Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 80 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 80 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

«Το κορίτσι με τα μαύρα», οι διακρίσεις στις Κάννες και «η Γκρέτα Γκάρμπο της Ελλάδας»...

«Το κορίτσι με τα μαύρα» ήταν η τρίτη ταινία με την οποία ο Μιχάλης Κακογιάννης συμμετείχε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όντας ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που είχε καταφέρει το επίτευγμα αυτό σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και σε τόσο μικρή ηλικία, λίγο πάνω από τα 30. Κι αν σήμερα το επίτευγμα αυτό ακούγεται σε κάποιους ως όχι και τόσο δύσκολο, θα πρέπει να αναλογιστούν τις συνθήκες εκείνης της εποχής στην Ελλάδα, όχι μόνο σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (άθλιες κυριολεκτικά...), αλλά και σε επίπεδο υποδομών, οι οποίες ήταν εντελώς στοιχειώδεις. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι η ταινία αυτή γυρίστηκε με μία μόνο κάμερα, για να καταλάβει το μέγεθος της επιτυχίας, αλλά και το βαθμό που οι κινηματογραφιστές, οι ηθοποιοί και οι παραγωγοί της εποχής ξεπερνούσαν πολλές φορές τους εαυτούς τους, αλλά και τη λογική. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο της ταινίας ήταν η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, δύο ηθοποιοί-μύθοι, που είναι σαφές ότι είχαν μεγάλο ρόλο στη μεγάλη, διεθνή επιτυχία της ταινίας, αλλά και στην υστεροφημία της.

Η ταινία γυρίστηκε με πολύ μικρό προϋπολογισμό μέσα σε 8 μόνο εβδομάδες, στοιχείο που προσθέτει ακόμα μεγαλύτερη αξία στο τελικό αποτέλεσμα. Ο Μιχάλης Κακογιάννης και πάλι δίνει σαφή δείγματα του σπουδαίου ταλέντου του, τόσο σε επίπεδο φωτογραφίας, μοντάζ, εξωτερικών πλάνων, όσο και στη δυνατότητα να χειρίζεται ιδανικά τους ηθοποιούς και να παίρνει από αυτούς το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Όπως δείχνουν και οι διεθνείς κριτικές, τα παραπάνω στοιχεία εξέπληξαν θετικά τον κινηματογραφικό κόσμο της εποχής και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος, που «Το κορίτσι με τα μαύρα» παραμένει ακόμα και σήμερα σπουδαίο παραδείγμα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

«Η ελληνίδα Γκρέτα Γκάρμπο»

Η ταινία γυρίστηκε το 1956 αποκλειστικά στην Ύδρα, απέσπασε το Ασημένιο Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα ως η Καλύτερη Ξένη Ταινία της χρονιάς εκείνης από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Hollywood. Βέβαια, ο Κακογιάννης είχε την τύχη να έχει στα χέρια του τους Λαμπέτη και Χορν σε εξαιρετική ερμηνευτική «φόρμα», σε ιδιαίτερα ώριμες υποκριτικές στιγμές τους. Οι δυό τους, με τη μοναδική και ανεπανάληπτη εκφραστικότητα του προσώπου τους αλλά και του σώματός τους, μετέφεραν με απόλυτη φυσικότητα τις σύνθετες εναλλαγές του σεναρίου. Διαβάζουμε στο Cine Hellas: «Ο Χορν με τον ιδιαίτερο τρόπο που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, με κατάφαση που κρύβει αμφιβολία, άψογα αποδίδει έναν χαρακτήρα που αναζητά τον εαυτό του με δισταγμό αλλά που τελικά ωριμάζει μέσα από την αγάπη και την τραχύτητα της επαρχίας. Η Ελλη Λαμπέτη, με διεισδυτικότητα μεταμορφώνεται από την θλιμμένη γυναίκα που απαντά (σε διάλογο με τον Παύλο για την χαρά της αγάπης), “Μας έχει ρημάξει η ντροπή, το μίσος, ο θάνατος”, στη δυναμική και παθιασμένη γυναίκα που φωνάζει “Γιατί δεν είναι ντροπή ν’ άγαπάει κανείς. Ντροπή είναι να λέει ψέμματα και να φοβάται”».

Ειδικά για την εκπληκτική ερμηνεία της Λαμπέτη είχε γραφτεί στην εφημερίδα Evening Standard της 29ης Νοεμβρίου του 1956 το εξής: «Η ‘Ελλη Λαμπέτη είναι η Ελληνίδα Γκρέτα Γκάρμπο, με το πρόσωπο μιας επαναστατικής Μαντόνας που δίνει μια ερμηνεία, που από ζεστό μάρμαρο λιώνει και γίνεται ακτινοβόλα ζωή». Μάλιστα, «Το κορίτσι με τα μαύρα» στάθηκε αφορμή ώστε η Λαμπέτη να γνωρίσει το δεύτερο σύζυγο της, Frederic Wakeman, ο οποίος είχε δει την ταινία στο Λονδίνο και ήρθε στην Ελλάδα αποκλειστικά να την γνωρίσει ενθουσιασμένος από την ερμηνεία της.

Η τραγική κατάληξη μιας «φάρσας»..

Ας δούμε όμως ποια ήταν η υπόθεση της ταινίας: Δυό εύποροι αθηναίοι, ένας συγγραφέας κι ένας αρχιτέκτονας, ο Παύλος (Δημήτρης Χορν) κι ο Αντώνης (Νότης Περιγιάλης), επισκέπτονται την Ύδρα και νοικιάζουν δωμάτια σε ένα μεγάλο και παραμελημένο σπίτι μιας χήρας, της Φρόσως (Ελένη Ζαφειρίου), που έχει δύο παιδιά. Η ερωτική σχέση της Φρόσως με κάποιον ντόπιο δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά της, τη Μαρίνα (Έλλη Λαμπέτη) και τον Μήτσο (Ανέστης Βλάχος) που ντρέπονται για την κατάντια της μητέρας τους. Ο Παύλος αναπτύσσει μια ρομαντική σχέση με τη Μαρίνα και προκαλεί την οργή του Μήτσου, αλλά και τον φθόνο κάποιων ντόπιων, μεταξύ των οποίων είναι και ο Χρήστος (Γιώργος Φούντας), ο οποίος φλερτάρει τη Μαρίνα, χωρίς καμιά ανταπόκριση από τη μεριά της. Η σχέση Παύλου και Μαρίνας δημιουργεί κάποιες προστριβές ανάμεσα στους δύο φίλους κι ο Αντώνης επιστρέφει στην Αθήνα. Μια κακόβουλη φάρσα που σκαρώνουν στον Παύλο, ο Χρήστος με την παρέα του – έχουν αφαιρέσει τον πίρο από μια βάρκα με την οποία επρόκειτο να πάει βαρκάδα–, οδηγεί σε τραγωδία με θύματα αθώα παιδάκια, τα οποία ο ίδιος τα είχε πάρει μαζί του στη βάρκα για να τα πάει βόλτα, μη γνωρίζοντας βέβαια το βρώμικο παιχνίδι που του είχαν παίξει οι ντόπιοι. Με το κλίμα ιδιαίτερα βαρύ μετά απ’ αυτό το τραγικό περιστατικό, κάθε διέξοδος για τον έρωτα μεταξύ των δύο νέων μοιάζει απόλυτη ματαιότης. Μοναδικές οι σκηνές αλλοφροσύνης των μανάδων που αναζητούν τα παιδιά τους που πνίγηκαν, αλλά και η απόγνωση στα πρόσωπα των ντόπιων που σκάρωσαν αυτό το φρικτό παιχνίδι στον Παύλο, όταν συνειδητοποιούν ότι αυτό το παιγνίδι τους οδήγησε στο θάνατο αθώες παιδικές ψυχές.

Κατηγορίες περί...ρατσισμού...

Βλέποντας κάποιος με μια μάλλον επιφανειακή ματιά την υπόθεση, είναι λογικό να υποθέσει ότι ο Κακογιάννης επιλέγει ηθελημένα την παρουσίαση των νησιωτών ως τους κακούς της υπόθεσης και των Αθηναίων στο ρόλο των καλών. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού, μερίδα του Τύπου κατηγόρησε εκείνη την εποχή τον Κακογιάννη για ρατσιστικές τάσεις, παρόλο που η στάση αυτή του σκηνοθέτη ήταν καθαρά παραβολική.
Διαβάζουμε στις κριτικές: «Η ταινία “Το Κορίτσι Με Τα Μαύρα”, σφραγίζει με την πρωτοπορία της τον ελληνικό κινηματογράφο μετά τον Εμφύλιο και προσφέρει εναλλακτικές τόσο στην τεχνική, όσο και στη σκηνοθεσία που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Η φημισμένη σκηνή της διάσωσης των παιδιών από τη βάρκα που βουλιάζει, καθώς και η κηδεία που επακολουθεί αποτελούν τραγικές ειρωνίες διδαγμένες από την ελληνική αρχαιότητα, ενώ η λιτότητα που τις χαρακτηρίζει παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Έντονα επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Κακογιάννης φιλτράρει την ελληνική ιδιοσυγκρασία και παράδοση και δίνει ένα χαρούμενο τέλος, αλλά διακριτικό, με ρεαλισμό και χωρίς υπερβολές».

Andre Bazin: «Γνήσια κορυφαία, σύγχρονη ελληνική τραγωδία»

Η ταινία είναι γεμάτη συμβολισμούς και είναι αυτό ένα από τα στοιχεία που δίνει άλλη αξία σε αυτή: Ένα πλοίο σημαίνει αναχώρηση, δίνει το σύνθημα στους ήρωες να αλλάξουν πορεία. Η θάλασσα καθαρή και απέραντη, αποτελεί για τους ήρωες το μέσο διαφυγής από τη μιζέρια, υπόσχεται τη ξενοιασιά αλλά και τον κίνδυνο. Ένα χαρούμενο νησιώτικο τραγούδι προδίδει την τοποθεσία με μια γνήσια παραδοσιακή διάθεση.

Ο Andre Bazin, κορυφαίος γάλλος κριτικός και θεωρητικός του κινηματογράφου εκείνης της εποχής, για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης του σημαντικού γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema, είχα χαρακτηρίσει «Το κορίτσι με τα μαύρα» ως “γνήσια κορυφαία, σύγχρονη ελληνική τραγωδία”. Στο εξωτερικό η ταινία προβλήθηκε με τους τίτλους «A girl in blank» και «La fille en noir».Η υπόθεση ήταν καθρέφτης της ιδιοσυγκρασίας και των στερεοτύπων της εποχής, ιδίως στην επαρχία που οι κοινωνίες ήταν κλειστές (π.χ. η χήρα που δεν επιτρέπεται να ξαναπαντρευτεί, το κουτσομπολιό κ.λπ.). Η ταινία έκανε πρεμιέρα πρώτα στο εξωτερικό, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1957, στη Νέα Υόρκη. Ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε γράψει και το σενάριο, ενώ η εξαιρετική μουσική ήταν του Αργύρη Κουνάδη. Στα ατού της ταινίας δε, είναι και η σπουδαία φωτογραφία του Γουόλτερ Λασάλι. Εκτός από τους προαναφερθέντες, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Στέφανος Στρατηγός, Νίκος Φέρμας, Θανάσης Βέγγος (ο οποίος εκτός απο τον χωροφύλακα που υποδύεται, είναι και...φροντιστής της ταινίας!) κ.α. Η παραγωγή ήταν της Ερμής Φίλμ. Εν κατακλείδι, η ταινία προσεγγίζει την μεταεμφυλιακή ελληνική κοινωνία, σε μια περίοδο που οι ταξικές διαφορές επαναπροσδιορίζονταν. Ο Κακογιάννης αντιπαραβάλλει την αστική –αθηναϊκή κυρίως- ζωή με αυτήν στην επαρχία και αγγίζει ζητήματα αξιοπρέπειας, τιμής, ευθύνης και κοινωνικών στερεοτύπων. Εξαιρετικά τα πλάνα απο το λιμάνι του Πειραιά και τον Πόρο, στην αρχή της ταινίας, που αποδίδουν με έξοχο τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής, με μια μοναδικά νοσταλγική διάθεση.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία