Ο μύθος του Σικάγο είναι ο Χάρις!

Μάκης Δρόσος
Ο μύθος του Σικάγο είναι ο Χάρις!

bet365

Όταν ακούς Σικάγο στο μυαλό αμέσως έρχεται ο μεγάλος Τζόρνταν! Κι όμως ο μπασκετικός... θρύλος αυτής της αμερικανικής μεγαλούπολης είναι ο Μπίλι «δε Κιντ» Χάρις!

Το μπάσκετ είναι παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι και ειδικά σε πόλεις σαν το Σικάγο. Εδώ και δεκαετίες είναι ένας τρόπος ζωής, ένα άθλημα για να αφηγείται τις ιστορίες του και όχι για να εμπορεύεται και να πουλά το παιχνίδι του. Δυστυχώς στην εποχή μας, την εποχή των μίντια και της βιασύνης των πραγμάτων λίγοι είναι λάτρεις των ιστοριών. Όχι τον φανταστικών, των ιστοριών επιστημονικής φαντασίας, αλλά των αληθινών, αυτών που έχουν να σου πουν κάτι που δεν το ξέρεις και θα σου προκαλέσει μεγάλη εντύπωση.

Έτσι όμως είναι η ζωή στις μέρες, τρέχει πολύ γρήγορα και όλοι ξεχνούν εύκολα και στο άψε σβήσε. Στο μπάσκετ υπάρχουν μύθοι, τους οποίους οι περισσότεροι δεν έχουν ακούσει. Πρόσφατα διάβαζα σε ένα αμερικάνικο σάιτ να ρωτάνε οπαδούς των Λέικερς, νεαρούς σε ηλικία, ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης στην ιστορία της ομάδας από το Λ.Α. Η πλειονότητα απάντησε ο Κόμπε Μπράιαντ και απόρησα, καλά αυτά τα παιδιά δεν άκουσαν, δεν είδαν, δεν έμαθαν ποτέ για τον Μάτζικ για τον Καρίμ.;

Σήμερα θα ήθελα να πούμε μία διαφορετική ιστορία, μία ιστορία ενός μύθου, του Μπίλι «δε Κιντ» Χάρις (Billy “The Kid” Harris). Είναι ο πιο διάσημος μπασκετμπολίστας στο Σικάγο όλων των εποχών. Ναι όλων των εποχών, ακόμα και σε σύγκριση με τον Μάικλ Τζόρνταν. Στα πρώτα χρόνια της θητείας του «Air» στους Σικάγο Μπουλς, οι 30-40αρηδες ηλικιακά φίλοι της ομάδας έλεγαν:

«Δεν έχει να μας δείξει τίποτα καινούργιο, στο παιχνίδι που λέγεται μπάσκετ τα έχουμε δει όλα από τον Χάρις, όσο καλύτερα μπορέσει να τον αντιγράψει τόσο μεγαλύτερη καριέρα θα κάνει». Μα καλά τρελοί ήταν...; Ποιος ήταν ο Χάρις και αφού ήταν τόσο καλός γιατί δεν τον ξέρει σχεδόν κανείς; Και όμως τον ξέρουν πολύ.

«Ο Μπίλι Χάρις είναι ο παίκτης εκείνος ο οποίος ήταν τόσο καλός για την εποχή του που έκανε τους υπόλοιπους επαγγελματίες να μοιάζουν με ερασιτέχνες και για αυτό ποτέ δεν του επετράπη να κάνει καριέρα στην επαγγελματική λίγκα», έγραψε ένας αμερικανός ρεπόρτερ των Σικάγο Σαν-Τάιμς σαν μία θεωρία συνομωσίας. Το άρθρο αυτό του στοίχισε τη δουλειά του, αφού απολύθηκε άμεσα από την εφημερίδα του, και αναγκάσθηκε να πάει στο δικαστήριο προκειμένου να την ξανακερδίσει.

Είχε υποστηρίξει επίσης ότι ο Χάρις ήταν ο καλύτερος παίχτης που είχαν ποτέ οι Σικάγο Μπουλς αλλά επειδή ήταν ακατόρθωτο να τιθασεύσουν το παιχνίδι του, αποφάσισαν να μην τον κρατήσουν στην ομάδα. Θεωρούσαν ότι αν τον άφηναν να κάνει αυτό που ξέρει καλά μέσα στο παρκέ σύντομα θα γινόταν πιο σημαντικός από το ίδιο παιχνίδι.

Η ζωή του Χάρις ήταν πολυτάραχη, περιείχε φήμες με ναρκωτικά, γυναίκες, χρήματα για να κάνει χαρές και άλλα πολλά, αλλά αυτό που αγαπούσε πιο πολύ ήταν το μπάσκετ και για αυτό αγαπήθηκε και έχει μείνει στην ιστορία. Ήταν τόσο ικανός, ώστε να ορίζει πάντα ο ίδιος την μοίρα του παιχνιδιού και την δική του, κάτι που όπως φάνηκε ήταν υπερβολικά πολύ για να μπορέσει να το αντέξει η επαγγελματική λίγκα. Το μεγάλο του προσόν για την εποχή του ήταν ότι επρόκειτο για ένα παίχτη all-around, αλλά πολύ περισσότερο ήταν ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος άνοιξε το δρόμο για τους αθλητές του streetbasketball να κάνουν καριέρα σαν επαγγελματίες.

Τριάντα χρόνια μετά από την εποχή του, αρκετοί streetball παίκτες κατάφεραν να κάνουν καριέρα στο ΝΒΑ (Άιβερσον), να είναι αστέρες της τηλεόρασης, να υπογραφούν συμβόλαια έναντι εκατομμυρίων δολαρίων με μεγάλες αθλητικές εταιρείες και να είναι πρωταγωνιστές σε μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες. Ο Χάρις δεν πίστευε ποτέ σε ένα μπάσκετ που ήταν καθαρό εμπόριο, που ήταν μόνο για τα λεφτά, δεν ήθελε ποτέ να τον ξέρουν και να τον θυμούνται μόνο και μόνο επειδή μερικοί ράπερ, επιχειρηματίες και διαφημιστές αποφάσισαν να τον προωθήσουν επειδή μπορούσαν να βγάλουν χρήματα από το παιχνίδι του.

Ο Χάρις είναι πραγματικά ένας θρύλος και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν κασέτες που να δείχνουν τα κατορθώματα του, δεν σημαίνει ότι δεν έχει πετύχει ότι λέει ο κόσμος στις ιστορίες του και ότι γράφουν τα βιβλία.

Αποφοίτησε από το κολλέγιο, πήρε πτυχίο, έπαιξε στο ABA, στους Σαν Ντιέγκο Κονκούισταντορς για δύο χρόνια, εργάστηκε για τα προς το ζην αναγκασμένος να φορέσει κοστούμια που πάντοτε σιχαινόταν και να κάνει τον πωλητή αυτοκινήτων για τα τελευταία 13 χρόνιας της ζωής του. Δεν τον ενοχλούσε όμως, είχε μάθει να παλεύει από μικρός, του άρεσε να δίνει και να βοηθάει όσους είχαν ανάγκη. Άνθρωπος μορφωμένος, που του άρεσε να περνάει τον ελεύθερο του χρόνο διαβάζοντας βιβλία.

Σε νεαρή ηλικία συνήθιζε να περπατάει σε κακόφημα σοκάκια χωρίς να φοβάται, μερικές φορές η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε να κάνει τη διαδρομή αυτή, αλλά ένιωθε ότι είχε την υποχρέωση το κάνει. Άλλωστε κάθε ημέρα της ζωής του ήταν μια μέρα όπου είχε να αποδείξει πράγματα, όχι μόνο στον εαυτό του αλλά και στους άλλους.

Ήταν ο άνθρωπος που ενέπνεε ελπίδα, πίστη σε πολλά μέλη της κοινότητας του και όχι μόνο, για αρκετές χιλιάδες ανθρώπων ήταν κάτι σαν θρησκεία, ίσως το μοναδικό πράγμα στο οποίο μπορούσαν να πιστεύουν εκείνο τον καιρό. Ήταν κάτι πολύ παραπάνω από απλά έναν ακόμα «μαύρο» που ήξερε να παίζει μπάσκετ. Η ζωή του και το γεγονός ότι δεν έκανε ή δεν του επετράπη να κάνει την καριέρα που έπρεπε, είναι ίσως μια από τις πιο τραγικές στην ιστορία του αθλήματος.

Σε μια συνέντευξή του κάποτε είχε πει: «Ο Θεός δεν έχει φτιάξει πολλούς σαν και μένα». Η αλήθεια είναι ότι δεν έλεγε ψέματα. Όταν ήταν μικρός ξαπλωμένος στο κρεβάτι του περνούσαν χιλιάδες σκέψεις από το μυαλό του, όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος σε μία από τις λιγοστές συνεντεύξεις του. «Μπορώ να παίξω μπάσκετ, όλοι μου λένε ότι μπορεί να γίνω πολύ καλός παίκτης μερικές φορές μου αρέσει, μερικές φορές το μισώ».

Όπου και να πήγαινε ο κόσμος τον αναγνώριζε, τα κορίτσια τον αγαπούσαν, ακόμα και οι μεγάλοι άνθρωποι τον στήριζαν και τον λάτρευαν, τον παρότρυναν και τον συμβούλευαν να είναι προσεκτικός με τις παρέες του. Του έλεγαν ιστορίες από το παρελθόν, από ανθρώπους που γνώριζαν, που επίσης έπαιζαν πολύ καλό μπάσκετ στην ηλικία του, αλλά λίγοι κατάφεραν να κάνουν καριέρα, οι περισσότεροι απέτυχαν και είτε κατέληξαν στη φυλακή ή στα σκοτεινά μονοπάτια των ναρκωτικών και νεκροί.. Σχεδόν όλοι παραδέχονταν ότι δεν είχαν δει κανέναν εξίσου καλό με εκείνον.

Του έλεγαν ότι πάντα έπρεπε να προσπαθεί να παίρνει τις σωστές αποφάσεις στην ζωή, όπως έκανε και στο παιχνίδι του, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να επιβιώσει και να καταφέρει να φύγει από το γκέτο. Ο Χάρις δεν ήθελε να πετύχει μόνο για τον εαυτό του αλλά κυρίως για τον κόσμο της πόλης, ήξερε ότι αποτελούσε πηγή έμπνευσης για πολλούς ανθρώπους.

Ο 19χρονος Χάρις είχε καταφέρει να είναι για το Σικάγο κάτι παραπάνω από ένας απλός παίκτης. Θεωρείτο μοναδικός, το νούμερο ένα, ένας μπασκετμπολίστας που θα έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να βρεθεί κάποιος όμοιος του. Ήταν ο πρώτος σκόρερ στο σχολείο για τρία συναπτά έτη με μέσο όρο 33,3 πόντους, αλλά του ιδίου δεν του έκανε και μεγάλη εντύπωση.

Τελείωσε τη πρώτη του σεζόν με πάνω από 700 πόντους στο ενεργητικό του, αλλά επίσης το θεωρούσε φυσιολογικό με βάση τις ικανότητες του. Μετά το τέλος εκείνης της χρονιάς πανεπιστήμια όπως το Χάρβαντ, το Γιέιλ και αρκετά ακόμα πρωτοκλασάτα του έστειλαν γράμματα προκειμένου να τα επιλέξει και να αγωνιστεί σε αυτά. Εξαιτίας του Χάρις στην τριετία αυτή 10 με 15 συμπαίκτες του πήραν υποτροφίες από διάφορα κολέγια των ΗΠΑ. Η φήμη του και το παιχνίδι του είχε ήδη απλωθεί.

Ο ίδιος είχε όνειρα για τον εαυτό του, ήθελε να γίνει επιστήμονας, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι καμία επιστήμη δεν θα του εξασφάλιζε τα χρήματα εκείνη την εποχή για να πληρώνει τους λογαριασμούς και να μπορεί να επιβιώσει. Ήθελε να γίνει μικροβιολόγος ή να ασχοληθεί με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά έτσι δεν θα μπορούσε να παραμείνει ο ήρωας στα μάτια του κόσμου, που θα έδινε ελπίδα στο γκέτο. Και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να απογοητεύσει τον κόσμο που περίμενε από αυτόν, ακόμα και αν έπρεπε να θυσιάσει τα όνειρα του. Δεν είχε επιλογή στη ζωή του έπρεπε απλά να ζει για τους άλλους.

Τελικά πήγε στο Νόθερν Ιλινόις και στην πρώτη του χρονιά μπήκε στην All-America ομάδα. Έβγαλε το Ιλινόις από την αφάνεια και το πήγε μόνος τους μέχρι το νούμερο 19 της εθνικής κατάταξης, με τον ίδιο να έχει μέσο όρο 24,1 πόντους. Μέχρι και σήμερα κρατάει το καλύτερο ρεκόρ του κολεγίου σε σκοράρισμα, σε μπακ του μπακ παιχνίδια, με τους 35 πόντους που πέτυχε κόντρα στο Λονγκ Μπιτς Στέιτ του Εντ Ράτλιφ στο κλειστό του Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης και τους 42 πόντους απέναντι στο Βιρτζίνια Κόμονουέλθ. Σκόραρε 26 πόντους με αντίπαλο τον Ρέιμοντ Μακόι του Λος Άντζελες σε ένα παιχνίδι όπου δεν αγωνίστηκε ούτε για ένα λεπτό στο δεύτερο ημίχρονο, έκανε «κουτό» τον Ντάγκ Κόλινς σε ένα ματς που φιλοδώρησε την αντίπαλη άμυνα με 35 πόντους. Μάλιστα μετά το τελευταίο επίτευγμα του οι δημοσιογράφοι τον περικύκλωσαν για να κάνει ένα σχόλιο για τα εξαιρετικά του παιχνίδι και ο ίδιος τους είπε χαριτολογώντας: «Πρώτα φτιάξτε ένα τραγούδι για μένα και μετά θα σας μιλήσω».

Κατάφερε να πάει στο ΝΒΑ, αφού έγινε ντραφτ το 1973 από τους Σικάγο Μπουλς. Σε ένα από τα λίγα παιχνίδια που πρόλαβε να παίξει με την φανέλα των «ταύρων» ήταν αυτό κόντρα στο Γκόλντεν Στέιτ, με ένα παιχνίδι όπου έμεινε στην ιστορία αφού έκανε σχεδόν χαζούς τους αντιπάλους του.

Είπαμε στο πρόλογο μας ότι αρκετοί υποστήριξαν ότι η «πολιτική», η ίδια η ομάδα του αλλά και η λίγκα φοβήθηκαν τον Χάρις όσο κανέναν άλλον παίκτη, αφού ένοιωσαν ότι πολύ σύντομα θα ξεπερνούσε το ίδιο το μπάσκετ. Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι απλά έπεσε σε μία μεταβατική περίοδο με περίεργο ιδιοκτησιακό καθεστώς και με ένα προπονητή ο οποίος ήταν λάτρης της άμυνα και της πειθαρχίας, στοιχεία που δεν διέθετε ο Χάρις για να είναι μέλος της ομάδας.

Ο ίδιος μιλώντας σχετικά με την περίοδο της θητείας του στους Σικάγο Μπουλς και το πέρασμα του από το ΝΒΑ είχε πει: «Προσπάθησα σκληρά να τα καταφέρω, προκειμένου να μείνω στην ομάδα, προσπάθησα να κάνω ότι μου ζητούσαν, πηδούσα πάνω, μέσα από τοίχους, αλλά είχα ένα όριο το οποίο δεν μπορούσα να υπερβώ.

Είμαι άνθρωπος που όταν σηκώνομαι το πρωί θέλω να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και να μην ντρέπομαι, να νιώθω ότι αξίζω αυτό που έχω ανάμεσα στα πόδια μου. Η μητέρα μου με ανέθρεψε κατά αυτό τον τρόπο. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο κοντά στα όριά μου έφτασα εκείνη την περίοδο, δεν μπορούσα να περάσω όμως τη γραμμή που είχα βάλει, ποτέ άλλωστε δεν ήμουν σπουδαίος ηθοποιός».

Και για να δείξει πόσο πολύ πίστευε στον εαυτό του είχε πει: «Θέλετε να μάθετε πόσο καλός ήμουν; Μακάρι να υπήρχε μια κάψουλα του χρόνου και να μπορούσα να μπω μέσα και να με γυρνούσε στην ηλικία των 16-30 ετών και τότε θα βλέπατε ότι δεν υπάρχει κανένας παίκτης της εποχής που μπορεί να με κερδίσει. Βρείτε μια τέτοια κάψουλα να το αποδείξω. Βάλτε με να παίξω κόντρα στον Τζόρνταν δεν με νοιάζει θα τους γαμ.. όλους, είτε λέγεται Μάικλ, Ντοκ, Λάρι, Όσκαρ, Μάτζικ οποιονδήποτε από αυτούς.»

Ο μύθος των δρόμων του Σικάγο, των ανοιχτών γηπέδων, ήθελε τον Χάρις όταν επιθυμούσε να δώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε ένα παιχνίδι να δίνει στον αντίπαλο προβάδισμα 22 πόντων. Το παιχνίδι έληγε στους 24 πόντους και παιζόταν με τους κανόνες του West side (σε κάθε καλάθι ενός παίκτη υπήρχε αλλαγή κατοχής της μπάλας).

Ουσιαστικά λοιπόν οι αντίπαλοι του έπρεπε να πετύχουν δύο καλάθια για να τον κερδίσουν. Ο Χάρις για να δυσκολέψει και άλλο τον εαυτό του, τους έδινε την ευκαιρία να κερδίζουν μισό πόντο αν κατάφερναν να ακουμπήσουν την μπάλα ακόμα και στο ταμπλό, άρα αν ακουμπούσαν την μπάλα σε τέσσερις επιθέσεις στο ταμπλό θα κέρδιζαν. Παρόλα αυτά δεν υπήρξε παιχνίδι στο οποίο να ηττήθηκε ακόμα και έτσι. Χιλιάδες κόσμου πήγαινε για να τον δει να παίζει από κοντά. Στα παιχνίδια του ακούγονταν φωνές, δώστε την μπάλα στον Κιντ. Κάθε φορά που σούταρε και σκόραρε υπήρχε έκρηξη στις κερκίδες και πανηγυρισμοί.

Βρέθηκαν χορηγοί να του προσφέρουν χρήματα προκειμένου να αγωνίζεται στα τουρνουά τους. Του έκαναν δώρα, παπούτσια, μπλουζάκια, σορτσάκια ήταν πρόθυμοι να του προσφέρουν δουλειά και αμάξι αν ήθελε. Τα περιοδικά και εφημερίδες ήθελαν να του πάρουν συνέντευξη, ήθελαν να μάθουν για την προσωπική του ζωή, ήθελαν να τον κάνουν σταρ, αλλά ο Χάρις είχε πει σχετικά: «Δεν ήξεραν ότι ποτέ δεν γνώρισα τον πατέρα μου και τι προβλήματα είχε η μητέρα μου.

Θέλησαν να αποφασίσουν για το μέλλον μου, έγραφαν ότι έπρεπε να πάω να παίξω στο ΝΒΑ για να βγάλω λεφτά για την οικογένειά μου, έκαναν πώς νοιάζονται για το καλό μου, αλλά που ήταν όλοι αυτοί όταν πέθαινα της πείνας και δεν είχα ούτε ένα δολάριο, ούτε φαγητό στο ψυγείο. Ήθελαν απλά να με χρησιμοποιήσουν για να κερδίσουν οι ίδιοι χρήμα και δόξα».

Ακόμα και σήμερα δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αν εκείνη την εποχή υπήρχε το τρίποντο, ο Χάρις θα σκόραρε πολύ εύκολα 60 με 70 πόντους σε κάθε παιχνίδι του και θα μπορούσε να έχει σκοράρει περισσότερους πόντους από τους 100 του Τσάμπερλεϊν, αφού ήταν παίκτης ο οποίος σούταρε με τρομερή άνεση και ευστοχία ακόμα και λίγο μπροστά από την μέση του γηπέδου. Είχε το χαρακτήρα του νικητή, ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, μάλιστα ο ίδιος ο Μοχάμεντ Άλι είχε πει για τον Χάρις πραγματικά έκπληκτος από το παιχνίδι του: «Είναι ο μοναδικός ο οποίος μπορεί να καυχιέται για το τι μπορεί να κάνει μέσα στο παρκέ, γιατί πολύ απλά ότι λέει έχει και τη δυνατότητα να το κάνει πράξη πάντοτε.»

Κανένας στο ΝΒΑ δεν ήταν έτοιμος για τον Χάρις. Για την εποχή του έκανε πράγματα που κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει, το παιχνίδι του ήταν τόσο βγαλμένο από το μέλλον, με τριπλές πίσω από την πλάτη, κάτω από τα πόδια και άλλες περίτεχνες ενέργειές, οι οποίες έφερναν σε ντροπιαστική θέση τους αντιπάλους. Αυτό ήταν το παιχνίδι που έπαιζε ο Χάρις και ήταν τουλάχιστον 20 χρόνια μπροστά από την εποχή του και αρκετοί αντέγραψαν.

Τα νούμερα της στατιστικής του μιλάνε από μόνα τους. Ήταν εκπληκτικός σκόρερ και όχι μόνο σουτέρ. Το σουτ του ήταν απόλυτα ακριβές, με απίστευτα ποσοστά που ορισμένες φορές κυμαίνονταν στο 65 με 70%. Και όπως είπαμε τα περισσότερα σουτ ήταν πιο έξω από την γραμμή του τριπόντου.

Δεν ήταν όμως απλά ένας σουτέρ, μπορούσε να κάνει τρομερές διεισδύσεις, ήταν άριστος χειριστής της μπάλας, πολύ εκρηκτικός παίκτης, αλτικός και τόσο θεαματικός με καρφώματα που αρκετά χρόνια μετά κάποιο άλλοι μπασκετμπολίστες μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν. Εξαιρετικός αμυντικός, που λίγοι μπορούσαν να τον ξεγελάσουν και να σκοράρουν απέναντι του. Ήταν ένας παίκτης ο οποίος μπορούσε να συνδυάσει τα πλούσια αθλητικά του προσόντα και το μυαλό του κατά τέτοιο τρόπο όσο κανένας άλλος.

Στη δεκαετία του 1960, κορυφαίοι παίκτες από σχεδόν playground, κάθε σχεδόν κολέγιο, κάθε σχεδόν σχολείο, προκάλεσαν τον Χάρις. Κανείς όμως δεν τα κατάφερε απέναντι του και είναι ο μοναδικός ο οποίος μπορούσε να καυχιέται ότι δεν έχει χάσει ποτέ στην ζωή του, κανένα παιχνίδι που έδωσε στο ένας εναντίον ενός για 14 συνεχόμενα χρόνια!

Ακόμα και οι εχθροί του, ακόμα και αυτοί που τον μισούσαν, δεν ισχυρίστηκαν ποτέ το αντίθετο, κανείς δεν έχει βρεθεί ποτέ που να πει ότι κέρδισε ή είδε τον Χάρις να χάνει. Ακόμα και μετά το θάνατο του, όταν αρκετοί έψαξαν να βρουν ένα κακό του παιχνίδι, ένα άστοχο του σουτ, μία κακή του βραδιά που τον είχε οδηγήσει στην ήττα, δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Μία ωραία ιστορία μάλιστα λέει ότι μία μέρα ένας πήγε να προκαλέσει τον Χάρις σε ένα ανοιχτό γήπεδο.

Πήγε τον συνάντησε και τον προκάλεσε να παίξουν. Άρχισε μάλιστα να τον βρίζει και να του λέει ότι είναι ένα τίποτα και δεν τον ξέρει κανένας, ότι είναι ένα ψέμα και θα του δώσει ένα μάθημα. Ο Μπίλι χαμογέλασε, ο ίδιος άλλωστε έβριζε αρκετά, αλλά εκείνη την στιγμή δεν θέλησε να απαντήσει με λόγια. Έκανε νεύμα τον τύπο που τον προκαλούσε και του είπε να κοιτάξει το τρένο που θα περάσει σε λίγη ώρα. Εκείνος αρχικά δεν κατάλαβε, αλλά γύρισε το κεφάλι του προς την μεριά των γραμμών.

Μόλις πέρασε το τρένο έγραφε παντού στα πλαϊνά του Μπιλ δε Κιντ Χάρις ο μύθος. Ο Χάρις του είπε τότε με σοβαρό ύφος: «Όταν γράψουν το όνομα σου έστω και σε μία πόρτα ενός τρένου, τότε μπορεί να παίξουμε όσα παιχνίδια θέλεις..»

Στο Σικάγο εδώ και δεκαετίες λένε ότι οι δρόμοι ποτέ δεν ψεύδονται και δεν έχουν άδικο, η αλήθεια είναι ότι απλά δεν υπάρχει κακό παιχνίδι και ήττα του Χάρις, όσο και να ακούγεται περίεργο. Ο Έντ Κάρι είχε πει σχετικά: «Το κάθαρμα δεν είχε ποτέ ένα άσχημο παιχνίδι, ένα παιχνίδι στο οποίο να ηττήθηκε. Πιστεύω ότι είναι ο καλύτερος παίκτης ο οποίος έχει παίξει το μπάσκετ ποτέ, έχει παίξει εναντίον όλων και έχει κερδίσει τους πάντες, δεν υπάρχει κανένας επαγγελματίας ο οποίος να μπορεί να φτάσει τον Μπίλι. Είναι ένας και μοναδικός, ποτέ δεν τον ένοιαζε τίποτα, απλά έπαιζε το παιχνίδι του για να κερδίζει. Δεν είχε ποτέ πρόβλημα αν τον μάρκαραν και οι πέντε αντίπαλοι παίχτες, αυτός είχε τον τρόπο να σκοράρει. Ο κόσμος πιστεύει ότι ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ένας και μοναδικός, κάνει λάθος ο Χάρις είναι ένας και μοναδικός στην ιστορία του αθλήματος».

Μιλώντας για τον εαυτό του ο Χάρις είχε πει: «Δεν είχα κανέναν άλλο δρόμο για να ακολουθήσω, απλά έπρεπε να κερδίζω, ποτέ δεν με έχει δει κανείς να κάνω κακό παιχνίδι ποτέ. Ήμουν ένας νέγρος ο οποίος σκόραρα 30 πόντους σε κάθε παιχνίδι είτε ήταν στο κολέγιο είτε στο σχολείο είτε έπαιζα στους δρόμους. Ήταν πολύ εύκολο για εμένα να το κάνω και απλά το έκανα. Βλέπω παίχτες επαγγελματίες να κάνουν 30 σουτ και να σκοράρουν 30 πόντους και να πανηγυρίζουν και τρελαίνομαι.

Εγώ αν κάνω 37 σουτ θα ευστοχήσω στα 31, είναι πολύ εύκολο να το κάνω, απλά διαβάστε τα βιβλία, κοιτάξτε τις στατιστικές μου και θα αποδείξουν όλα όσα λέω. Στην καριέρα μου είχα σταθερά 21 στα 28 σουτ, 19 στα 27 σε κάθε παιχνίδι, ποτέ δεν θα βρείτε ένα ματς που να έχασα 10 σουτ σε τόσες προσπάθειες. Ποτέ. Πάντοτε έπαιζα σαν το παιχνίδι να ήταν ζωής και θανάτου, είχα μεγάλη πίεση, ένιωθα εκατοντάδες μάτια να είναι στραμμένα πάνω μου, άλλοι περίμεναν να δουν ένα ακόμα εξαιρετικό παιχνίδι από εμένα και άλλοι περίμεναν να με δουν στην κακή μου βραδιά, στην βραδιά της αποτυχία μου. Ποτέ δεν την είδαν όμως.

Καμία φορά η τηλεόραση και τα μίντια δεν είναι η μοναδική αλήθεια. Το ότι δεν έχουμε δει ή δεν έχουμε ζήσει κάτι δεν σημαίνει ότι δεν είναι και πραγματικότητα. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Χάρις, ο οποίος ήταν ένας ασυμβίβαστος, ιδιόρρυθμος αλλά και ακέραιος χαρακτήρας, όπου ήθελε να παίζει το παιχνίδι και να κερδίζει και όχι να κερδίζει (δολάρια) για να παίζει.

Το παιχνίδι του ήταν για να παίζεται στο τσιμέντο και όχι στο παρκέ εκείνη την εποχή, το σουτ του ήταν για να αφήνει ήχο στις αλυσίδες που κρέμονταν από τα καλάθια των ανοιχτών γηπέδων και όχι στα διχτάκια των κλειστών, ήταν για τους καλοκαιρινούς και για τους ανοιξιάτικους μήνες και όχι για το χειμώνα, ήταν παιχνίδι για το δρόμο και όχι για τα λαμπερά στάδια, αλλά ήταν πολύ ωραίο και πρωτοποριακό και αξίζει να τον γνωρίζουν και να τον θυμούνται όλοι.

 

NBA Τελευταία Νέα