Το χιόνι (pic)

Το χιόνι (pic)

bet365

Το λευκό που πέφτει από τον ουρανό και καθαρίζει τις ψυχές, δίνει χαρά σε μικρούς και μεγάλους. Θάβει όμως και τις πικρές αναμνήσεις…

“Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνει…”, ψιθύρισε όταν είδε το απαλό λευκό πάνω στο σίδερο. Τα Χριστούγεννα ήταν η αγαπημένη του εποχή του χρόνου και το χιόνι παιδικό απωθημένο. Παιδί όμως δεν πήρε ποτέ αυτό που ήθελε. Μεγαλωμένος στο κέντρο της πόλης ήταν αδύνατον να δει λευκά Χριστούγεννα. Τον παρηγορούσε ο γλυκός, μυσταγωγικός, ήχος της καμπάνας. Η εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνα βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι του. Κάθε Κυριακή οι γείτονες παραπονούνταν για το απότομο ξύπνημα της καμπάνας που καλούσε τους πιστούς στη θεία λειτουργία. Αυτόν δεν τον ένοιαζε. Σηκωνόταν αμέσως και πήγαινε στο παράθυρο. Αν είχε καλό, ζεστό καιρό, άνοιγε το παράθυρο και άκουγε τον καθαρό, κρυστάλλινο ήχο. Αν έκανε κρύο, έβαζε την καρέκλα κοντά στο τζάμι και άκουγε τον ήχο από μακριά. Τον ηρεμούσε, γαλήνευε η ψυχή του και θεωρούσε ότι ήταν τρόπος ομιλίας με τον Θεό. Το χιόνι, πέρα από την παιδική χαρά, το ένιωθε ως τη γλυκιά ανταπόδοση απ’ Αυτόν και ζήλευε όταν μάθαινε για το πόσο έριξε σε ορεινά χωριά, περιοχές, όταν το έβλεπε σε ταινίες, τηλεοπτικές σειρές… Μια φορά οι γονείς του ήθελαν να τον πάνε στην Πάρνηθα να παίξει με το χιόνι, όμως το αυτοκίνητο, λόγω πάγου, βγήκε από την πορεία και έπεσε στο προστατευτικό κιγκλίδωμα. Έκτοτε, δεν προέκυψε άλλη ευκαιρία. Τώρα, όμως, ήταν Κυριακή και είχε χιονίσει.

Ο ήχος της καμπάνας τον ξύπνησε και όταν τράβηξε την κουρτίνα κοίταξε αμέσως τον ουρανό. Το απαλό ροζ που κυριαρχούσε έκανε τις νιφάδες να φαντάζουν διαφορετικές στα μάτια του. Σαν κουφέτα από παραμύθι που δεν τελείωσε. Οι γονείς του είχαν φύγει εδώ και χρόνια για το χωριό. Ο αδερφός του ζούσε με τη γυναίκα του στο νησί και αυτός είχε κρατήσει το πατρικό. Ενθουσιασμένος ήπιε στα γρήγορα τον καφέ του και ντύθηκε καλά για να βγει έξω στον δρόμο. Ανυπομονούσε να παίξει με το χιόνι, να μπει στον περίβολο της εκκλησίας και να δει από κοντά το χιονισμένο καμπαναριό. Δεν ήταν ο μόνος που βγήκε έξω. Παιδιά με τους γονείς τους είχαν γεμίσει τον άσπρο δρόμο. Οι ενήλικοι κρατούσαν αποστάσεις, τα παιδιά όχι. Χαμογέλασε πλατιά μέσα από την μάσκα. Πήρε χιόνι στα χέρια του και το πέταξε στον ουρανό. Άφηνε με χαρά τις πατημασιές στο λευκό τοπίο. Κάποιοι από τους γονείς ήταν πρώην συμμαθητές και παρασύρθηκαν από τη χαρά του. Έπαιξαν, γέλασαν… Λίγο πριν επιστρέψει σπίτι μπήκε στην εκκλησία. Η καμπάνα χτύπησε και το χιόνι ακολούθησε τον ήχο. Ήταν πανέμορφο! Βγαίνοντας από την εκκλησία το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο της απέναντι μονοκατοικίας. Η ματιά του διασταυρώθηκε με αυτή πίσω από το τζάμι. Η άλλη ματιά ήταν δακρυσμένη. Έκλεισε απότομα την κουρτίνα. Η καμπάνα δεν ξαναχτύπησε εκείνη τη μέρα.

Οι μέρες πέρασαν, το χιόνι έλιωσε, ήλιος λαμπρός, καθαρός, βγήκε και ο ουρανός ήταν εκτυφλωτικά γαλάζιος. Κάθε φορά που περνούσε από τη μονοκατοικία στεκόταν για λίγο. Κοιτούσε προς το παράθυρο, αλλά η κουρτίνα ήταν πάντα κλειστή. Την Κυριακή που έβγαινε για να πάρει εφημερίδα και τσιγάρα από το ψιλικατζίδικο η κουρτίνα πάλι κλειστή. Επιστρέφοντας όμως είδε την πόρτα να ανοίγει και μια μεσήλικη κυρία να στέκεται με ένα σάκο απορριμμάτων στα χέρια. Πάγωσαν. Δεν της είπε καλημέρα. Μια ερώτηση της έκανε μόνο. Γιατί την ημέρα που ήταν όλα χιονισμένα ήσασταν δακρυσμένη; Η γυναίκα δεν απάντησε αμέσως. Φορούσε σομόν ρόμπα, κάπως βρώμικη, γκρι παντόφλες, γκρι παντελόνι πιτζάμας και κόκκινη μακρυμάνικη μπλούζα με μια μαύρη καρδιά στη μέση. Πέθανε ο χιονάνθρωπος μου, γι’ αυτό και πήγε στον κάδο σκουπιδιών. Δεν κατάλαβε την απάντηση, όμως είδε ότι έξω από τον κάδο κάτι είχε πέσει. Πλησίασε και είδε ότι ήταν φωτογραφία. Ένα πανέμορφο χάσκι απεικονιζόταν και από πίσω είχε λεζάντα: ο αγαπημένος μου χιονάνθρωπος. Κατάλαβε. Πήρε τη φωτογραφία μαζί του. Η καμπάνα ήχησε και μια πολύ μικρή ποσότητα χιονιού “ξάπλωσε” στον δρόμο…

 

Τελευταία Νέα