, που ήταν αυτός που με φώναξε και μου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψω δίπλα του μετά από 2,5 χρόνια φοίτησης στις σχολές. Ο "Ντούντα" από την πλευρά του, είναι ένα τεράστιος δάσκαλος και το ότι όλοι τον αποκαλούν "σοφό", δεν είναι καθόλου τυχαίο! Μαζί του έμαθα πολλά στον τομέα της διαχείρισης ειδικών καταστάσεων και προσωπικοτήτων και έγινα σοφότερος για την ίδια τη ζωή! Από τον Γιώργο Μπαρτζώκα πήρα πολλές φρέσκιες ιδέες γύρω από το σύγχρονο μπάσκετ και δίπλα στον Γιάννη Σφαιρόπουλο, διδάχθηκα την χρησιμότητα της μεθοδικότητας και της επιμονής στο πλάνο της δουλειάς!»

Ποια είναι τα παραδείγματα που χρησιμοποιείς από την θητεία σου στον Ολυμπιακό, όταν θέλεις να «καθοδηγήσεις» τα νέα παιδιά του Ερυθρού Αστέρα;

«Θέλει κι ερώτημα; Την εργατικότητα, την συνεχή επιθυμία να ξεχωρίσουν και το έξτρα κίνητρο που ψάχνουν συνεχώς ο Σπανούλης και ο Πρίντεζης! Δεν έχω δει πιο αφοσιωμένους και δουλευταράδες παίκτες στην καριέρα μου και όταν βλέπω κάποιον πιτσιρικά να επικαλείται την κούραση, του λέω απλά ότι ο Βασίλης και ο Γιώργος έρχονται πρώτοι και φεύγουν τελευταίοι από την προπόνηση...»

Όλες καλές κι όλες ωραίες ακούγονται οι αναμνήσεις από τον Ολυμπιακό... Κανένα ίχνος πικρίας, καμία "κακία" δεν «φώλιασε» μέσα σου, φεύγοντας;

«Μετά από τόσα χρόνια στην ομάδα πως μπορώ να νιώθω πικρία ή να κρατάω κακία σε μία ομάδα, που αποτελεί ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου; Θέλω μόνο το καλύτερο για τον Ολυμπιακό και του εύχομαι μόνο νίκες και τίτλους για τη συνέχεια! Όλα κάποια στιγμή κάνουν τον κύκλο τους, οπότε δεν χρειαζόταν να φτάσω 60 χρονών για να φύγω... Ο χρόνος είναι πάντα αυτός που κρίνει την ορθότητα των αποφάσεων και το μόνο που μπορώ να πω εγώ αυτή τη στιγμή, είναι ότι νιώθω πολύ καλά με τον εαυτό μου!»

Πάμε λίγο και στον Ερυθρό Αστέρα. Με τι φιλοδοξίες αρχίζει η νέα χρονιά;

«Οι στόχοι είναι συγκεκριμένοι κι έχουν να κάνουν με την κατάκτηση της Αδριατικής Λίγκας για να επιστρέψει η ομάδα στην Euroleague και φυσικά με την κατάκτηση των εγχώριων τίτλων στη Σερβία, αλλά και με μία αξιόλογη πορεία στο Eurocup. Για μένα όμως, η μεγαλύτερη χαρά και πρόκληση είναι η ευκαιρία να δουλέψω με πολλά νέα και ταλαντούχα παιδιά, που μέσα από την πρόοδο της ομάδας, έχουν όλα τα προσόντα να φτάσουν πολύ ψηλά.»

Νομίζω ότι τα πρώτα δείγματα στα φιλικά παιχνίδια είναι κάτι περισσότερο από ενθαρρυντικά. Μπορεί ακόμη να είναι νωρίς, αλλά η διαφορά των 30 πόντων επί της ΑΕΚ, δεν γίνεται να μην σημαίνει τίποτε απολύτως...

«Προσωπικά, δεν δίνω καμία σημασία στα αποτελέσματα των φιλικών αγώνων, γιατί η εικόνα όλων των ομάδων, αυτή την περίοδο, είναι εντελώς πλασματική. Άλλωστε, η ΑΕΚ είχε απουσίες και συν τοις άλλοις είναι μία καινούρια ομάδα με νέο προπονητή, που ακόμη «χτίζεται». Εμείς δουλεύουμε συστηματικά και πιστεύουμε ότι ο συνδυασμός του νεανικού ταλέντου (σ.σ.: Ρίστιτς, Νταβίνοβατς, Ντόμπριτς, Σίμανιτς και Ραντάνοφ), της αθλητικότητας (σ.σ.: ο Νιγηριανός σέντερ Μάϊκλ Ότζο θεωρείται prospect επιπέδου ΝΒΑ) και της εμπειρίας (σ.σ.: Περπέρογλου, Μπάρον, Λάζιτς, Ράγκλαντ, Ζίρμπες και Φαγιέ), συνθέτει ένα γεμάτο ρόστερ, που με τη σωστή δουλειά έχει τις δυνατότητες να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του συλλόγου.»

Κλείνοντας αυτή την κουβέντα, θέλουμε να σε ρωτήσουμε για την αυριανή (σ.σ.: αποψινή) μεγάλη μάχη Ελλάδας-Σερβίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Με τι συναισθήματα θα κάτσεις να δεις το ματς;

«Με ανάμικτα, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία! Το αίμα δεν μπορεί να γίνει νερό, κάτι που σημαίνει ότι δεν πάψω ποτέ να είμαι Σέρβος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο! Ωστόσο, δεν γίνεται να παραγνωρίσω ποτέ ότι η Ελλάδα μου έχει προσφέρει πάρα πολλά σημαντικά πράγματα στη ζωή μου, όπως η δουλειά και η οικογένεια! Στην Αθήνα έγινα άντρας και βίωσα την χαρά της δημιουργίας, εκεί γενήθηκαν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου κι εκεί ωρίμασα και ολοκληρώθηκα σαν άνθρωπος, παίρνοντας και δίνοντας πάρα πολλά!»

Επειδή αποφεύγεις να πάρεις θέση, να σε ρωτήσω διαφορετικά... Στην οικία Τόμιτς, ποια χώρα θα πάρει «αυτοδυναμία» την ώρα του αγώνα;

«Αυτό που μπορώ να σου πω με σιγουριά, είναι ότι όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, κανένας από μας δεν θεωρήσει εαυτόν χαμένο! Σε καλύπτει αυτό;»