Ο αυτόπτης (pic)

Ο αυτόπτης (pic)

bet365

Τι κάνεις όταν βλέπεις το μοιραίο; Τι κάνεις όταν κάποιος αποφασίζει να “αποδράσει” για πάντα; Σιωπάς ή αντιστέκεσαι στη μοίρα;

Το χε η μοίρα του. Δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση. Η τύχη ήταν μαζί του. Δεν ήξερε όμως αν ήταν καλή ή κακή. Λες και τον προόριζε μια ανώτερη δύναμη γι’ αυτό. Στον εαυτό του είχε δώσει το μεσαίο όνομα ο αυτόπτης. Όποτε έβγαινε έξω κάτι θα γινόταν. Μικρό, μεγάλο, ακίνδυνο, επικίνδυνο, σίγουρα κάτι θα γινόταν. Δύο άνθρωποι θα φιλονικούσαν. Μια γλάστρα θα έπεφτε από το μπαλκόνι. Κάποιος θα πατούσε μπανανόφλουδα και θα γλιστρούσε. Η αστυνομία θα κυνηγούσε κάποιον μπροστά στα μάτια του. Κάποιος θα λιποθυμούσε . Ό,τι κι αν συνέβαινε ένιωθε αμηχανία, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και ο φόβος –άγνωστο γιατί- υπερτερούσε. Δεν καθόταν ποτέ στο σημείο του συμβάντος. Απομακρυνόταν και προχωρούσε δίχως να σκέφτεται αυτό που προηγήθηκε. Τις περισσότερες φορές δεν μάθαινε τι ακολούθησε και όταν μάθαινε ανακουφιζόταν. Οι άνθρωποι που τσακώθηκαν τα βρήκαν. Η γλάστρα δεν χτύπησε περαστικό. Αυτός που πάτησε την μπανανόφλουδα δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Το κυνηγητό της αστυνομίας θα κατέληγε σε σύλληψη χωρίς προβλήματα. Αυτός που θα λιποθυμούσε θα έβρισκε κάποιον να τον πάει σε φαρμακείο ή νοσοκομείο. Για τον ίδιος όμως το ερώτημα παρέμενε: καλή ή κακή τύχη να σαι αυτόπτης; Την απάντηση την έδωσε ένα ηλιόλουστο, σαββατιάτικο, πρωινό.

Ζούσε σε ένα δυάρι στα Εξάρχεια. Κληρονομιά από τον παππού του τον Κοσμά. Τον θυμόταν καλά τον παππού του και τον συμπαθούσε. Χάρηκε που πήρε το όνομα του. Συζούσε με την κοπέλα του εδώ και δυο χρόνια και έκαναν σχέδια για γάμο. Η συνήθεια του περπατήματος άρεσε και στους δυο. Εκείνο το Σάββατο όλα ήταν πανέμορφα, ακόμη και στο κέντρο της πόλης. Οι αχτίνες του ήλιου τρύπωναν κάτω από την κουρτίνα και “καθάριζαν” το πάτωμα. Σαν καθρέφτης που ξεχειλίζει φως και λάμψη το παρκέ. Το σκοτάδι βαφόταν λευκόχρυσο και οι αχτίνες χάιδευαν τα πρόσωπα στο κρεβάτι. Η καλή ενέργεια τους έκανε να χαμογελάσουν. Αφού και πλύθηκαν και έφαγαν πρωινό ξεκίνησαν. Όσα καφέ λειτουργούσαν μόλις είχαν ανοίξει. Η δροσιά του πρωινού δεν είχε χαθεί. Μάλιστα, ένα ελαφρύ αεράκι τους συνόδευσε ως την αρχή της Πανεπιστημίου. Είχαν αποφασίσει ότι θα την ανέβαιναν μέχρι το Σύνταγμα. Έμειναν στην αριστερή πλευρά. Το μεγάλο πεζοδρόμιο και ο λιγοστός κόσμος τους έδιναν την ευκαιρία να παρατηρήσουν το αστικό τοπίο. Ο Κοσμάς ευχόταν να μη γίνει αυτόπτης. Της είχε μιλήσει γι’ αυτό και εκείνη του έλεγε να μένει μόνο στο κομμάτι της τύχης. Τι σημασία είχε αν ήταν καλή ή κακή; Εξάλλου, δεν είχε πάθει ποτέ τίποτα. Συμφώνησε, αλλά ακόμη δεν ένιωθε άνετα με τον ρόλο του αυτόπτη. Πήραν καφέ και έμειναν λίγο στο αγαπημένο τους σημείο, την είσοδο της Ακαδημίας Αθηνών. Δεν είχε συμβεί τίποτα και σε λίγο έφταναν στο Σύνταγμα.

Πρώτα είδαν τα “λουλουδάδικα” κλειστά. Κρίμα, σκέφτηκε, θα της αγόραζα ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα που της αρέσουν. Σταμάτησαν στον “Άγνωστο Στρατιώτη” και περίμεναν την αλλαγή της φρουράς. Τους άρεσε το τελετουργικό, οι στολές, το δέος του χώρου. Θέλησαν να περάσουν απέναντι και να πάνε κάτω, στην πλατεία Συντάγματος. Τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο απέναντι πεζοδρόμιο άκουσαν ξερό, μεταλλικό, ήχο. Γύρισαν το κεφάλι και είδαν αναβάτη μηχανής πεσμένο στο οδόστρωμα. Λίγα μέτρα πιο κάτω, μαύρο αυτοκίνητο έστριβε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ο τροχονόμος στην είσοδο της Βουλής διακόπτει την κυκλοφορία. Σε λίγο φτάνει ασθενοφόρο, περιπολικό, μαζεύεται κόσμος… Πιάνει το χέρι της κοπέλας του και κατεβαίνουν τα σκαλιά. Δεν είχαν δει τι έγινε. Μόνο άκουσαν. Ευτυχώς δεν έγινα πάλι αυτόπτης, σκεφτόταν. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και για λίγο δεν μιλούσαν. Κοιτούσαν την πλατεία και άκουγαν τον θόρυβο από πάνω. Την ώρα που η ματιά του έπεφτε στο σιντριβάνι γινόταν και πάλι αυτόπτης μάρτυρας. Σε αυτό καθόταν άντρας, κοντά στο 60, κρατώντας ένα κομμάτι χαρτί. Το βλέμμα του μία στο χαρτί και μία στο έδαφος. Την ώρα που άφησε το χαρτί και έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού, άκουσε: μην το κάνεις! Όχι! Ό,τι κι αν έχεις, σε παρακαλώ μην το κάνεις. Από τον δρόμο, πάνω από την πλατεία, κάποιος φώναζε: “τα είδα όλα ρε! Τα είδα όλα! Το παιδί πέρασε με πράσινο…”.

 

Τελευταία Νέα