Με ένα κλειδί στο χέρι...

Miltos+
Με ένα κλειδί στο χέρι...

bet365

Δεν είναι Τρίτη, δεν είναι μέρα ρετρό, δεν ξέρω καν τι μέρα είναι. Και, σόρι, δεν με νοιάζει κιόλας. Είμαι στις μαύρες μου. Μέσα από αυτή τη στήλη έχουμε μοιραστεί κατά καιρούς, μέσα στα δέκα και βάλε χρόνια της επαφής μας, αρκετές προσωπικές στιγμές.

Και δικές μου (κυρίως μέσω των θεμάτων της στήλης) και δικές σας (είτε μέσω των σχολίων σας είτε –παλιότερα– μέσω της προσωπικής μας αλληλογραφίας). Σήμερα, τώρα, είναι μία από αυτές τις στιγμές, τις δικές μου. Ζητώ συγνώμη από όσους περίμεναν να διαβάσουν κάτι άλλο, κάτι για τις ομάδες τους ίσως ή μια ακόμα ρετρό ιστορία της Τρίτης, από εκείνες με τον Φώτη, τον Πατούσα και τον Δεμπασκαλά. Σήμερα γράφω για μένα, πληκτρολογώ στο νόουτπαντ τα εσώψυχά μου κι ελπίζω εσείς οι πολλοί που δεν ενδιαφέρεστε γι’ αυτά, να βρείτε όλα όσα ζητάτε στις υπόλοιπες, χιλιάδες σελίδες της γκαζέτας.

Πέρασα δύσκολο μήνα. Ίσως τον δυσκολότερο της ζωής μου. Κι έκλεισε με ένα κλειδί στο χέρι κι ένα ακόμα –τρίτο μέσα σε ένα μήναφευγιό. Με την πιο μεγάλη απώλεια της ζωής μου. Μέχρι την επόμενη...

Πριν από δυο βδομάδες, 16 μέρες για την ακρίβεια, παραχώσαμε στο χώμα έναν εξάδερφό μου. Χθες πήγε να τον βρει η μάνα του, η θεια μου η Σοφία. Ο Τάκης πήγε άκλαυτος από μάνα κι η μάνα του άκλαυτη από παιδιά. Το σπίτι τους ερήμωσε. Τέλος...

Αυτό ακριβώς το τέλος, το ένιωσα μετά από όλα αυτά, με ένα κλειδί στο χέρι. Όταν κλείδωσα εγώ, ένας εξάδερφος, ένας ανιψιός, ένας τρίτος, για πάντα ένα σπίτι. Μαζί με τις αναμνήσεις μου από αυτό. Τότε πραγματικά ένιωσα τι συνέβη, τότε αισθάνθηκα το τέλος εποχής. Τότε, μαζί με ένα, μοναδικό δάκρυ, κύλησαν μέρες, χρόνια, έσταξαν αρώματα, μυρουδιές μιας άλλης εποχής...

Τότε που πιτσιρίκος, πήγαινα μουσαφίρης στο σπίτι της –φτωχής– θειας κι έφευγα από εκεί πολλές μέρες, ίσως και μήνες αργότερα... πλούσιος. Ένα καλοκαίρι, θυμάμαι, είχα δει ένα ολόκληρο Μουντιάλ, εκείνο του 1982, σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, με φόντο μια κατσίκα μέσα από το παράθυρο. Έβαζαν γκολ η Βραζιλία και η Ιταλία στο απογευματινό επικό 2-3 με το χατ τρικ του Πάολο Ρόσι και η θεια μου φώναζε να ησυχάσω, να μην κοπεί το γάλα της κατσίκας!

Το οποίο πρέπει να της έκοψα για τα καλά στον θρυλικό ημιτελικό Γαλλίας-Γερμανίας 3-3...

Από το σπίτι αυτό σε μια ηπειρώτικη κωμόπολη, πέρα από το γάλα της κατσίκας, θυμάμαι εκείνα τα αλησμόνητα κουλούρια της θειας, μεγάλα, στρόγγυλα, χωρίς τρύπα στη μέση, πλατιά και κίτρινα από τα χωριάτικα αβγά και με μια γεύση που ποτέ δεν ξαναβρήκα, από το αγνό βούτυρο που τα πότιζε. Θυμάμαι τη μασίνα, τη γριά ξυλόσομπα με φούρνο που ’χε θρονιασμένη καταμεσής μιας αποθήκης που παλιά ήταν το σπίτι της και που τότε έφτιαχνε τις νοστιμότερες πατάτες που γλώσσιασα ποτέ.

Θυμάμαι τα τσιγάρα τα Άστορ που κάπνιζε ο εξάδερφος χάρη στις αιματηρές οικονομίες της μάνας του, αλλά και τα τσιγάρα τα Άστορ που δεν κάπνισε εκείνες τις μέρες που η θεια προτίμησε να μου πάρει εμένα το Λούκι Λουκ που γλυκοκοίταζα και ξεροστάλιαζα έξω από το πρακτορείο Τύπου του κυρ-Βαγγέλη.

«Πάρ’ το, αλλά μη ζητήσεις τίποτα άλλο όσο θα είσαι εδώ», μου είπε η θεια.

Και δεν ζήτησα...

Απέξω την έμαθα την ιστορία με τη μαμά Ντάλτον και κάθε φορά που τη διάβαζα, πρωινά, μεσημέρια, απογέματα κάτω από τη μουριά, όλο και περισσότερο γελούσα. Τόσο που μάλλον με λυπήθηκε («πάει, το ’χασε») και μερικές μέρες μετά εμφανίστηκε κρατώντας στο χέρι έναν τόμο του Μικρού Σερίφη: «Μου είπε ο κυρ-Βαγγέλ’ς πως αυτό βαστάει παραπάνω».

Βάσταγε...

Κι ευτυχώς πριν τελειώσει γύρισα σπίτι, γιατί και τη θεια θα την είχα εξοντώσει οικονομικά, αλλά και θα γύρναγα στη μάνα μου καβάλα στην Ντόλι του Λούκι Λουκ ή στον Κεραυνό του θρυλικού ελληνόπουλου του Φαρ Ουέστ, του Τζιμ Άνταμς. Το πολύ-πολύ να καβάλαγα τον γάιδαρο του Πεπίτο Γκονζάλες, τον Πελεγκρίνο!

Πάντως, η μάνα, ό,τι και να καβάλαγα, τις φωνές θα μου ’βαζε. «Τι ζωντανό είναι αυτό που κουβάλησες σπίτι; Θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα».

Δεν ήταν...

Η θεια αρρώστησε και μας την έκανε, δεκαέξι μέρες μετά το φευγιό του γιου της. Δεν της το είπαμε, έτσι άρρωστη που ήταν, για να μην πάρει κι άλλη πίκρα μαζί της. Αλλά το ήξερε, το νιώθω.

Πάντα καταλαβαινόμασταν εμείς...

Μέχρι να ξεχάσω τη θεια μου τη Σοφία, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...

(...να τη θυμάμαι)


Υ.Γ. Ευχαριστώ για την υπομονή σας. Η ρετρό ιστορία της Τρίτης θα έρθει στην ώρα της και τη μέρα της. Αρκεί να βρω λίγο τους χρόνους μου, που τους έχασα αυτές τις μέρες...

 

Τελευταία Νέα