Για ποια φανέλα, ρε γαμώτο;

Miltos+
Για ποια φανέλα, ρε γαμώτο;
Πολλοί παραξενεύτηκαν με την αντίδραση των παικτών της Αθλέτικ Μπιλμπάο μετά την ήττα από την Ατλέτικο Μαδρίτης στον τελικό του Βουκουρεστίου. Πολύ κλάμα...

Δικαιολογεί τόση απογοήτευση μια ήττα, έστω σε έναν τελικό; Είναι τόσο σημαντικό ένα χαμένο Κύπελλο; Σαν να έχασαν δικό τους άνθρωπο, ξαφνικά, σε τροχαίο, αντέδρασαν τα περισσότερα παιδιά. Σαν να έχασαν τα πάντα, μια ζωή ολόκληρη σε λίγα λεπτά, σε μια στραβοκλοτσιά, σε ένα γύρισμα της τύχης.

Οι παίκτες της Αθλέτικ έκλαιγαν για τη ...φανέλα. Γιατί έπαιζαν και παίζουν για τη φανέλα. Όχι με την έννοια που έχουμε συνηθίσει να λέμε στην Ελλάδα. Όχι όπως λέγαμε παλιά, στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, για τους παίκτες που έπαιζαν αμισθί ή σχεδόν αμισθί για τους συλλόγους τους, καθώς η Μπιλμπάο είναι -μεταξύ άλλων- ένα σωματείο αμειβομένων ποδοσφαιριστών.

Κι όμως, οι παίκτες της Αθλέτικ παίζουν για τη φανέλα, επειδή αυτή φανέλα εκπροσωπεί πολλά περισσότερα από ένα αθλητικό σωματείο. Αν το περίφημο «μες κε ουν κλαμπ» που συνοδεύει την Μπαρτσελόνα περιγράφει την ιδιαιτερότητα του καμαριού της Καταλονίας ως «κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος», το καμάρι του Μπιλμπάο είναι «όλα τα άλλα και μια ομάδα ...όχημα». Το προωθητικό μέσο που επιμένει να γνωρίζει στον υπόλοιπο κόσμο τη Βασκονία, τη χώρα των Βάσκων, ένα χωριό Γαλατών που αρνούνται να υποταχθούν στον Καίσαρα, έναν λαό σύγχρονων Αστερίξ.

Η Αθλέτικ Μπιλμπάο είναι ...η Εθνική της Βασκονίας. Χωρίς προσμίξεις, μόνο με Βάσκους στο ρόστερ της (ούτε από το διπλανό χωριό δεν ψωνίζουν, που λέει ο λόγος), παιδιά μεγαλωμένα με τις αρχές ενός λαού που αντιστάθηκε στη δικτατορία του Φράνκο και δεν αποδέχθηκε ποτέ το κράτος της Καστίλης, παιδιά μεγαλωμένα με όνειρο να φορέσουν την φανέλα της Αθλέτικ και να τιμήσουν μέσω αυτής την ...πατρίδα! Τη δική τους πατρίδα κι όχι την Ισπανία.

Έχασαν, έκλαψαν. Πικρά, με μαύρο δάκρυ, με λυγμούς. Αν κέρδιζαν, θα είχαν εθνική γιορτή. Πάλι θα έκλαιγαν, αλλά από χαρά, «για τη Βασκονία, ρε γαμώτο», για να δανειστώ την κλασική ατάκα της -παλιάς, καλής- Βούλας Πατουλίδου, που πλέον προκαλεί το λιγότερο νοσταλγία (για μια άλλη, πιο υπερήφανη Ελλάδα), αν όχι απογοήτευση και θλίψη...

Εκεί ήθελα να καταλήξω από την αρχή. Σε αυτήν ακριβώς τη σύγκριση. Στα παιδάκια που έκλαιγαν για τις αξίες και τα ιδανικά που διδάχτηκαν και εμπέδωσαν, για μια φανέλα που εκπροσωπεί μια πατρίδα περήφανη, έστω κι αν αυτή δεν αποτελεί διεθνώς «αναγνωρισμένο» κράτος. Στα παιδάκια που δεν ντράπηκαν να τα ...μπήξουν μέσα στις οθόνες εκατομμυρίων σπιτιών του πλανήτη.

Τη στιγμή που εμείς ντρεπόμαστε για τα χάλια μας, κοιτάζουμε αδιάφορα τρύπιες σημαίες ενός κράτους που δεν ...αναγνωρίζεται πια και δεν ξέρουμε για ποιον και για τι να κλάψουμε ή να γελάσουμε. «Για ποια Ελλάδα, ρε γαμώτο;», που αναρωτιόταν -προφητικά- πριν από μερικά χρόνια η Αφροδίτη Μάνου.

Μέχρι να βρούμε φανέλα ή ...μαντίλι να κλάψουμε, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...