Το Mega mou και το Mega τους

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Το Mega mou και το Mega τους
Ο Χρήστος Κιούσης γράφει μερικά στιγμιότυπα ενός καναλιού, που σύντομα όπως όλα δείχνουν δε θα υπάρχει, οι άνθρωποι που το «έχτισαν» όμως, θα μπορούν να είναι περήφανοι για ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους.

Πάμε πίσω στο 1994; Μόλις έχω πάρει απόφαση κι έχω βάλει πείσμα, να μην ασχοληθώ ξανά στη ζωή μου με το κεφάλαιο Ιστορικό Αρχαιολογικό και το φθινόπωρο εκείνο περνάω την είσοδο της Σχολής Κινηματογράφου & Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου. Στο κεντρικό κτίριο της οδού Πατησίων το μόνο φωτισμένο γραφείο είναι στο βάθος του διαδρόμου, το γραφείο του ίδιου του Σταυράκου. Μιλήσαμε για λίγο, δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει για να με πείσει, το είχα ήδη πάρει απόφαση. Όταν φτάσαμε στο θέμα «επαγγελματική αποκατάσταση», ο αείμνηστος Σταυράκος ήταν κάθετα υπέρ του κινηματογράφου. «Βέβαια, αν χρειάζεσαι άμεσα μια δουλειά, τα ιδιωτικά κανάλια έχουν ευκαιρίες ακόμα, χρειάζονται κόσμο», μου είπε.

Το πρώτο μου και ίσως μοναδικό βύσμα στην καριέρα μου ήταν η οικογενειακή φίλη του αδερφού μου, η Μαρία Παπουτσάκη. Την συνάντησα στο στρατηγείο του ειδησεογραφικού τμήματος του Mega, στον 7ο όροφο των γραφείων της Σταδίου. Με σύστησε παντού ως ανιψιό της και κυρίως στον Σωκράτη τον Μιχαλόπουλο, ο οποίος συνεργαζόταν ως εξωτερικός συνεργάτης με την παραγωγή του δελτίου του καναλιού και ο οποίος έγινε ο πρώτος μου εργοδότης. Υπό οικονομικές κι εργασιακές συνθήκες τις οποίες καλύτερα να μην αναφέρω, δεν με τιμούν , ξεκίνησα ως βοηθός οπερατέρ-ηχολήπτης, για να μάθω τη δουλειά «από μέσα». Λίγο που ήμουν ξύπνιος, λίγο που ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι συνάδελφοι ήταν γενναιόδωροι, μου έδειχναν, άρχισε αυτό που κάπoιος θα ονόμαζε καριέρα στα media. Από το πρωί λοιπόν ως το βράδυ, όλη μέρα στους δρόμους για τη δουλειά και για τη Σχολή, περνούσα περισσότερο χρόνο έξω παρά στο σπίτι.

Το Mega ήταν χωρισμένο σε δυο σημεία, στο στρατηγείο της Σταδίου και στα Studio Παιανίας, όπου βρίσκονταν τα κεντρικά πλατό του καναλιού. Ο διευθυντής ειδήσεων (Λεβεντογιάννης τότε), οι anchormen και anchorwomen του καναλιού, τα βαριά χαρτιά ας πούμε, βρίσκονταν στην Παιανία κι εγώ για να σας είμαι ειλικρινής, στην Σταδίου δεν τους συνάντησα ποτέ. Εγώ συναντούσα στο ισόγειο τεχνικούς και παραγωγούς, τον Νίκο, τον Σπύρο, τον Ζαφείρη, τον Κάρλος, τον Ανέστη, τον Άρη, τον Αλέξη, τον Ντένη, τον Μάριο και συχνά πυκνά ανέβαινα (όπως κι οι άλλοι) στον 7ο , για να κάνω χαβαλέ με τα κορίτσια, τις συνομήλικές μου ρεπόρτερ της πρωινής εκπομπής, την Μαρία, την Ελένη, την Λίτσα, την Ράνια και άλλες. Φτιάχνοντας γαλλικό καφέ στο μπαράκι του διαδρόμου, παρατηρούσα του δημοσιογράφους και το τρέξιμό τους, τις μεταξύ τους σχέσεις, τις συμπεριφορές τους, τα ντυσίματά τους, από τις καουμπόικες μπότες με σπιρούνια (;) του Βίκτωρα, μέχρι τα καναρινί κουστούμια του Ζερβονικολάκη κι από τα χαϊμαλιά στα χέρια του Γιώργου του Γεωργιάδη, όταν καρφίτσωνε την αφίσα του Βαζέχα πίσω από το γραφείο του, μέχρι τα καμηλό παλτό του Θοδωρή Ρουσόπουλου.

Έπειτα χτυπούσε ξαφνικά το τηλέφωνο της reception και στο μεγάφωνο ακουγόταν το όνομά μου. «Ο Χρήστος ο Κιούσης να κατέβει στο ισόγειο». Ο Σπύρος ο Βυζικίδης που χαϊδευτικά (ελπίζω) με έβριζε ακόμα και για καλημέρα, μου φώναζε, «ε που είσαι ρε μαλάκα, πάλι στον 7ο ; Πάρε κάμερα, φεύγετε για stand up με Σαραντάκο και μετά στο Υπουργείο Οικονομικών περιμένεις την Λαμπαδίτη». Απαντούσα ο ανόητος «ξέρεις τι ώρα θα τελειώσουμε, γιατί μετά έχω και σχολή;» «Που να ξέρω ρε μαλάκα, μπορεί να κάνεις μισή βάρδια παραπάνω, άντε φύγε τώρα».

Επειδή μπορεί να νομίζετε ότι χαλιόμουν, να διευκρινίσω εδώ, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν η καθημερινή μου συναναστροφή επί πολλούς μήνες, οπότε η οικειότητα ήταν τέτοια, που το χιούμορ μας, ο χαβαλές, οι συνομιλίες μας ήταν συχνά κάφρικες, αλλά όχι παρεξηγήσιμες, Την ώρα του Δελτίου συνήθως ήμασταν πιο χαλαροί και βλέπαμε όλοι μαζί τι κάναμε, εγώ είχα και το ψώνιο να δω και το όνομά μου γραμμένο στο τηλεοπτικό καρέ, ενώ τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν. «Μπράβο Γιάννη, τόσο καμένη εικόνα κανείς άλλος δε γράφει» ή «ρε μαλάκα Ανέστη, που την ανέβασες την κοντή και φαίνεται σα δίμετρη;»

Όταν βρισκόμουν με κανέναν φίλο ή συγγενή εκτός δουλειάς, οι ερωτήσεις ήταν ξέρετε οι συνηθισμένες, πόσα βγάζεις, πόσο δουλεύεις, ποιους συναντάς και άλλα τέτοια που βαριόμουν εξαιρετικά να απαντάω. Οι μεγαλύτεροι μού έκαναν κάποια στιγμή και την καθιερωμένη ερώτηση. «Τελικά το Mega ποιανού είναι;» Ήταν για μένα η πιο αδιάφορη ερώτηση. Τους άφηνα να το συζητάνε μεταξύ τους. «Του Βαρδινογιάννη». «Του Μπόμπολα». «Του Λαμπράκη». «Του Τεγόπουλου». «Του Αλαφούζου». «Το πήραν Άραβες». Για κάθε τρανταχτό όνομα μεγαλοεπιχειρηματία ή μεγαλοδημοσιογράφου που έχετε ακούσει, υπήρχαν πάντα δεκάδες ονόματα επαγγελματιών, "γραναζιών" του Mega, πολλούς από τους οποίους είχα τη χαρά να γνωρίσω.

Ερχόμαστε με fast forward στο σήμερα, στο 2018. Διαβάζω ότι οι μέτοχοι δεν προτίθενται να καταθέσουν φάκελο για τηλεοπτική άδεια του Mega. Το κανάλι απλά από standby mode θα πάει στο off. Μη έχοντας ζήσει ποτέ τη μεταστέγασή του στην Μεσογείων, το μυαλό μου πάει στη στοά της Σταδίου, στο ισόγειο και στον 7ο. Το Mega στο δικό μου μυαλό ήταν και είναι του Σπύρου, του Νίκου, της Μαρίας, του Θάνου, της Νάταλυ και πολλών πολλών άλλων, που δυο χρόνια τώρα εργάζονταν, παρήγαγαν, έφερναν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, από τους οποίους δεν εισέπραξαν ποτέ τα δεδουλευμένα τους. Η ζωή συνεχίζεται. Εδώ συνεχίζεται, όταν χάνεις δικό σου άνθρωπο, όταν χαθεί το Mega δε θα συνεχιστεί; Δε συνεχίζεται όμως για όλους το ίδιο. Αλλιώς συνεχίζεται για τον Βαρδινογιάννη, για τον Μπόμπολα, για τους Τεγόπουλους ή τους Λαμπράκηδες κι αλλιώς για τον Γιώργο, για την Μαίρη, για τον Θάνο, για τον Δήμο και για την Ζέτα.

Σε μια εποχή που πολύ εύκολα γράφεται και ποστάρεται από κάποιους το «και τι με νοιάζει εμένα;» ή το «βρε δεν πάνε να κόψουν το λαιμό τους, να κλείσει το βοθροκάναλο», προτίμησα να γράψω δυο τρεις λέξεις για τους πρώτους μου συναδέλφους, για μερικούς παλιούς φίλους με τους οποίους έχω χαθεί καιρό τώρα, έτσι για να τους πω ένα απλό «καλή δύναμη». Τουλάχιστον εσείς χτίσατε κάτι δουλεύοντας και βάλατε κάτω από τη δουλειά σας και την υπογραφή σας. Αυτοί που ανυπόγραφα γράφουν, όσα γράφουν από τη χυδαία κρυψώνα ενός avatar, δεν έχουν τίποτα. Ούτε καν ένα Mega.

Υ.Γ. Πολλοί από τους ανθρώπους, για τους οποίους έγραψα, δεν είναι πια μαζί μας. Σας παρακαλώ από σεβασμό και μόνο σε αυτούς, όχι σε μένα, ας μη δημιουργηθεί ένα νήμα υβριστικών σχολίων κάτω από το blog. Σε όσους δεν λέει κάτι το κείμενο, απλά πηγαίνετε παρακάτω.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.