Δεύτερο «Οσκαρ» στον Ρομπέρτο, ούτε υποψήφιος ο Μήτρογλου
Ετυχε να λειτουργήσει κάπως σαν «συστατική επιστολή», κάτι σαν «χαίρω πολύ» στην πρώτη μου επαφή με την Gazzetta, η «θέση» μου εκείνη: Πως σε εκείνο τον αγώνα του Ολυμπιακού με την Αντερλεχτ, το «Οσκαρ» θα το έδινα στον Ρομπέρτο κι όχι στο φαβορί, το για πολλούς αδιαφιλονίκητο, τον Κώστα Μήτρογλου. Με όλο τον σεβασμό και την απεριόριστη εκτίμηση προς το πρόσωπο του για τη συνεισφορά του στον Ολυμπιακό και τις αδιαμφισβήτητες, τεράστιες ικανότητες του.
Στο παιχνίδι με την Μπενφίκα, απλώς διαπίστωσα πως η θητεία μου στην Ακαδημία των Οσκαρ και τα 21 χρόνια που έζησα εκεί μέσα στα «κατάβαθα», κάτι μου άφησαν, κάτι μου δίδαξαν. Στο παιχνίδι αυτό, όχι απλώς δεν είχε πάει χαμένο το «Οσκαρ» που είχα απονείμει στον Ρομπέρτο αλλά αυτή τη φορά, σε σύντομο διάστημα, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού κατακτούσε , πανηγυρικά κι ομόφωνα αυτή τη φορά, το δεύτερο του «Οσκαρ» ενώ ο Κώστας Μήτρογλου δεν έμπαινε καν υποψήφιος.
Κι αυτό, επειδή ο Μήτρογλου αυτή τη φορά δεν είχε «ρόλο». Από τη στιγμή που η ομάδα για λόγους που δεν θα κρίνω εγώ, επέλεξε να παίξει αμυντικά, πάσες δεν έρχονταν στα πόδια του. Ο Μήτρογλου ήταν στη θέση του, όμως, ο ρόλος δεν είχε γραφτεί. Πώς να διακριθείς, εσύ ένας γκολτζής, όταν οι συμπαίκτες σου δεν σου στέλνουν ποτέ την μπάλα;
Αντίθετα, ο Ρομπέρτο ήταν αυτός που είχε αναλάβει το μεγάλο ρόλο, του Σωτήρα Παντοδύναμου, ως τερματοφύλακας, αφού η ομάδα ή ο προπονητής, είχε επιλέξει την άμυνα.
Κι εφόσον η ιστορία του ποδοσφαίρου γράφεται μόνο με τα γκόλ κι όχι με ένα σύνολο αποδόσεων, σαν τον διμηνιαίο έλεγχο του σχολείου που βγάζει το μέσο όρο και δείχνει αν θα προβιβαστείς και με τι βαθμό, όσο σημασία έχει να βάλεις γκόλ άλλη τόση έχει να μη φας. Και το να μη φας, γίνεται πιο καίρια ανάγκη σε μερικές περιπτώσεις κι από το να βάλεις.
Αυτή ήταν η φιλοσοφία του ρόλου που έχει αναλάβει ο Ρομπέρτο σε μια φάση που η ομάδα νοικοκυρεύεται και σοβαρεύει αλλά που ακόμα θέλει δουλειά. Κοίτα να μη φας το γκόλ και στο μεταξύ, αν σου κάτσει η αντεπίθεση, χώνεις κι ένα και προκρίνεσαι.
Αυτό είναι το λεγόμενο star performance. Αυτό, όπου ένας θαυμάζεται και διακρίνεται, μαγνητίζει και μαγεύει το κοινό, μέσα από μια θέση, από ένα τύπο που έχει διαμορφώσει, που έχει πλάσει και που μέσα από αυτό τον τύπο, εξελίσσεται κι ο ίδιος, αποκτά τεχνική, κάνει βιρτουοζιτέ, αλλά πρέπει να έχει και «ρόλο» ώστε όλη αυτή η εξέλιξη κι η ωρίμανση να φανούν. Κι ο Κώστας Μήτρογλου είναι star και κάνει star performance αλλά ισχύει κι αυτό που είπε η Ελίζαμπεθ Τέιλορ «όταν ήταν ο σκηνοθέτης καλός, ήμουν κι εγώ καλή. Κι όταν δεν ήταν , δεν ήμουν κι εγώ». Στην περίπτωση του Μήτρογλου, ο σκηνοθέτης, αν υποθέσουμε πως ήταν ο προπονητής που επέλεξε την αμυντική λειτουργία, δεν του άφησε περιθώρια κι οι συμπαίκτες που δεν ήταν καλοί επιθετικά, αν θεωρήσουμε πως ο σκηνοθέτης ήταν αυτοί, σταματούσαν πριν από το σημείο που θα έκανε την grande εμφάνιση. Στην περίπτωση του Ρομπέρτο, κι εκεί οι συμπαίκτες μπορεί να μην ήταν τόσο καλοί, να τον άφησαν ακάλυπτο αρκετές φορές. Αυτός, όμως, ήταν εκεί. Εξού και το δεύτερο «Οσκαρ»
Μιλάμε για star performance, ακριβώς όπως και στο σινεμά. Οι σταρ της οθόνης κρίνονται με το ειδικό αυτό κριτήριο. Είναι λάθος, που ξεκινά από άγνοια, να κρίνεις την ερμηνεία ενός κινηματογραφικού αστέρα με κανόνες Old Vic Λονδίνου και Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Το ίδιο λάθος είναι και στο ποδόσφαιρο όπου υπάρχουν παίκτες, όπως στους θιάσους και στα κινηματογραφικά casting οι ρολίστες ηθοποιοί, που χωρίς αυτούς ούτε θίασος σχηματίζεται ούτε ο σταρ αναδεικνύεται εξού και τους λένε στην αγγλική ορολογία supporting (υποστηρικτικούς). Τέτοιο παράδειγμα στον Ολυμπιακό από τους καινούργιους είναι ο Σάμαρης. Δεν «φαίνεται» αλλά την δουλίτσα την κάνει. Κι ο Μανωλάς, που έβαλε και το γκολάκι, ω του σύμπαντος, για να αποδειχθεί θαρρείς πως αφού παίζαμε αμυντικά, αμυντικός θα έβαζε το γκόλ, σε μια σκηνή παραζάλης
Και στο σινεμά, αυτή την εβδομάδα οι δύο ταινίες που πολυδιαφημίζονται, με το star performance έχουν να κάνουν. Το «Όλα χάθηκαν» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το «Gravity» με την Σάντρα Μπούλοκ.
Και οι δύο ταινίες είναι βασισμένες πάνω στον σταρ. Ο οποίος καλείται να ξεδιπλώσει την προσωπικότητα του, το image, την εικόνα του ντε, μέσα από ένα ρόλο, μέσα από ένα χαρακτήρα, όπου αυτό το οποίο θα παρατηρεί βασικά το κοινό, είναι η εξέλιξη κι η ωρίμανση του σταρ μέσα από αυτό το ρόλο. Το καταλαβαίνουμε αυτό; Νομίζω πως αν διατυπωθεί δεν είναι δύσκολο ως έννοια. Είναι εντελώς άλλο πράγμα αυτό που θα κοιτούσαμε αν στις δύο αυτές ταινίες έπαιζαν φερειπείν αντί του Ρέντφορντ ένας άγνωστος Ρώσσος του θεάτρου που μπαίνει μέσα στους ρόλους που ερμηνεύει κι η δική του προσωπικότητα «χάνεται» ή αν αντί της Μπούλοκ είχαμε καμμιά Εγγλέζα από εκείνες του Old Vic με την κρυστάλλινη απαγγελία , που κατακτούν με την τεχνική της σωστής αναπνοής και της ευδιάκριτης άρθρωσης όπου δεν χάνονται όχι συλλαβές αλλά ούτε φθόγγοι.
Μάλιστα. Θα μπορούσε όμως αυτός ο Ρώσσος του θέατρου που χάνεται μέσα στους ρόλους και θυσιάζει την προσωπικότητα του σε αυτούς, να σηκώσει στους ώμους του μια ταινία, στην οποία επί δίωρο θα τον βλέπουμε σε ένα πλεούμενο, καταμεσίς του ωκεανού, να επιχειρεί να επιβιώσει; Χωρίς να μιλά καθόλου; Αφού δεν έχει κείμενο η ταινία μια και βλέπουμε μόνο έναν άνθρωπο , τον εν δυνάμει ναυαγό;
Θα μπορούσε εκείνη η Εγγλέζα της πεντακάθαρης άρθρωσης, να είναι ολομόναχη στην ταινία, εκτοξευμένη στο Διάστημα, μέσα σε ένα σκάφανδρο κι η εξυπνάδα του σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν, ή του Τζορτζ Κλούνει που είναι γεννημένος παραγωγός, να βάλει τον τελευταίο σε δύο σκηνές ώστε να σπάει η μονοτονία και μετά να συνεχίζει μόνη εκεί πάνω να παλεύει με τους νόμους της βαρύτητας;
Οχι, δεν θα μπορούσαν. Διότι χρειάζονται άλλα προσόντα κι ένα από αυτά που είναι κι από τα βασικότερα , είναι το εκτόπισμα. Οποιος έχει εκτόπισμα, γίνεται αμέσως σταρ- αναπόφευκτο.
Στο εκτόπισμα του καθενός βασίζονται οι δύο αυτές ταινίες.
Ποιος κάνει το καλύτερο star performance από τους δύο με βάση τα παραπάνω; Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη και το ρόλο. Ωστε να δούμε ποιος είναι ο «Ρομπέρτο» και ποιος ο «Μήτρογλου».
Η διαφορά του σινεμά από το ποδόσφαιρο είναι πως στο σινεμά η ιστορία δεν γράφεται με γκόλ αλλά με συνολικές επιδόσεις. Οπότε, αρχίζει η βαθμολόγηση. Και συνδυάζονται κανόνες και υποκειμενικότητες.
Στη δική μου βαθμολόγηση το πάει καλύτερα η Μπούλοκ. Εχει συναισθήματα να επιδείξει ως Μπούλοκ, έχει να μας πεί την ιστορία της ηρωίδας της, έχει να μας δείξει ότι βρήκε πιο ώριμους τρόπους να εκφράζει στο φακό δυσάρεστα κι ευχάριστα αισθήματα και δεν έχει σταθμεύσει στα ίδια. Αυτό είναι το star performance.
Στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ θα ήμουν πιο αυστηρός, θα ξεκίναγα από το γεγονός ότι σε όλο το έργο τον βλέπω σε ένα σκάφος που έχει ψιλομπατάρει, να βγάζει τα νερά, να ετοιμάζει φαγητό, να πέφτει για ύπνο, να σηκώνεται την άλλη μέρα και να είναι ακόμα εκεί, να ρίχνει φωτοβολίδες μπας και τον δουν ενώ από την αρχή δεν μου έχει δώσει κανένα δείγμα του ποιος είναι, αν τον περιμένουν κάποιοι, τι ακριβώς συνέβαινε στη ζωή του (ενώ στης Μπούλοκ το αντίστοιχο τα έχουμε μάθει όλα, άρα έχουμε χαρακτήρα πλήρη) και προσωπικά με ξενερώνει και το τέλος αλλά ποτέ δεν θα το αποκάλυπτα σεβόμενος τον αναγνώστη- θεατή. Αν κι έτσι δυσκολεύομαι να δώσω πληρέστερη εξήγηση, αλλά… χαλάλι
Όμως, ποιος λέει ότι κι οι άλλοι βαθμολογητές θα ξεκινήσουν από το δικό μου σημείο κι όχι από ένα άλλο που θα είναι πολύ θετικό για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ;
Αφού εδώ δεν υπάρχει γκολ για να ησυχάσουμε μια και καλή.
