Το θέατρο (pic)

Το θέατρο (pic)

bet365

Τίποτα δεν χάνεται όσο εμείς επιμένουμε. Τη ζωή την κρατάμε ζωντανή και υπάρχουν πολλοί χώροι που μας κρατάνε ζωντανούς. Θα σπάσει το λουκέτο…

Ζούσε στην Κυψέλη. Σε ένα από τα πολλά στενά της. Συνταξιούχος πια, αλλά στη γειτονιά του ένιωθε ασφάλεια, δεν τον απειλούσε το πέρασμα του χρόνου. Έφυγε από το χωριό του μόλις επέστρεψε από φαντάρος. Δύσκολη θητεία, στα χρόνια της χούντας. Σχολείο με το ζόρι έβγαλε το δημοτικό και εκείνη την εποχή όλοι έρχονταν στην πρωτεύουσα. Ο πατέρας του, του το δήλωσε ξεκάθαρα: ή μένεις εδώ και ψάχνεις μεροκάματο με το τουφέκι ή πας στον θείο σου τον Βασίλη στην Αθήνα. Ψευτοδίλημμα δηλαδή. Σε λίγες μέρες ήταν έτοιμος. Έφτιαξε τη βαλίτσα του, πήρε και τις λίγες οικονομίες των γονιών του –ίσα, ίσα να περάσει τον πρώτο μήνα- και ήρθε στην πόλη. Ο θείος του ήταν ενήμερος και τον περίμενε. Μετά τα καλωσορίσματα και τις ευγένειες του είπε αύριο πρωί, στις οκτώ θα σαι στο μαγαζί. Το μαγαζί λεγόταν “Η ωραία Θεσσαλία”, κρεοπωλείο. Ο θείος του είχε καταφέρει να φτιάξει την πελατεία του και μετά από τρία χρόνια τον ήξερε όλη η γειτονιά. Ξεκίνησε από το μηδέν και έμαθε τα πάντα γύρω από τη δουλειά του κρεοπώλη. Τη διαδικασία μεταφοράς κρεάτων, τη συντήρηση στα ψυγεία, το κόψιμο, τον χειρισμό της μηχανής του κιμά… Έμαθε και τις συνήθειες των πελατών. Αυτό που του έλειπε όμως τώρα δεν ήταν το κρεοπωλείο, αλλά το θέατρο που ήταν απέναντι.

Δεν ήξερε τι ήταν το θέατρο. Δεν γνώριζε τη λειτουργία από μέσα. Είχε τη γενική εικόνα στο μυαλό του. Ηθοποιοί, κόσμος, χειροκρότημα, γέλια, επιθεώρηση, έργα παραδοσιακή, ελληνικά, πατριωτικά. Καμιά φορά που παιζόταν επιθεώρηση στην πλατεία του χωριού, από περιοδεύων θίασο, τον πήγαινε ο πατέρας του. Για να γελάσουνε. Είχαν εθιστεί στις παλιές, καλές, ελληνικές ταινίες, στις κωμωδίες που σε έκαναν να πονά η κοιλιά σου από τα γέλια. Στην Αθήνα όμως ήταν διαφορετικά. Έβλεπε κόσμο χειμώνα, άνοιξη, να στέκεται στην ουρά και να μπαίνει σε έναν χώρο σκοτεινό. Όταν δεν είχε πολλή δουλειά έβγαινε στον δρόμο και κοιτούσε. Κύριοι και κυρίες, συνήθως άνω των 50, καλοντυμένοι, χαλαροί και ευδιάθετοι περίμεναν να ανοίξουν οι πόρτες. Όταν άνοιγαν, όλοι με ηρεμία και τάξη εισέρχονταν στον προθάλαμο. Τη σκηνή δεν μπορούσε να τη δει, αλλά ένιωθε τη ζεστασιά, την οικειότητα, το μυστήριο που απέπνεε ο χώρος. Διάβαζε τους τίτλους των έργων στη μαρκίζα. Κάποιοι του ήταν αδιάφοροι, κάποιοι τον προκαλούσαν και κάποια ονόματα έβρισκαν θέση μέσα του.

Ο κύριος Λ. ήταν ψηλός, αδύνατος, με καστανά μαλλιά, εκφραστικά μάτια, λεπτά δάχτυλα, ρυτίδες στο μέτωπο. Αυτό που δεν ξεχνούσες όμως ήταν το βλέμμα του. Ανήσυχο, φοβισμένο και παθιασμένο την ίδια στιγμή. Σαν να εξερευνούσε διαρκώς τον χώρο και τους ανθρώπους. Όταν μπήκε στο μαγαζί, βρήκε το θάρρος να του μιλήσει. Καλημέρα. Συγγνώμη, επειδή σας έχω δει, δουλεύετε στο θέατρο; Του απάντησε ναι. Χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα έκανε τη δεύτερη ερώτηση: Μπορείτε να μου πείτε τι είναι “Μάκβεθ”; Ο Λ. χαμογέλασε ευγενικά. Το μόνο που του είπε ήταν: έλα αύριο να δεις. Θα χω ένα εισιτήριο στο όνομα σου.

Τώρα το κρεοπωλείο δεν υπήρχε. Στη θέση του κατάστημα με μεταχειρισμένα ηλεκτρονικά ειδή. Η επιγραφή ήταν στα αγγλικά και δεν την καταλάβαινε. Αλλοδαποί έμπαιναν περισσότερο. Το θέατρο όμως ήταν εκεί. Κατόπιν κυβερνητικής εντολής κλειστό. Δεν υπήρχαν φώτα, αφίσες, μεγάλες φωτογραφίες, κόσμος να περιμένει. Το σκοτάδι είχε κλειστεί στους έρημους διαδρόμους και στην αφώτιστη σκηνή. Το λουκέτο στην πόρτα ήταν διακριτικό. Μικρό, χρυσό, κομψό. Σκέφτηκε αν ήθελε κάποιος να το σπάσει θα δυσκολευόταν απ’ αυτό το λουκετάκι; Στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο πιο δίπλα από το μαγαζί με τα μεταχειρισμένα ηλεκτρονικά. Ρωγμές στον τοίχο, σκουπίδια, σκουριά στα σίδερα και σκόνη στη μαρκίζα. Εστίασε και διάβασε "Μάκβεθ". Ο Σαίξπηρ ήταν εκεί, πάντα ήταν. Έβγαλε τα σφυρί από την τσέπη του. Φως άναψε στη σκηνή.

 

Τελευταία Νέα