Το κλουβί! (pic)

Το κλουβί! (pic)

bet365

Η ζωή σε λίγα τετραγωνικά, η ελευθερία μέσα τέσσερις τοίχους. Η έξω φυλακή, η μέσα φυλακή. Σαν καναρίνια χωρίς φωνή…

Μόλις βγήκε στον δρόμο αέρας φύσηξε. Χαμογέλασε. Σκέφτηκε Σκηνή από ταινία. Μόνο που δεν ήταν ταινία. Πουθενά κάμερες και φώτα. Αδιαφορία, μοναξιά και σκουπίδια. Και αυτοκίνητα φυσικά. Αυτή ήταν η πόλη και η καθημερινότητα. Η στάση του λεωφορείου ήταν λίγα μέτρα πιο κάτω. Φορούσε τη μάσκα και η αναπνοή του θόλωνε τα γυαλιά. Δεν έβλεπε πολύ καλά. Έφτασε στη στάση και κάθισε. Το κρύο ήταν τσουχτερό και στον ηλεκτρονικό πίνακα πληροφορήθηκε ότι το λεωφορείο θα ερχόταν σε 20 λεπτά. Κρατούσε ένα μικρό σάκο σε χρώμα σκούρο πράσινο. Φυσούσε τα χέρια του να ζεσταθεί και κοιτούσε ψηλά. Αν τον έβλεπε κανείς από μακριά θα παραξενευόταν. Ποιος κοιτούσε τόσο επίμονα τον ουρανό στις μέρες μας; Τον πλησίασε νεαρή κοπέλα και τον ρώτησε: συγγνώμη, αλλά τι κοιτάς τόση ώρα στον ουρανό; Σε βλέπω τόση ώρα. Παραξενεύτηκε. Τρόμαξε και λίγο από την αγένεια της. Το κορίτσι του θύμισε την ανιψιά του. Α, τίποτα. Απλώς θέλω να τον συνηθίσω. Η κοπέλα δεν κατάλαβε την απάντηση και αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει. Το λεωφορείο ήρθε χωρίς να υπάρχει άλλο αυτοκίνητο στο δρόμο. Περίεργο. Πάλι χαμογέλασε. Πάλι σκέφτηκε κινηματογραφικά. Πάω σπίτι, επιτέλους. Το ίδιο κάνουν και οι ήρωες στο σινεμά. Η στάση έγραφε “Φυλακές Κορυδαλλού”.

Ευτυχώς είχε ελάχιστο κόσμο το λεωφορείο. Κάθισε πίσω, μόνος του. Σε κανονικές συνθήκες η διαδρομή μέχρι το σπίτι της θείας του διαρκούσε περίπου 30-35 λεπτά. Λίγα μέτρα πιο κάτω όμως η κυκλοφορία είχε διακοπεί. Μια νταλίκα είχε ανατραπεί και το ρεύμα καθόδου είχε αποκλειστεί. Ο οδηγός ενημέρωσε. Παιδιά, όποιος θέλει μπορεί να κατέβει και να πάρει ταξί ή να συνεχίσει με τα πόδια. Θα αργήσουμε πολύ. Οι περισσότεροι κατέβηκαν. Δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Αν και χειμώνας, ο ήλιος έλαμπε. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν την κακή του τύχη. Κάποτε έβλεπε σίριαλ στην τηλεόραση και η πρωταγωνίστρια είχε μπει στη φυλακή για χρέη στο ΙΚΑ. Έτσι την πάτησε κι αυτός. Έλα ρε φίλε να κάνουμε τη δουλειά μαζί, του έλεγε ο “φίλος” του. Την έκαναν. Ό,τι οικονομίες είχε τις έριξε για να ανοίξουν μαγαζί με γυναικεία ρούχα. Άσε τα οικονομικά. Θα τα αναλάβω όλα εγώ, του είπε ο “φίλος”. Όταν η επιχείρηση κατέρρευσε, αυτός πήρε όλο το φταίξιμο. Φυσικά και για τα χρέη στο ΙΚΑ. Ο “φίλος” εξαφανίστηκε. Έτσι γινόταν και στις ταινίες. Μπήκε φυλακή για τρεισήμισι χρόνια. Φίλους δεν έκανε. Απλά άντεξε. Είχε βγει αλλαγμένος. Δεν θα εμπιστευόταν κανέναν πια. Ό,τι έκανε θα το έκανε μόνος του. Το κακό ήταν ότι από φυλακή έβγαινε και σε φυλακή έμπαινε. Είχε τιμωρηθεί, είχε χάσει την ελευθερία του και ακόμη την έψαχνε…

Φιλοσοφούσε. Δεν του είχε μείνει και τίποτε άλλο. Φιλοσοφούσε, δεν μίλαγε σχεδόν καθόλου και παρατηρούσε. Το λεωφορείο ξεκίνησε, αλλά το ατύχημα είχε προκαλέσει κυκλοφοριακή συμφόρηση. Με δυσκολία προχωρούσαν. Δεν σταμάτησε να κοιτά έξω από το παράθυρο. Πριν φτάσουν στο φανάρι και στρίψουν αριστερά, σταμάτησαν έξω από κατάστημα πώλησης ζώων. Η βιτρίνα στο κάτω μέρος είχε κουτάβια, στη μέση ενυδρεία και πάνω κλουβιά με καναρίνια. Του άρεσαν τα καναρίνια για έναν λόγο: για το κελάιδισμα τους. Δεν μπορούσε να τα ακούσει να τραγουδούν. Τα περισσότερα ήταν κίτρινα. Υπήρχα και μερικά λευκά. Είδε ότι το φανάρι ήταν κόκκινο και ήθελαν 50 μέτρα μέχρι να το φτάσουν και να στρίψουν. Έκλεισε τα μάτια. Στις αναταράξεις του λεωφορείου λόγω λακκουβών, στην απότομη ακινητοποίηση του, τρανταζόταν. Είχε αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο και το κεφάλι έμοιαζε αυτό ξεχαρβαλωμένης κούκλας. Χαμογελούσε. Το κάθισμα γλιστρούσε και αυτός πήγαινε πότε δεξιά, πότε αριστερά, σαν άχαρο πουλί. Το λεωφορείο έφτασε στο φανάρι. Πάλι κόκκινο. Η κοπέλα που του μίλησε στη στάση στεκόταν όρθια στην μεσαία πόρτα. Ήταν και μια ηλικιωμένη πιο μπροστά με το κεφάλι πεσμένο στο στήθος της. Πήγε κοντά. Ε, φίλε. Τι έπαθες; Γιατί έχεις κλειστά τα μάτια; Κοιμάσαι; Την κοίταξε. Ναι, του θύμιζε την ανιψιά του. Δεν είχε διακριτικότητα και της έλειπε ο καθωσπρεπισμός. Όχι, δεν κοιμάμαι. Κάνω βόλτες στο κλουβί μου και είμαι χαρούμενος. Η κοπέλα πάλι δεν κατάλαβε. Το φανάρι έγινε πράσινο, ο ουρανός γκρι και τα καναρίνια έπαψαν –για λίγο- να κελαηδούν. Επόμενη στάση “Σίδερα”.

 

Τελευταία Νέα