TOP 10... επί ΔΕΞΙΑ

Γιώργος Καραμάνος
TOP 10... επί ΔΕΞΙΑ

bet365

Όπως κάθε Κυριακή, το gazzetta.gr παρουσιάζει τις επιλογές του για τους 10 κορυφαίους ανά θέση στο ποδόσφαιρο. Σειρά έχουν οι δεξιοί μπακ, όπου οι Βραζιλιάνοι έχουν την τιμητική τους.

Το θέμα σηκώνει πολλή κουβέντα. Το 10 είναι μικρό νούμερο για να τους χωρέσεις όλους όσους έχεις στην κούτρα σου. Αυτό όμως είναι που το καθιστά ξεχωριστό. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το 10 το καλό, μα οι 10... οι καλύτεροι. Η αρχή έγινε με τους τερματοφύλακες, ακολούθησαν οι αριστεροί αμυντικοί και σειρά παίρνουν σήμερα οι δεξιοί. Αυτό θα συνεχιστεί ανά θέση για τις οκτώ επόμενες Κυριακές. Εμείς επιχειρούμε μια –υποκειμενική– αξιολόγηση για τους κορυφαίους στις 11 θέσεις του ποδοσφαίρου.

Η ιστορία του φουλ μπακ
Ο όρος φουλ μπακ θεωρείται σχετικά πρόσφατος στο ποδόσφαιρο. Ωστόσο, υφίσταται εδώ και περίπου 80 χρόνια. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '20 όταν πρωτοεμφανίστηκε στα γήπεδα της Αγγλίας. Ουσιαστικά υπήρξε ανακάλυψη του τότε μεγάλου προπονητή της Άρσεναλ, Χέρμπερτ Τσάπμαν και ενός πρωτοποριακού για την εποχή συστήματος: του περίφημου W-M!

Σε αυτό ο Τσάπμαν τράβηξε έναν αμυντικό μέσο πιο πίσω και τον έκανε κεντρικό αμυντικό. Αυτοί λοιπόν έγιναν τρεις και έτσι οι δύο από τους τέσσερις που υπήρχαν πριν, έγιναν πλαϊνοί που μπορούσαν να παίξουν σε όλην την πλευρά, μια και δεν υπήρχε άλλος μπροστά τους. Οπότε διαδοχικά ο τέλειος πλάγιος αμυντικός έγινε εκείνος που μπορούσε να επιτίθεται και όχι μόνο να είναι καλός ανασταλτικά.

Κάπως έτσι έγινε και αυτή η επιλογή. Με βάση τους πλέον πολυσύνθετους στην εν λόγω θέση. Αυτούς που είχαν όλο το πακέτο (άμυνα, επίθεση, γκολ, τεχνική, εξυπνάδα, δύναμη και εννοείται συμβολή σε κατάκτηση τίτλων). Σε αυτή τη λίστα κυριαρχούν οι Βραζιλιάνοι (3). Ίσως θα μπορούσαν βέβαια να υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι που βρίσκονται εκτός αυτής. Οπως για παράδειγμα οι σύγχρονοι Φίλιπ Λαμ, Σέρχιο Ράμος, Τζιανλούκα Τζαμπρότα, Μαϊκόν, Ντάνιελ Άλβες ή οι παλαιότεροι Μανουέλ Αμορός (Μαρσέιγ-Γαλλία), Μάνφρεντ Καλτσς (Αμβούργο-Γερμανία), Τόμι Τζέμελ (Σέτικ-Σκωτία), Ζορζίνιο (Μπάγερν-Βραζιλία) Εμείς κάναμε τις επιλογές μας και επιχειρηματολογούμε επ' αυτού.


10. ΡΟΔΡΙΓΚΕΣ ΑΝΤΡΑΝΤΕ
Ο θείος του, Χοσέ Λεάντρο Αντράντε, ήταν μέλος της Εθνικής Ουρουγουάης που κατέκτησε το πρώτο Μουντιάλ της ιστορίας (1930). Το μήλο λοιπόν έπεσε κάτω από τη μηλιά με όλη τη σημασία της φράσης. Ηγετικό μέλος της Σελέστε, έπαιξε σε όλα τα ματς στην πορεία προς τη δεύτερη παγκόσμια κούπα. Ήταν λοιπόν υπεύθυνος για το διάσημο «Μαρακανάσο», την ήττα δηλαδή της Βραζιλίας στο «Μαρακανά» στο καθοριστικό παιχνίδι (αντί τελικού) στο Μουντιάλ του 1950. Ήταν τότε που οι συμπατριώτες του τον αποκάλεσαν «Black Marvel» (σ.σ. «Μαύρος φανταστικός»). Τέσσερα χρόνια αργότερα, επίσης δεν έχασε ματς. Στη διοργάνωση του '54 μάλιστα ήταν ακόμα καλύτερος και η Ουρουγουάη διέλυσε με 4-2 Αγγλία και Βραζιλία. Αποκλείστηκε όμως στα ημιτελικά από την τεράστια Ουγγαρία του Πούσκας, η οποία χρειάστηκε την παράταση για να τα καταφέρει. Ήταν η πρώτη μουντιαλική ήττα της Σελέστε. Ολοκλήρωσε τη διεθνή καριέρα του, σηκώνοντας ως αρχηγός το Κόπα Αμέρικα του 1956.


Ο δεύτερος όρθιος από δεξιά


9. ΤΑΡΚΙΖΙΟ ΜΠΟΥΡΝΙΤΣ
Αριστερά υπήρχε ο Τζιασίντο Φακέτι και δεξιά αυτός που ενίοτε μπορούσε να αγωνιστεί και ως λίμπερο. Οι δυο τους κατέστησαν τις πτέρυγες της «Grande Inter» του Ελένιο Ερέρα τις κορυφαίες της εποχής. Βασικό πολυεργαλείο διαδραματίσε τεράστιο ρόλο στο περίφημο Κατενάτσιο της δεκαετίας του '60. Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα (το ένα με τη Γιουβέντους), δύο διαδοχικά Πρωταθλητριών (1964, 1965) και ισάριθμα Διηπειρωτικά. Υπηρέτησε πιστά τη Σκουάντρα Ατζούρα, με την οποία πανηγύρισε το EURO του 1968. Δύο χρόνια αργότερα στον ημιτελικό του Μουντιάλ, πρωταγωνίστησε στο λεγόμενο και... ματς του αιώνα. Κόντρα στη Δυτική Γερμανία έκανε στο φινάλε το 2-2 (το ένα από τα δύο διεθνή γκολ του) και έστειλε την πρόκριση στη νικηφόρα παράταση (4-3). Σε εκείνο τον τελικό βέβαια η Ιταλία διαλύθηκε (4-1) από τη Βραζιλία. Ο Μπούρνιτς που είχε αντιμετωπίσει έναν... δαιμονισμένο Πελέ, είπε μετά τον αγώνα για τον αντίπαλό του: «Πριν από τον αγώνα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως είναι και αυτός άνθρωπος με σάρκα και οστά. Έκανα λάθος!»



8. ΒΙΜ ΣΟΥΟΥΡΜΠΙΕΡ
Όπως και ο Ρούουντ Κρολ από την άλλη πλευρά, μπορούσε να αγωνιστεί με την ίδια άνεση σε όλες τις θέσεις της άμυνας και της μεσαίας γραμμής είτε αριστερά είτε δεξιά. Αμυντικός που ήξερε πολλά καντάρια μπάλα και μπορούσε να βρεθεί μέσα στον αγώνα ακόμα και σε θέση σέντερ φορ. Πιστός στον Άγιαξ επί 13 χρόνια (1964-77) υπήρξε βασικό γρανάζι του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» του «Αίαντα» και την Ολλανδία. Με τον πρώτο κατέκτησε τα πάντα (7 πρωταθλήματα, 4 Κύπελλα, 3 σερί Πρωταθλητριών, 2 Σούπερ Καπ Ευρώπης, ένα Διηπειρωτικό). Με τους Οράνιε όμως ηττήθηκε και στους δύο διαδοχικούς μουντιαλικούς τελικούς του 1974 και του 1978.



7. ΜΠΕΡΤΙ ΦΟΓΚΤΣ
Από το 1965 έως το 1979. Όλη του την καριέρα την πέρασε στην κορυφαία Γκλάντμπαχ όλων των εποχών. Εκεί που μαζί με τους Στίλικε, Μπόνοφ, Νέτσερ, Σίμονσεν, Χάινκες και προπονητή τον τεράτιο Ούντο Λάτεκ πανηγύρισε 5 πρωταθλήματα σε 7 χρόνια (1970-77), 2 Κύπελλα UEFA (1975, 1979), και ηττήθηκε στον τελικό του Πρωταθλητριών του 1977 από τη μεγάλη Λίβερπουλ του Μπομπ Πέισλι. Το παιχνίδι του χαρακτηριζόταν από το δυναμισμό και την εξυπνάδα και όχι τόσο την τεχνική. Μπορούσε να παίξει πολύ εύκολα και ως κεντρικός αμυντικός, κάτι που ενίοτε έκανε στην ομάδα του αν και στην Εθνική της Δυτικής Γερμανίας βρισκόταν μονίμως στα δεξιά. Με τα Πάντσερ κατέκτησε το Μουντιάλ του 1974 (δεν άφησε τον Κρόιφ να πάρει ανάσα) και το EURO του 1972.




6. ΠΟΛ ΜΠΡΑΪΤΝΕΡ
Μαζί με τους Κρολ και Ζανέτι είναι οι πιο ολοκληρωμένοι-πολυσύνθετοι ποδοσφαιριστές της λίστας. Δεν πέρασε όλη την καριέρα του ως δεξιός αμυντικός. Το μισό, ίσως και περισσότερο διάστημα, αγωνίστηκε ως μέσος box to box. Πανέξυπνος, δυνατός, με αντοχή και ανεπτυγμένη αίσθηση του γκολ (103 γκολ σε 369 ματς πρωταθλήματος). Σκόραρε ακόμα και με φάουλ. Πήρε το Πρωταθλητριών του 1974, το πρώτο από τα τρία σερί της Μπάγερν και μετακόμισε στη Ρεάλ Μαδρίτης, για να επιστρέψει στους Βαυαρούς το 1978. Με τους δύο γίγαντες σήκωσε επτά πρωταθλήματα (5+2). Το 1982 έχασε το Πρωταθλητριών από την Άστον Βίλα και το Μουντιάλ από την Ιταλία. Πήρε όμως μία παγκόσμια κούπα το 1974. Σε προσωπικό επίπεδο έπαισε ταβάνι το 1981, όταν και ανακηρύχθηκε κορυφαίος Γερμανός και 2ος στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα. Το 1982 εταιρία με ξυραφάκια τού έδωσε 150.000 μάρκα για να ξυρίσει τη μεγάλη φαβορίτα του που μαζί με το μαλλί ήταν το σήμα κατατεθέν του. Είναι ο ένας από τους τέσσερις (Πελέ, Βαβά, Ζιντάν) που έχει σκοράρει σε δύο διαφορετικούς τελικούς Μουντιάλ (1974, 1982).



5. ΝΤΖΑΛΜΑ ΣΑΝΤΟΣ
Το εν λόγω παράσημο αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την υψηλή θέση του στη λίστα. Μαζί με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ είναι οι μοναδικοί που έχουν βρεθεί στην καλύτερη ενδεκάδα τριών Μουντιάλ. Ο απίστευτος αυτός Βραζιλιάνος αμυντικός που ήταν και ο πρώτος που έπαιξε με τόσο μεγάλη επιτυχία το ρόλο του μπακ-χαφ-εξτρέμ ήταν ανάμεσα στους κορυφαίους σε τρία σερί τουρνουά (1954, 1958, 1962, ενώ έπαιξε και το 1962 στην Αγγλία), κατακτώντας δύο παγκόσμιους τίτλους (1958, 1962). Το αποκαλούσαν «Μαύρη Ατμομηχανή» λόγω και της αντοχής του. Με 98 παρουσίες στην Εθνική και 932(!) συλλογικά ματς με Πορτογκέζα, Παλμέιρας επί μια εικοσαετία (1948-68). Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε βραζιλιάνικο ενιαίο πρωτάθλημα και κατέκτησε μόνο περιφερειακά πρωταθλήματα.


αριστερά με τους Πελέ, Γκαρίντσα στο Μουντιάλ του 1958


4. ΚΑΡΛΟΣ ΑΛΜΠΕΡΤΟ
Όταν εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60, κανείς δεν είχε ξαναδεί αυτά που έκανε. Υποτίθεται πως ήταν αμυντικός. Εντάξει, έκοβε και έκανε τα πιο καθαρά τάκλιν που είχε δει ο ποδοσφαιρικός κόσμος. Ωστόσο, ήταν πραγματικός πλέιμεικερ. Ένα δεκάρι που έπαιζε στην πλευρά. Κάλπαζε ασταμάτητα και είχε απίστευτα κοφτή ντρίμπλα. Μεγαλούργησε στη Σάντος παρέα με τον Πελέ (1966-74) και πανηγύρισε το Ρεκόπα Σουδαμερικάνα του 1968. Με τη Σελεσάο όμως ήταν εκεί που πραγματικά μάγεψε. Ήταν μέλος της καλύτερης Εθνικής που είδε ποτέ ο πλανήτης, με την οποία κατέκτησε την παγκόσμια κούπα του 1970. Η FIFA πάντως τον θεωρεί τον κορυφαίο όλων των εποχών στη θέση του και τον έχει συμπεριλάβει στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.



3. ΛΙΛΙΑΝ ΤΙΡΑΜ
Αγωνίστηκε με συνέπεια επί 18 χρόνια (Μονακό, Πάρμα, Γιουβέντους, Μπαρτσελόνα) στο υψηλότερο επίπεδο. Στη Γιούβε και την Μπάρτσα έπαιξε και ως κεντρικός αμυντικός, καθώς το τρομερό κορμί του τον βοηθούσε και σε αυτή τη θέση. Πολύ έξυπνος και σχεδόν απροσπέλαστος αμυντικά, ξεχώρισε με την Πάρμα του Αλμπέρτο Μαλεζάνι και των Βερόν, Καναβάρο, Μπουφόν, Κρέσπο (το 1999 πήραν Κύπελλο, Σούπερ Καπ Ιταλίας και Κύπελλο UEFA). Με τη Γιούβε πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Σούπερ Καπ και ένα ακόμα Σούπερ Καπ πήρε με την Μπάρτσα. Τα καλύτερά του όμως τα έκανε με την Εθνική Γαλλίας. Είναι ρέκορντμαν συμμετοχών (142) και πρωταγωνίστησε στις κατακτήσεις του Μουντιάλ (1998) και του EURO (2000). Μάλιστα το 1998, στον ημιτελικό με την Κροατία πέτυχε τα δύο γκολ (τα μόνα του με τους Τρικολόρ) της ανατροπής (2-1) που έφεραν τη χώρα του στον τελικό (ψηφίστηκε πίσω από τον Ζιντάν ως δεύτερος κορυφαίος του τουρνουά). Σε τελικό βρέθηκε και το 2006, αλλά ηττήθηκε στα πέναλτι από την Ιταλία (και στα δύο Μουντιάλ ήταν στην καλύτερη ενδεκάδα). Παραμένει ο πρώτος από όλες τις χώρες σε παρουσίες (16) σε EURO.



2. ΧΑΒΙΕΡ ΖΑΝΕΤΙ
Τον αποκαλούν «Pupi» (σ.σ. το Κουτάβι). Ωστόσο, με κλεισμένα τα 38 του εξακολουθεί να δαγκώνει σαν πίτμπουλ. Το 1995 (η πρώτη μεταγραφή της εποχής Μάσιμο Μοράτι) πήγε άγνωστος σχεδόν στην Ίντερ. Εκεί παραμένει αναντικατάστατος με 757 παρουσίες σε όλες τις διοργανώσεις (1ος όλων των εποχών για το σύλλογο). Με τους Νερατζούρι κατέκτησε σχεδόν τα πάντα. Πέντε σερί πρωταθλήματα (2006-10), 4 Κύπελλα και ισάριθμα Σούπερ Καπ, 1 Τσάμπιονς Λιγκ (2010), 1 Διηπειρωτικό, 1 Κύπελλο UEFA (1998). Δυστυχώς έπεσε στα πέτρινα χρόνια της Αργεντινής, με την οποία αν και είναι πρώτος σε συμμετοχές (145) δεν πανηγύρισε ούτε ένα Κόπα Αμέρικα. Ίσως και γι’ αυτό το λόγο να μη βρίσκεται στην κορυφή της λίστας τη θέσης του. Ο Ζανέτι δίνει ακόμα την εντύπωση πως είναι εξωγήινος. Πολλά καντάρια μπάλας, σούπερ και σκληρός αμυντικός και κούρσες που θύμιζαν ξέφρενο άτι. Αγωνίζεται για πλάκα και ως αμυντικός μέσος (το συνηθίζει την τελευταία πενταετία) ή ακόμα και αριστερός αμυντικός ή δεξιός μέσος.



1. ΚΑΦΟΥ
Οι Ιταλοί των αποκάλεσαν «Il Pendolino» (σ.σ. Το Εξπρές). Ο πιο ισορροπημένος δεξιός μπακ-χαφ που ήταν εξίσου απολαυστικός αμυντικά και επιθετικά. Τα πάντα ξεκίνησαν με το πρωτάθλημα με τη Σάο Πάολο (1991). Ακολούθησαν δύο σερί Κόπα Λιμπερταδόρες (1992, 1993), ισάριθμα Διηπειρωτικά και Ρεκόπα Σουδαμερικάνα τις ίδιες χρονιές. Το 1995 μετακόμισε τον Γενάρη στη Σαραγόσα, όπου κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων. Η Ρόμα τον έκανε δικό της (1997-03) και με προπονητή τον Φάμπιο Καπέλο κατέκτησε το Σκουντέτο του 2001 και το Σούπερ Καπ Ιταλίας. Με τη Μίλαν όμως (2003-08) σάρωσε έχοντας από την άλλη πλευρά τον Πάολο Μαλντίνι και γενικότερα μαζί με τον Αλεσάντρο Νέστα μία από τις καλύτερες άμυνες όλων των εποχών. Ένα Τσάμπιονς Λιγκ (2007) και ένας χαμένος τελικός από τη Λίβερπουλ (2005), ένα Μουντιάλ Συλλόγων, 2 Σούπερ Καπ Ευρώπης (2003, 2007) και ένα πρωτάθλημα και Σούπερ Καπ Ιταλίας (2004).

Αυτά που έκανε ωστόσο με τη Βραζιλία ήταν και τα πιο εκκωφαντικά. Μαζί με τους Λόταρ Ματέους, Αντόνιο Καρβαχάλ είναι οι μόνοι που έδωσαν το «παρών» σε πέντε Μουντιάλ. Από αυτά κατέκτησε τα δύο (1994, 2002), ενώ γνώρισε και την πίκρα στον τελικό του 1998 από τη Γαλλία. Πρώτος σε συμμετοχές με τη Σελεσάο (147) γιόρτασε στα Κόπα Αμέρικα του 1997 και του 1999. Απέναντί του είχε τον Ρομπέρτο Κάρλος, στο κορυφαίο δίδυμο πλάγιων αμυντικών που έπαιξαν ταυτόχρονα σε μία ομάδα. Όταν κρέμασε τα παπούτσια του το 2008 σε ηλικία 38 ετών άφηνε την αίσθηση πως είχε εύκολα ακόμα δύο χρονάκια στο υψηλότερο επίπεδο.

 

Τελευταία Νέα