ΝΑΙ ή ΟΧΙ; Έχω την απάντηση...

Miltos+
ΝΑΙ ή ΟΧΙ; Έχω την απάντηση...

bet365

(Δεν) κοιμήθηκα και (δεν) ξύπνησα με ένα δημοψήφισμα να μου τριβελίζει το κεφάλι. ΝΑΙ ή ΟΧΙ; Στο ευρώ; Στη δραχμή; Στον ύπνο που έχω χάσει; Σε όλα μαζί και σ’ άλλα τόσα τρίδιπλα; Τα εσωτερικά «δημοψηφίσματα» ενός ξάγρυπνου Έλληνα του 2011...

Νομίζω πως αυτή την περίοδο το τελευταίο που θα έπρεπε να μας απασχολεί, είναι το αν θα πληρωνόμαστε (και θα πληρώνουμε) σε ευρώ, δραχμές ή... μνες, ή ακόμα και σε είδος, σε τουλουμοτύρια, φασόλια ή φραγκόσυκα. Το ζητούμενο είναι να πληρωνόμαστε (για να έχουμε να πληρώνουμε). Και για να συμβεί αυτό, χρειάζονται δύο πράγματα: δουλειές και κράτος.

Οι πρώτες, οι δουλειές, στις μέρες μας είναι δυσεύρετες. Είδος υπό την απειλή εξαφάνισης. Το κράτος είναι η ίδια η εξαφάνιση...

Και ενώ εξ-αφανιζόμαστε, έρχονται ο Γιωργάκης, η Αγγέλα και ο Μικρός Νικόλας, να μας πουν (δημο)ψηφίστε τι θέλετε: ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ!

Το θέμα, αγόρια και κορίτσια, δεν είναι τι θέλουμε, αλλά τι είναι το σωστό. Κι αυτό δεν είναι δυνατόν να το αποφασίσουμε εμείς, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί. Δεν σπουδάσαμε όλοι οικονομολόγοι για να ξέρουμε ποιο είναι το σωστό εν προκειμένω. Εμείς, όταν καλούμαστε να ψηφίσουμε, διαλέγουμε αυτόν που αποφασίζει για εμάς σε όσα δεν γνωρίζουμε. Εκτός κι αν ξαφνικά αποφασίσατε –για εμάς– πως όλοι είμαστε «ειδικοί» σε όλα, οπότε... δεν σας χρειαζόμαστε.

Να αποφασίζει, δηλαδή, στο εξής ο γέροντας στη στάνη, που τα μετράει όλα με τα κεφάλια από τα ζωντανά του, για τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας. Να αποφασίζει ο 87χρονος πατέρας μου που έχει βγάλει την πρώτη μικρή στο μονοθέσιο δημοτικό του χωριού του πριν από 80 χρόνια, με τι θα πορευόμαστε (πληρωνόμαστε;) στα επόμενα χρόνια. Να μαζευτούν, δηλαδή, όλοι οι τρομαγμένοι από τα δελτία γέροντες μαζί με τις γερόντισσες και να κρίνουν –μέσω του αποτελέσματος ενός εξωφρενικού δημοψηφίσματοςπώς θα ζήσει η Ελλάδα το 2020, το 2030, το 2050. Αναφέρομαι στην τρίτη ηλικία ως χαρακτηριστικό παράδειγμα και όχι με διάθεση μείωσής της. Γιατί όλοι, λίγο ως πολύ, το ίδιο άσχετοι είμαστε περί των οικονομικών του κράτους. Όσοι δεν έχουν σπουδάσει οικονομικά, περίπου τα ίδια ξέρουμε. Ή, ακόμα πιο σωστά, τα ίδια... περίπου ξέρουμε.

Περίπου ξέρουμε και όχι ακριβώς, γιατί έτσι μας έχουν καταντήσει. Να ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Ποια ήταν αυτά; Πόσο κοστίζει η ζωή μας, η καθημερινότητά μας. Πόσα χρειαζόμαστε για να τα βγάλουμε πέρα. Πόσα αποδίδει η δουλειά μας. Πόσα μένουν στην μπάντα ή πόσο παραπάνω πρέπει να δουλέψουμε για να έρθουμε ίσα βάρκα ίσα πανιά. Πόσο θα φορολογηθούμε και πόσο πρέπει να κλέψουμε, για να μη μας κλέψει περισσότερα η εφορία, σε ένα κράτος «ο κλέψας, του κλέψαντος».

Αυτά –ας πούμε πως– τα ξέραμε. Μέχρι να έρθουν τα Δουνουτού και τα Μνημόνια και να χάσουμε τον μπούσουλα. Και τα λεφτά μας, τον κόπο μας. Κάποιοι και τις δουλειές μας. Όλοι μαζί την ησυχία μας και τον ύπνο μας.

Όλοι τον ύπνο μας, εκτός από τους βολευτές, που συνεχίζουν να είναι «πέρα βρέχει». Αφορμή για το κείμενο αυτό, εκτός από την ξαγρύπνια μου, μου έδωσε –επειδή μου ΤΗΝ έδωσε– ένας εξ αυτών, ο οποίος προκάλεσε πρωί πρωί την οργή μου. Έβλεπα τηλεόραση για να ενημερωθώ για τις εξελίξεις. Έβλεπα όλη νύχτα, έβλεπα και το πρωί. Μέχρι και στον ελάχιστο ύπνο μου (πρέπει να ήταν 3-4 λεπτά σ’ όλη τη νύχτα), τον Γιωργάκη, την Αγγέλα και τον Μικρό Νικόλα έβλεπα. Εφιάλτες...

Έβλεπα λοιπόν τιβί, είχε σκάσει πρώτη μούρη ήδη ένα καρτούν της Βουλής (ούτε κι αυτός κοιμήθηκε τη νύχτα προφανώς, αλλά όχι από δικούς του εφιάλτες, αλλά για να προετοιμάσει τους αυριανούς δικούς μας), από αντιπολίτευση μεριά. Λέει ο παρουσιαστής ότι «καλό θα ήταν να ακούσουμε και κάποιον από τους κυβερνητικούς βολευτές», οι οποίοι προφανώς δεν έβγαιναν πρωί πρωί στο παράθυρο, όχι για να μην τους κάψει ο ήλιος, αλλά γιατί ήδη τους είχε τσουρουφλίσει ο ήλιος του κόμματός τους. Φαντάστηκα πως έτσι που είναι η κατάσταση, δεν θα βγει κανείς. Μίλησε μια ρεπόρτερ και μόλις τελείωσε την ανταπόκρισή της ύστερα από ένα-ενάμισο λεπτό, «τσουπ», να τος και ο κυβερνητικός βολευτής σε τηλεφωνική παρέμβαση. Τι ήθελε;

Να διαψεύσει μια «τρέχα γύρευε» επιστολή (για την οποία δεν θα ξόδευε χρόνο ούτε κατάδικος σε τρις ισόβια) και μετά να δηλώσει ΑΓΝΟΙΑ για όσα στοίχειωσαν τη δική μου νύχτα. Για τις Κάννες, τον Γιωργάκη, την Αγγέλα, τον Μικρό Νικόλα, την μπόμπα του Μπιγκ Μπένι λίγο πριν από τις πέντε τα χαράματα, το δημοψήφισμα. Τίποτα δεν ήξερε!

Σάμπως, δουλειά του ήτανε να κάτσει να ξενυχτήσει; Έχει καμιά σχέση αυτός με δαύτα; Τι είναι; Ένας απλός εκπρόσωπος του μ@λάκα του ελληνικού λαού στο κοινοβούλιο. Αυτός, ακόμα κι αν τον ρώταγε εκείνη τη στιγμή ο παρουσιαστής «πόσο κάνει ένα κι ένα;», θα απάνταγε «δεν άκουσα τίποτα, κοιμόμουν βαριά».

«Και γιατί βγήκε στο γυαλί;» θα μου πείτε. Είναι γλυκός ο βούρκος...

Του γυαλιού. Ο δικός μας δεν είναι. Αυτός είναι πικρός και πηχτός. Τσαλαβουτάμε όλοι μαζί, μπας και βρούμε τρόπο να βγούμε. Πατώντας ο ένας τον άλλο. Στο κεφάλι, στο στομάχι. Επί πτωμάτων όχι ακόμα, αλλά αν επικρατήσει τελικά ο νόμος της ζούγκλας που προσπαθούν να μας επιβάλλουν, δεν θα αργήσει κι αυτό. Βέβαια, για την ώρα έχουμε άλλα σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε. Αν θα πατάμε επί πτωμάτων κι αν θα σφάζουμε ο ένας τον άλλο για να του πάρουμε από την τσέπη ευρώ, δραχμές, μνες ή τουλουμοτύρια. Το νόμισμα είναι το μεγάλο δίλημμα.

Εγώ, πάντως, ψηφίζω ΟΧΙ. Δεν αναφέρομαι στο ευρώ, αλλά στο κακό που μας βρήκε.

ΟΧΙ, ρε π@@στη μου...

Μέχρι να βγούμε από τον βούρκο (στον οποίο κάποιοι λένε πως «μας έριξαν», αλλά μάλλον πέσαμε μόνοι μας), εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

 

Τελευταία Νέα