Μάρλον Μπράντο: Ο άνθρωπος του Απρίλη

Μάρλον Μπράντο: Ο άνθρωπος του Απρίλη

Ο άνθρωπος που στέκεται στο κέντρο του κάδρου γεννήθηκε τον Απρίλη, τον μήνα τον σκληρό, σύμφωνα με τον Τ Σ. Έλιοτ. Έχει σημασία ο μήνας, η εποχή, ο χρόνος και όλα όσα αυτός φέρνει και απιθώνει στις πλάτες όσων προορίζονται να δοκιμαστούν. Αν αντέξουν θα φανεί. Στο χειροκρότημα, στο βλέμμα που θα “καρφωθεί” στο κόκκινο βελούδο της αυλαίας, στο βάρος που θα προστεθεί στον θεατή. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε Απρίλη μήνα, γεννήθηκε δύο φορές. Τη μία από τη μήτρα της μάνας και τη δεύτερη από τη μήτρα της μάνας γης. Το χώμα έμεινε πάνω του και οι ρίζες έγιναν αλυσίδες που ανεβάζουν-κατεβάζουν τον ήλιο. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε Απρίλη μήνα έμαθε στη λάμψη της αστραπής τι σημαίνει δημιουργώ-καταστρέφω. Τι σημαίνει να βρίσκω τον εαυτό μου και την ίδια στιγμή να τον διαλύω και τα κομμάτια του να χάνονται στα αβαθή υπόγεια της συνείδησης, της ύπαρξης. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε Απρίλη μήνα χρέος μοναδικό και διαχρονικό είχε να ανασταίνει κάθε φορά τις πεθαμένες πασχαλιές. Χρέος είχε να αντέξει τον αμείλικτο κύκλο ζωής-θανάτου. Χρέος είχε να πάρει τον σκληρό Απρίλη και να τον κάνει δεύτερο δέρμα να πορευθεί, να γίνει το σαρκίο τοίχος αδιαπέραστο και αυτός να στέκει όρθιος στη μέση της σκηνής της ζωής, να προλαβαίνει τις πασχαλιές πριν μαραθούν, πριν πεθάνουν. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε Απρίλη μήνα υπήρξε σκληρός, τρυφερός, κυνικός, ευαίσθητος, ερωτηματικό και θαυμαστικό. Κι αν πέθανε, συνεχίζει να σπρώχνει τις πασχαλιές πάνω στη γη, συνεχίζει να κρατά τα φύλλα τους στραμμένα στον ήλιο. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε Απρίλη μήνα ήταν ο Μάρλον Μπράντο.

image

Διαρκής έκπληξη

Ο Μάρλον Μπράντο ήρθε στον κόσμο και μπήκε στον χώρο της τέχνης για να δικαιώσει και διαψεύσει το συμπέρασμα-παρατήρηση του Άλεν Γκίνσμπεργκ στο “Ουρλιαχτό”. “Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ' την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά...” και κάπου εκεί ο ηθοποιός, που δεν έδινε και τόση σημασία στο ήθος, συμπληρώνει “που όμως τα κατάφεραν”. Ναι, με χαλασμένα μυαλά που προηγήθηκαν αυτών που “ούρλιαζαν”. Με την τρέλα όμως εκεί, παρούσα. Μυαλά υστερικά, που δημιουργούσαν και κατέστρεφαν και στη μέση ο Μπράντο. Δυνατός, με άγνοια κινδύνου και τόλμη για να κάνει και τα δύο. Μόνος του! Σε αυτό το δίπολο στηρίχτηκε η καριέρα του. Με την ίδια ορμή που έφτανε στην κορυφή, με την ίδια μπορούσε να πέσει και να ξανασηκωθεί! Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να αποσυρθεί, ο χρόνος είχε κάνει το οριστικό ξεσκαρτάρισμα. Ο Μάρλον Μπράντο με το αστέρι του καρφωμένο στην κορυφή του κόσμου και με το θρασύ αποτύπωμα του στο έδαφος. Προσοχή όμως. Ούτε οίκτος, ούτε λύπη, ούτε μελό. Τίποτα απ' αυτά. Ο Μπράντο κατάφερε να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Σε όποιον δεν άρεσε, αυτός έχανε στο τέλος. Ναι, ατίθασος, απρόβλεπτος, ανυπάκουος... Ηθοποιός όμως με όλη τη σημασία της λέξης. Ηθοποιός που βρίσκει ψιχία φωτός στο πιο σκοτεινό δωμάτιο. Ηθοποιός που απελευθερώνει συναισθηματικές-εκφραστικές δυνάμεις με μια απλή κίνηση. Ηθοποιός που στο έρεβος έβρισκε τον χώρο του και ζούσε μαζί του χωρίς πρόβλημα. Ηθοποιός που όταν έδινε την εντολή ο σκηνοθέτης για “δράση”, δρούσε, δημιουργούσε και άφηνε τη ψυχή του ήρωα να πάλλεται στο κάδρο και αφού η κάμερα έσβηνε. Δίχως άλλο μια διαρκής έκπληξη.

image

Δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις

Το 1950 έπαιξε στην ταινία “Το κορμί μου σου ανήκει” (The Men) όπου υποδύθηκε έναν παραπληγικό βετεράνο πολέμου. Η περίοδο της προετοιμασίες περιελάμβανε ώρες διαμονής σε νοσοκομείο με βετεράνους πολέμου. Αρκετοί θεατές ένιωσαν αμήχανα μετά την ταινία, καθώς θεώρησαν ότι ήταν πραγματικά βετεράνος πολέμου που τον προσέλαβαν για να λάβει μέρος στο φιλμ! Η αναφορά σε αυτή την σχεδόν άγνωστη ταινία του έχει σημασία. Ο Μπράντο δεν έδινε και πολλή σημασία στην ερμηνεία, την περιφρονούσε, όμως ήταν ξεκάθαρος πάνω στο θέμα και ευφυής ως προς τον τρόπο που το αντιμετώπιζε. Έλεγε, “Τα γκρο πλαν λένε τα πάντα. Τότε η πρόβα γίνεται πιο εμφανής στο κοινό και αποδυναμώνεται ερχόμενη αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Στο γκρο πλαν το κοινό είναι πιο κοντά από ποτέ και το πρόσωπο σου είναι η σκηνή”. Ο Τζακ Νίκολσον, συμπρωταγωνιστής στο “Οι φυγάδες του Μιζούρι”, φίλος και γείτονας του Μπράντο για πολλά χρόνια, τον προσδιόρισε ως “ιδιοφυΐα που ήταν η αρχή και το τέλος της επανάστασης του”. Μαζί του δεν έπρεπε να βιάζεσαι. Ακόμη και στην ακινησία του το χάρισμα δεν κρυβόταν. Ήταν παράδειγμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τη στιγμή πριν την έκθεση στην κάμερα. Ο Μπράντο ήταν άμεσος, αλλά άμεσος με έναν ξεχωριστό, μοναδικό τρόπο. Οι εκρήξεις θυμού, οι επιδείξεις ματαιοδοξίας στη σκηνή, δεν είχαν προηγούμενο. Τόσο στο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο, επέβαλλε τον εαυτό του με το ξεκίνημα. Κάτι είχε να δείξει, να πει και δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις.

image

Η “Μέθοδος” και το αντιεξουσιαστικό στιλ

Ο Μπράντο δεν ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε στη μεγάλη οθόνη και το θέατρο τη “Μέθοδο”. Τι εστί “Μέθοδος”; Μια εσωτερικευμένη τεχνική η οποία διαδόθηκε στη Ρωσία από τον Κονσταντίν Στανισλάβσκι τη δεκαετία του '20 και έγινε δημοφιλής στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του '40 από τους Λι Στράσμπεργκ, Σάνφορντ Μέισνερ και Στέλλα Άντλερ. Ο Μπράντο, λοιπόν, ήταν ο πρώτος που έδειξε πόσο δυνατή και επιδραστική πολιτισμικά μπορεί να γίνει η “Μέθοδος” στα κατάλληλα χέρια. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν ο τρόπος που “εξαπατούσε” και τάραζε το κοινό.

Όταν εμφανίστηκε στα τέλη του '40 ήταν εμφανές πως επρόκειτο για κάποιον μελαγχολικό, μυώδη και έντονο τύπο. Για τους επικριτές ήταν απλά ανόητος και ακατάστατος. Φορούσε μπλουτζήν, σκισμένες μπλούζες βρώμικες με ιδρώτα, ενώ το ύφος του ήταν χαλαρό και το βλέμμα γεμάτο πονηριά. Επιπλέον, ήταν πιο ανοιχτός σεξουαλικά, με ζωώδη τρόπο, εν αντιθέσει με τους προκατόχους του. Τον κατηγορούσαν ακόμη πως μουρμούριζε τα λόγια του, όμως τίποτα απ' αυτά δεν πέρασε στο κοινό αφού το αντί-γκλάμουρ ύφος είχε ριζώσει στη συνείδηση του. Το αντιεξουσιαστικό στιλ που λάνσαρε ήταν απαραίτητο για τη γενιά που αναδύθηκε αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ταινία “Ο Ατίθασος” -υποδύεται έναν απόμακρο, ευαίσθητο μηχανόβιο- τον ρωτάει η διευθύντρια ιδρύματος τι είναι αυτό απέναντι στο οποίο επαναστατεί. Η απάντηση του είναι “Τι έχεις;”. Αυτή η ατάκα, η συμπεριφορά, έγινε το επίστρωμα της αναδυόμενης μεταπολεμικής νεανικής κουλτούρας.

image

Οδυνηρή παιδική ηλικία

Το πρώτο φως του κόσμου το είδε τον Απρίλιο του 1924 στην Ομάχα. Στην αυτοβιογραφία του, το 1994, περιέγραφε μια οδυνηρή παιδική ηλικία. Ο πατέρας του, ο Μάρλον Μπράντο ο πρεσβύτερος, ήταν αλκοολικός και ποτέ δεν είχε καλό λόγο για τον γιο του. Η μητέρα του, η Ντόροθι Πένμπεϊκερ Μπράντο, επίσης αλκοολική. Την ένοιαζε μόνο το ποτέ και όχι η οικογένεια της. Ο ίδιος έλεγε “υποθέτω πως η ιστορία της ζωής μου είναι η αναζήτηση της αγάπης. Περισσότερο όμως απ' αυτό, αναζητούσα τρόπο να επισκευάσω τις ζημιές από τις οποίες υπέφερα και να ορίσω την υποχρέωση, αν είχα καμία, απέναντι στον εαυτό μου και το είδος μου”.

Η προσπάθεια του αγοριού να καταστείλει τον θυμό του απέναντι στον πατέρα ήταν πηγή πολλών επιδόσεων του. Το 1935 οι γονείς του χώρισαν και δύο χρόνια μετά τα ξαναβρήκαν. Μετακόμισαν στα περίχωρα του βόρειου Σικάγο. Η περίοδος της ενηλικίωσης ξεκινούσε. Ως μαθητής ήταν αδιάφορος και επιδιδόταν σε φάρσες. Ο πατέρας του τον έστειλε σε στρατιωτική ακαδημία, αλλά αποβλήθηκε για κάπνισμα και απειθαρχία. Θα πρέπει να επισημάνουμε πως υπήρχε κι άλλη διαμάχη στο σπίτι των Μπράντο. Αυτή μεταξύ των αξιών του πατέρα, ενός επιχειρηματίας της μεσαίας τάξης, και αυτών της μητέρας του, μια απογοητευμένη ηθοποιός. Όταν αποβλήθηκε ο Μάρλον από τη στρατιωτική ακαδημία, οι δυο του αδελφές μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη για να κάνουν καριέρα στην υποκριτική. Ο Μπράντο, που απέφυγε τη στράτευση λόγω προβλήματος στο γόνατο, τις ακολούθησε το 1943.

image

Η τίγρης στη ζούγκλα

Στη Νέα Υόρκη εγγράφηκε στη δραματική σχολή “Dramatic Workshop of the New School for Social Research”. Έδειξε να καταλαβαίνει τη “Μέθοδο” ενστικτωδώς, πώς να χρησιμοποιεί-αξιοποιεί το απόθεμα αναμνήσεων και τα εσωτερικά συναισθήματα για να βρει στιγμές αλήθειας. Μάλιστα, μερικοί συμμαθητές του θεωρούσαν ότι η διδασκαλία της “Μεθόδου” σε αυτόν ήταν περιττή. Μία απ' αυτές, η Ελέιν Στριτς, έλεγε πως “το να πηγαίνει ο Μάρλον στη σχολή για μάθε τη Μέθοδο, είναι σαν να στέλνεις μια τίγρη στη ζούγκλα”. [...]

Το θεατρικό ντεμπούτο το έκανε στη σχολή, το 1944, στην παράσταση “Hannele”, παίζοντας τον Ιησού. Αργότερα την ίδια χρονιά έλαβε μέρος στο “I Remember Mama”, στο Μπρόντγουεϊ. Το 1946 εμφανίστηκε σε διάφορα θεατρικά. Τότε τον εντόπισε ο νεαρός σκηνοθέτης Ελία Καζάν και του πρότεινε να παίξει τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο “Λεωφορείο ο πόθος” του Τένεσι Ουίλιαμς. Αυτό ήταν, το 1947 όλοι μίλαγαν για τον νέο ηθοποιό που ξεσπούσε πάνω στη σκηνή. Αν και το έργο αφορά την Μπλανς ΝτιΜπουά, την οποία έπαιζε εξαιρετικά η Τζέσικα Τάντι, ο Μπράντο “έκλεψε” την παράσταση. Κανείς δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από πάνω του. Η έντονη συγκέντρωση του Μπράντο καθήλωνε. Ακολούθησαν πολλές προσφορές από το Χόλιγουντ πριν απαντήσει θετικά (μετά από τρία χρόνια) για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο “The Men”, του Φρεντ Ζίνεμαν.

image

Ξεχωριστός αλλά δύστροπος

Το Χόλιγουντ ποτέ δεν κατάλαβε τον Μπράντο. Ποτέ. Στις αρχές των 50's οι σταρ έπρεπε να λάμπουν και να είναι καθωσπρέπει μπροστά στο κοινό. Όχι αυτός. Φορούσε ό,τι ήθελε και συμπεριφερόταν όπως ήθελε. Δεν υπήρχε τίποτα και κανείς να τον τιθασεύσει. Ο ίδιος έλεγε πως “ο μόνος λόγος που είμαι εδώ (στο Χόλιγουντ) είναι γιατί δεν έχω το σθένος να αρνηθώ τα χρήματα”.

Η αντιπάθεια της βιομηχανίας προς το πρόσωπο του φάνηκε και στα Όσκαρ. Μέχρι να πάρει το Α' Ανδρικού είχε αγνοηθεί επιδεικτικά τρεις φορές. Στο “Λεωφορείο ο πόθος”, στο “Βίβα Ζαπάτα!”, στο “Ιούλιος Καίσαρ”. Το 1954 έλαβε αυτό που άξιζε για την ερμηνεία του στο “Λιμάνι της αγωνίας”. Η δύναμη και το ύφος παιξίματος ήταν ανεπανάληπτη εμπειρία για όσους τον είδαν ως “Τέρι Μαλόι”. [...]

Τα αρνητικά και πικρόχολα σχόλια, βέβαια, δεν προέκυπταν ξαφνικά και χωρίς λόγο. Έδινε και ο ίδιος δικαιώματα με τις κακές καλλιτεχνικές επιλογές, τον δύστροπο χαρακτήρα και την αλαζονεία του. Το 1957 δίνει συνέντευξη στον Τρούμαν Καπότε για το περιοδικό “New Yorker” και το αποτέλεσμα είναι προκλητικό. Η εικόνα που περνά προς τα έξω είναι του τύπου που υποστηρίζει πως “οι άνθρωποι γύρω μου ποτέ δεν λένε τίποτα. Απλά ακούνε τι έχω να πω. Γι' αυτό και μιλάω μόνο εγώ”. Πλέον ήταν στόχος. Προσπάθησε να επιστρέψει, αλλά η κακή πλευρά υπερίσχυε. Όταν ήρθε η ευκαιρία για το ριμέικ του “Ανταρσία του Μπάουντι”, το 1962, την άφησε να περάσει. Το φιλμ έμεινε στο στάδιο της παραγωγής για 11 μήνες, ο προϋπολογισμός έφτασε κοντά στο 20 εκατ δολάρια και ο Μπράντο, που είχε πάρει πολλά κιλά, θεωρήθηκε ο κύριος υπαίτιος για την καθυστέρηση.

image

Ο από μηχανής θεός Κόπολα

Ο Μπράντο έδειχνε να βαριέται τη δουλειά του και στα μέσα της δεκαετίας του '60 αποφάσισε να αγοράσει το δικό του νησί! Ένα κοραλλιογενές νησί ονόματι Τετιαρόα, το οποίο ανήκε σε συγκρότημα νησιών στον Νότιο Ειρηνικό, ενώ απείχε 30 μίλια, βόρεια, από την Ταϊτή. Η ανώριμη επαγγελματική συμπεριφορά δεν διέφερε από την κοινωνική. Μέχρι το 1962 είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε ισάριθμα διαζύγια. Οι αμφιβολίες γι' αυτόν πλήθαιναν και υπήρξε περιοδικό που ευθέως ρωτούσε “είναι ο Μπράντο απαραίτητος;”. Τότε, σαν από μηχανής θεός, ήρθε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και αποκατέστησε την τάξη.

Ο αμερικανός σκηνοθέτης έψαχνε τον ηθοποιό που θα ενσάρκωνε τον Βίτο Κορλεόνε στην προσαρμογή του βιβλίου του Μάριο Πούζο “Ο Νονός”.Ο Μπράντο ήταν άφαντος. Η Paramount Pictures σκεφτόταν τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Όρσον Ουέλς, Τζορτζ Σι Σκοτ, ακόμη και τον Έντβαρντ Ρόμπινσον. Όταν ο Κόπολα τους είπε για τον Μπράντο, αρνήθηκαν. Ήταν μπελάς, του είπαν. Ο Κόπολα επέμεινε και έπεισε τον Μπράντο να περάσει από τεστ μέικ απ. Πήρε, λοιπόν, το συνεργείο του, πήγαν στο σπίτι του και ετοιμάστηκαν. Ο ηθοποιός τους αγνόησε και μετά κάθισε και ξεκίνησε τη μεταμόρφωσε σε Δον Κορλεόνε. Έβαλε βαμβάκι στα μάγουλα, τράβηξε τα μαλλιά του πίσω και προσποιήθηκε βραχνή φωνή. Το στούντιο τον δέχτηκε, υπέγραψε συμβόλαιο και φυσικά η ταινία έκανε θραύση.

image

Αναζητώντας την οριστική απάντηση

“Ο Νονός” έδωσε άλλο ένα Όσκαρ στον Μπράντο. Ο ίδιος όμως, τότε, απαξιούσε, περιφρονούσε τα βραβεία. Τελευταία στιγμή αρνήθηκε να παραβρεθεί στην τελετή, το 1973. Αντ' αυτού έστειλε στην τελετή την ινδιάνα ηθοποιό Σασίν “Λίτλφέδερ”. Όταν ανέβηκε στη σκηνή, αρνήθηκε να πάρει το αγαλματίδιο από τον Ρότζερ Μουρ και είπε πως ο κ. Μπράντο “δυστυχώς δεν μπορεί να το δεχτεί” εξ αιτίας της μεταχείρισης των Ινδιάνων από το Χόλιγουντ. Η ενασχόληση με κοινωνικά ζητήματα δεν ήταν κάτι καινούργιο για τον Μπράντο. Από το 1946 δραστηριοποιούνταν και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Ινδιάνων ήταν η πιο ηχηρή δημόσια παρέμβαση του.

Επόμενη επαγγελματική επιλογή “Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι”, του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Για άλλη μια φορά έθελξε με την παρουσία του, προσθέτοντας μία ακόμη σπουδαία ερμηνεία. Τότε, ξαφνικά, αποφάσισε να βάλει τέλος στην εμπλοκή του με τον χώρο του θεάματος. Όχι κυριολεκτικά, μια και συνέχισε να παίζει, αλλά ουσιαστικά σταμάτησε να διαλέγει ρόλους που απαιτούσαν να “πληγωθεί” ψυχικά. Γι' αυτό και έκανε “περίεργες” επιλογές, σαν να αποστρεφόταν το κοινό. Εξαίρεση ο ρόλος στο “Αποκάλυψη τώρα!”, του Φ. Φ. Κόπολα, όπου κέρδισε τον θαυμασμό για την ολιγόλεπτη εμφάνιση του ως συνταγματάρχης Κουρτζ.

Η προσωπική του ζωή ποτέ δεν βελτιώθηκε. Προβλήματα με την οικογένεια, τα παιδιά του (κανείς δεν μπορούσε να πει πόσα είχε), με το βάρος του, με απίθανες, καταδικασμένες εν τη γενέσει τους καλλιτεχνικές επιλογές... Δεν σκεφτόταν πριν μιλήσει και προκαλούσε παρεξηγήσεις, όπως όταν σε συνέντευξη του στον Λάρι Κινγκ κατηγόρησε τους Εβραίους ότι ελέγχουν το Χόλιγουντ και δεν έχουν κοινωνική συνείδηση. Ο Μπράντο έζησε και πέθανε με το ταλέντο του, έζησε και πέθανε ψάχνοντας την αγάπη, τη γαλήνη, την απάντηση στην τέλεια ερώτηση του Θεού; “Γιατί αξίζουμε την ομορφιά του κόσμου;”.

Πηγή

-“Marlon Brando, Oscar-Winning Actor, Is Dead at 80”, New York Times