«Εγώ τα …έπαιρνα από τότε»!

Miltos+
«Εγώ τα …έπαιρνα από τότε»!
Επειδή κατά καιρούς γίνεται πολύς λόγος για «μαύρο χρήμα» στη δημοσιογραφική πιάτσα, ο Μίλτος θυμάται τα δικά του …χαΐρια στις καθιερωμένες «ρετρό ιστορίες» της Τρίτης.

Πάντως, στη «ρετρό ιστορία» που ακολουθεί, εκείνα τα λεφτά τα είχα πάρει τίμια (κάποια και -κυριολεκτικά- με τον ιδρώτα μου). Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, κι εκείνα «μαύρα» ήταν. Αφορολόγητα. Λέτε να με γραπώσει η εφορία με χρονοκαθυστέρηση 30 και βάλε χρόνων; Διευκρίνιση, καλέ μου έφορε: μπορεί να ήταν τα πρώτα λεφτά που έβγαλα από τα σπορ, αλλά δημοσιογράφος δεν είχα σκεφτεί ακόμα να γίνω!

Στην εκκλησία είχε βάφτιση. Στο προαύλιο της εκκλησίας δεν είχε. Εκεί είχε μπάλα. Παίζαμε μονό, όλη η παλιοπαρέα των έιτις, έχοντας βάλει τερματοφύλακα τον πιο άσχετο, τον Φώτη, ο οποίος ως άσχετος επέμενε να παίξει ...μπακότερμα. «Και πού θα βάζεις γκολ, ρε καημένε; Αφού παίζουμε μονό», του χώθηκε ο Πέτρος ο Αρμένης, ενώ ο Δεμπασκαλάς έβγαλε ιατρική διάγνωση: «Δεν πας καλά». Για όσους δεν γνωρίζουν, όταν παίζαμε δίτερμα και είχαμε μονό αριθμό παικτών, δίναμε το δικαίωμα στην ομάδα που θα αγωνιζόταν με παίκτη λιγότερο, να αναπληρώνει το κενό δίνοντας διπλό ρόλο στον τερματοφύλακα, που μπορούσε και να πιάνει την μπάλα με τα χέρια εντός περιοχής, αλλά και να παίζει «μέσα». Αυτό ήταν το «μπακότερμα». Μπακ και τερματζής, δύο σε ένα, πολλά χρόνια πριν τα αντίστοιχα σαμπουάν. Ο Φώτης προς στιγμήν επέμεινε, «γιατί να μη βάζω κι εγώ γκολ, δηλαδή;» κι ο Πέτρος επίσης επέμεινε να τον αποθαρρύνει: «Και πού θα βάζεις γκολ, ρε κεφάλα; Στον εαυτό σου;». Εννοείται πως ο Δεμπασκαλάς, ως άριστος γιατρός, δεν άλλαζε τη διάγνωσή του: «Δεν πας καλά».

Φυσικά, όλοι είχαμε παράλληλα το νου στο σχόλασμα του μυστηρίου στην εκκλησία, για να μπουκάρουμε απρόσκλητοι και να κονομήσουμε παστάκι και ...μπουμπουνιέρα (έτσι, με «μπου», ήταν πιο ενδιαφέρουσα και ...θορυβώδης η μπομπονιέρα). Κι επειδή δεν ήταν γάμος για να κλάσει η νύφη και να ακούσουμε το σχόλασμα, κάθε τρεις και λίγο ο ...διαιτητής Φώτης (σε τριπλό ρόλο πλέον, τερματζής, μπακ και ρέφερι, τρία σε ένα κι ακόμα δεν βγήκε τέτοιο σαμπουάν) σφύραγε ...τάιμ άουτ (τετραπλός ρόλος, και διαιτητής μπάσκετ) κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια να δει πώς τα πάει ο παπα-Νίκος. Σε κάποια από τις διακοπές έκανε νόημα να ανέβουμε κι εμείς τα σκαλιά επειδή τέλειωνε η βάφτιση, οπότε μπουκάραμε όλοι μαζί μέσα, βρώμικοι ανάμεσα στους καθαρούς, με τον Φώτη να βαστάει στα χέρια και την μπάλα, «μην τη βρει η Δωροθέα η Ζαβή και τη σκίσει».

Μπαίνοντας μέσα, όμως, αντί για παστάκι και μπουμπουνιέρα, βρήκαμε μπροστά μας μια ...φωτογραφία. Ένας εκ των καλεσμένων, κουστουμαρισμένος πενηντάρης με άσπρους κροτάφους, μας φώναξε κοντά του. «Δεν μας θέλει για καλό», σκέφτηκα. «Ξεχάστε τα παστάκια», ψιθύρισε ο Πατούσας. «Δεν πας καλά», είπε ο Δεμπασκαλάς. Ωστόσο ο ατρόμητος Φώτης, που δεν κώλωνε ούτε μπροστά στη λυμένη ζωστήρα του πατέρα του, μπήκε μπροστά, με τράβηξε κι εμένα με το ελεύθερο χέρι (είπαμε, με το άλλο βάσταγε την μπάλα) και πλησιάσαμε. «Εμείς, πάντως, δεν κάναμε τίποτα», ξεκαθάρισε από την αρχή, ωστόσο ο τύπος ήταν χαμογελαστός κι αφού διευκρίνισε «μόνο μια ερώτηση θα σας κάνω και μετά θα σας κεράσω όλους παστάκια», έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια φωτογραφία. Ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής, σε κλασική πόζα, με βαθύ κάθισμα, χαμόγελο και μια μπάλα ανάμεσα στα πόδια του. «Όποιος μου πει ποιος είναι στη φωτογραφία, κερδίζει ένα πενηντάρικο», μας είπε και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο Φώτης του άρπαξε τη φωτογραφία από το χέρι για να κερδίσει αυτός το ποσό που αντιστοιχούσε σε χαρτζιλίκι ενός μήνα και βάλε.

Όμως, όπως έχω γράψει πολλές φορές, οι σχέσεις του Φώτη με το ποδόσφαιρο ήταν αντιστρόφως ανάλογες των σχέσεών του με τις γυναίκες. Από μακριά κι αγαπημένοι με το ποδόσφαιρο, από όσο κοντά γίνεται (πρώτα) και μαλωμένοι (μετά) με τα θηλυκά. «Βόηθα λίγο, θείο, γιατί ...δεν τα βγάζω», του είπε ο Φώτης, λες και διάβαζε εφημερίδα και δεν είχε φορέσει τα γυαλιά του, σαν τη Δωροθέα τη Ζαβή. «Πήγε πρόσφατα από τον Απόλλωνα στον Παναθηναϊκό», απάντησε ο ...θείος και χωρίς καν να δω τη φωτογραφία επειδή ο Φώτης μου την έκρυβε για να πάρει αυτός το πενηντάρικο, κατάλαβα. Ωστόσο, ο Φώτης που την είχε δει, είχε τον πρώτο λόγο: «Ε, άμα πήγε στον Παναθηναϊκό, ο Κούδας είναι». Μόνο τον Κούδα ήξερε, μόνο τον Κούδα έλεγε. «Κουκιά τρως, κουκιά μολογάς», που έλεγε κι ο Μαστρομανέλος. Ο κύριος του χαμογέλασε, του πήρε τη φωτογραφία από τα χέρια και μου την έδειξε. «Ο Δοντάς», του είπα με σιγουριά. Και γιατί είχα διαβάσει πρόσφατα σε μια φυλλάδα στον καφενέ του Μπάφα για τη μεταγραφή του Γιάννη Δοντά από τον Απόλλωνα στον Παναθηναϊκό και γιατί είχα μια περσινή φωτογραφία του με τη φανέλα του Απόλλωνα από τα χαρτάκια που μαζεύαμε.

Μου φάνηκε πως ο άνθρωπος πήγε να δακρύσει. Έβγαλε από την ίδια τσέπη που είχε τη φωτογραφία το πορτοφόλι του, το άνοιξε, τράβηξε από μέσα ένα παλιό, αλλά καλοδιατηρημένο κατοστάρικο και μου το έδωσε. «Πάρε τα διπλά γιατί το βρήκες αμέσως. Ο Δοντάς είναι γιος μου», είπε και μας πήγε όλους μαζί για παστάκι. «Δικαιούμαι τα μισά», μου είπε κατεβαίνοντας τα σκαλιά ο Φώτης. «Γιατί, ρε Φώτη;», του χώθηκε πάλι ο Πέτρος ο Αρμένης. «Επειδή πήγες μεταγραφή τον Κούδα από τον ΠΑΟΚ στον Παναθηναϊκό;». Ανάμεσα στα γέλια της παρέας, ακούστηκε κι ένα «δεν πας καλά», αλλά δεν ξέρω πού απευθυνόταν. Στον Φώτη που ζήταγε λεφτά που ...δεν δούλεψε; Στον Πέτρο που τον δούλεψε; Ή σε μένα που είχα πιάσει δουλειά από τότε;

Λίγο καιρό μετά, στο πλαίσιο ενός προγράμματος της -τότε- Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, το οποίο αν θυμάμαι καλά λεγόταν «παιδί και αθλητισμός», μας έστελναν δύο φορές την εβδομάδα, Τετάρτη και Σάββατο, έναν γυμναστή, για να μάθουμε τα σπορ. Όλοι οι συγκεκριμένοι προπονητές ήταν, είτε φοιτητές στη Γυμναστική Ακαδημία είτε πρωταθλητές του στίβου. Είτε και τα δυο μαζί. Κάπως έτσι γνώρισα από κοντά τη Σοφία Σακοράφα, η οποία ωστόσο δεν πρωταγωνιστεί στην ιστορία μας, γιατί είχε αναλάβει τα κορίτσια. Προπονητές μας εκείνη την περίοδο ήταν ένας αθλητής μεσαίων αποστάσεων κι ένας πρωταθλητής του ακοντισμού. Ο ακοντιστής λεγόταν Γιάννης Περιστέρης και αποτελούσε το αντίπαλον δέος του Αντώνη Παπαδημητρίου, μετέπειτα προπονητή του Κώστα Γκατσιούδη. Ωστόσο, ούτε κι αυτός θα μας απασχολήσει...

Πρωταγωνιστής της ιστορίας μας είναι ο δρομέας, ο οποίος μαζί με τον μεγαλύτερό αδερφό του ήταν εκ των κορυφαίων στα εθνικά πρωταθλήματα στα 800 και τα 1500 μέτρα. Καλό παιδί και σίγουρα ο πιο εργατικός από όλους τους προπονητές που μας έστελνε η Γενική Γραμματεία, καθώς δεν έλειψε ποτέ από το πόστο του, είτε έβρεχε (πάντα έβρεχε) είτε χιόνιζε. Παλικάρι ήταν και δεν αναφέρω το επώνυμό του για λόγους που μπορεί και να καταλάβετε στη συνέχεια. Προς το τέλος της σεζόν, ένα πρωί Σαββάτου, υπό βροχή πάλι, είδε πως ήμασταν λίγοι για να κάνουμε προπόνηση ή εξάσκηση σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα. Και για πρώτη φορά αποφάσισε να μας δοκιμάσει στο άθλημά του. «Θα κάνουμε τέσσερις γύρους το γήπεδο σε ρυθμό αγώνα», μας είπε μετά το ζέσταμα. «Όποιος με κερδίσει, θα πάρει ένα πενηντάρικο». Νάτο πάλι το πενηντάρικο...

Εννοείται πως ο Φώτης άρχισε τις απειλές. «Δεν μου το δίνεις από τώρα; Για πλάκα σε έχω», του είπε, αλλά ήταν προφανές πως το έλεγε για πλάκα. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς. Ο Πατούσας, λόγω πλατυποδίας, ήξερε πως δεν θα έβγαζε ούτε το πρώτο 400άρι και δεν είπε τίποτα, ενώ ο Πέτρος ο Αρμένης με κοίταξε σαν να μου έλεγε πως αυτό το πενηντάρικο δεν θα το βλέπαμε ποτέ. Με το σφύριγμα, ο γυμναστής έφυγε μπροστά, ο Φώτης πήγε να τον κυνηγήσει και στα πρώτα 100 μέτρα άρχισε να αγκομαχάει, ο Πατούσας πήγαινε σε ρυθμό χελώνας κι εγώ με τον Πέτρο ακολουθούσαμε ...διακριτικά, τρέχοντας στο ρυθμό που αντέχαμε. Μετά τον πρώτο γύρο, ο Πέτρος άρχισε να χάνει έδαφος, ενώ εγώ συνέχισα με καλό ρυθμό, περίπου 50 μέτρα πίσω από τον πρωταθλητή. Στα μέσα του 3ου γύρου ένιωσα ότι έτρεχα καλά. Είχα δυνάμεις. Κι άρχισα να βλέπω την απόσταση να μικραίνει. Τόσο που στο ξεκίνημα του τελευταίου γύρου η μεταξύ μας απόσταση ήταν λιγότερη από δέκα μέτρα. Ο Πατούσας, ο Φώτης κι ο Δεμπασκαλάς είχαν ήδη εγκαταλείψει και είχαν καθίσει στη γραμμή του τερματισμού, ενώ βλέποντας τον αγώνα να αποκτά ενδιαφέρον άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά μου. Μπαίνοντας την τελική ευθεία ήμασταν δίπλα δίπλα κι έβλεπα τον προπονητή να ζορίζεται, να δαγκώνεται. Τον είχα. Τα έδωσα όλα και με το κουράγιο που μου έδιναν οι φίλοι μου που φώναζαν από τη γραμμή του τερματισμού, προσπέρασα. Νίκησα!

«Κάντε δυο γύρους χαλάρωμα και πάμε για ντους», είπε ο προπονητής. Ωστόσο, μέχρι να πάμε για ντους εν μέσω επινικίων και με τον Φώτη να επιμένει «πού θα μας πας να μας κεράσεις;», ο προπονητής είχε κάνει το δικό τους ντους και την είχε κοπανήσει. Πουθενά το πενηντάρικο. Λες και το έχει η μοίρα μου, από τη μια δουλειά να πληρώνομαι κι από την άλλη να μου χρωστάνε! Τέλος πάντων, τις επόμενες μέρες, μέχρι την Τετάρτη και το επόμενο «μάθημα», το πενηντάρικο και η νίκη μου επί του πρωταθλητή, ήταν πρώτο θέμα συζήτησης μεταξύ της παρέας. Εγώ, όμως, είχα τα μούτρα κατεβασμένα, παρότι ήμουν ο ήρωας της εβδομάδας στον μαχαλά. Μέχρι και στον καφενέ του Μπάφα με παραδέχτηκαν. Από τα «άσε, ρε Μιλτάκο, που κέρδισες εσύ κοτζάμ πρωταθλητή», στο «καλώς τον πρωταθλητή μας». Μέχρι που ο πατέρας μου σκεφτόταν να με γράψει στο στίβο! Την Τετάρτη, όμως, όλα «τακτοποιήθηκαν». Διαβάζοντας εφημερίδα στα αποδυτήρια πριν την προπόνηση, ενημερώθηκα πως ο ηττημένος πρωταθλητής «δύσκολα θα επιστρέψει φέτος από τον τραυματισμό του». Ήταν τραυματίας ο άνθρωπος. Λαβωμένο τον νίκησα. Γι΄ αυτό ζοριζόταν. Ωστόσο, έβαλε στοίχημα κι όποιος χάνει, πρέπει να πληρώνει. Μπήκα στην προπόνηση με τα μούτρα στο τσιμέντο. Το πρόγραμμα είχε μπάσκετ. Ήμασταν πάλι λίγοι. «Θα παίξουμε ρολόι», είπε. Και μόλις μίλησε πάλι για στοίχημα «ένα πενηντάρικο», αποχώρησα επιδεικτικά. «Πού πας, ρε Μίλτο; Δεν θα παίξεις;», με ρώτησε. «Όχι, γιατί όταν χάνεις, δεν πληρώνεις», του έριξα τη λεπιδιά. «Σήμερα θα πληρώσω. Το πρωί μας βάλανε το μισθό», μου απάντησε.

Μετά από λίγη ώρα είχα στην τσέπη μου ακόμα ένα ...κατοστάρικο. Κολλαριστό, κατακόκκινο και νέας κοπής. Σιγά μην έχανα στο μπάσκετ!

Μέχρι να ξεχάσω τον Δοντά, εκείνο το παλικάρι τον πρωταθλητή και τα πρώτα δύο κατοστάρικα που κέρδισα από την ενασχόλησή μου με τα σπορ, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.