Για δυο τενεκέδες λάδι και λίγο αλεύρι...

Για δυο τενεκέδες λάδι και λίγο αλεύρι...

bet365

Ο αγώνας για τη ζωή 80 χρόνια πριν, στα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής σ' ένα νησί των Κυκλάδων που σήμερα συγκαταλέγεται στα καλύτερα του κόσμου, στην Πάρο. Μια αληθινή ιστορία επιβίωσης από τον 84χρονο, Σταύρο Μαλατέστα στο Gazzetta Weekend Journal!

Ογδόντα χρόνια μετά η Ελλάδα γιόρτασε την επέτειο του «ΟΧΙ». Μια επέτειο που ήρθε να συνδυαστεί με την καταδίκη των νεοναζί, την πανδημία και μερικές μέρες αργότερα με το δεύτερο lockdown.

Ενα δεύτερο λουκέτο, που θα έχει διάρκεια τρεις εβδομάδες βάσει του αρχικού πλάνου. Και ήδη αρκετά νοικοκυριά και επιχειρηματίες θα ζήσουν τον εφιάλτη της επιβίωσης για άλλη μια φορά.

Πριν 80 χρόνια, οι Έλληνες έζησαν το μέγιστο εφιάλτη που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Έζησαν την εισβολή στο σπίτι τους από τον κατακτητή. Έζησαν την απόλυτη φτώχεια, την πείνα, την εξαθλίωση, το θάνατο, την πραγματική μάχη για την επιβίωση. Τότε που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κάνουν τα πάντα για να μείνουν στη ζωή και να φροντίσουν τους ανθρώπους τους.

Θα με συγχωρέσετε για το πρώτο πρόσωπο που θα χρησιμοποιήσω παρακάτω, αλλά η ιστορία του παππού μου, για μένα, δεν αποτελεί «άλλο ένα κείμενο».

Στα 84 του σήμερα, ο παππούς μου, ο Σταύρος Μαλατέστας θυμάται στο Gazzetta Weekend Journal πως βίωσε την κατοχή. Τις προσπάθειές του να φέρει φαγητό στο σπίτι του και το ξύλο που δεν γλίτωσε από τη μάνα του, την προγιαγιά μου όταν έκλεψε για να ταΐσει τ' αδέρφια του και τους γονείς του.

«Το 1941, μέναμε στη Χαροκόπου στη Νέα Σμύρνη. Ήμουν τεσσάρων, ακόμη θυμάμαι εκείνες τις μέρες...», έτσι ξεκινάει να αφηγείται εκείνη την εποχή όταν του ζήτησα να μου μιλήσει για το αν θυμάται εκείνη την περίοδο.

«Ο παππούς μου ο Σταύρος, ο πατέρας της μαμάς μου πούλησε το οικόπεδο που είχαμε στη Νέα Σμύρνη. Ένα όμορφο μέρος με τέσσερις κατοικίες μέσα. Το πούλησε για δύο τενεκέδες λάδι! Αυτό που λένε είναι αλήθεια, όχι υπερβολή. Πουλούσαμε σπίτια για λάδι.

Μετά πήγαμε στην Πάρο, απ' όπου έχουμε καταγωγή και κάτσαμε εκεί για πέντε χρόνια. Μείναμε στο νησί μέχρι να τελειώσει η κατοχή.

Θυμάμαι πως καθόμασταν στην στην παραλία της Παροικιάς και περνούσε το γερμανικό τάγμα. Αν δεν καθόμασταν προσοχή μας έδερναν, μιλάμε για πολύ ξύλο.

Στα Λιβάδια, οι Γερμανοί βομβάρδισαν τα βαρκάκια που είχαν οι ψαράδες. Στο σημερινό ξενοδοχείο Pandrossos, που είναι στην Παροικία, έμεναν Γερμανοί.

Πρώτα είχαν έρθει οι Ιταλοί. Αυτοί μάζευαν όλους τους πιτσιρικάδες από 7 έως 10 ετών και μας έδιναν γαλέτες και καραμέλες.

«Έτρωγε όλη η γειτονιά...»

«Οι Γερμανοί, προσπάθησαν να βάλουν τον πατέρα μου αρχιμάστορα στο αεροδρόμιο που ήθελαν να φτιάξουν στο Τσιπίδο (σ.σ. η Μάρπησσα). Του έδιναν δύο γαϊδουράκια για να κινείται και φαγητό από το οποίο τρώγαμε όλοι στη γειτονιά.

Θυμάμαι, επίσης, ότι βομβάρδισαν το σχολείο όπου ήταν ο αδερφός μου. Εκείνος ήταν στη διπλανή τάξη απ' αυτήν που πέτυχαν οι οβίδες και σκοτώθηκαν μία δασκάλα και δύο παιδάκια.

Ο Μάουκας, ένας ψαράς καλή του ώρα όπου κι αν είναι έπαιρνε μαζί τον μπαμπά μου στο ψάρεμα. Αντί για λεφτά του έδινε ψάρια κι η μάνα μου πήγαινε στην εξοχή και έκανε ανταλλαγή για να πάρει φασόλια, λάδι κι άλλα προϊόντα. Ανάλογα με το τι είχε ανάγκη ο καθένας. Μεγάλη φτώχεια.

Η μάνα μου η Κατίνα, όλα τα ρούχα της, τα κεντητά της, τα σεντόνια, η προίκα της... Όλα αυτά τα πήρε ένας για κάποια αβγά και μισό κιλό φάβα, λίγο αλεύρι για να μας κάνει τηγανίτες.

Ο πατέρας μου, όταν πήγαιναν για ψάρεμα, φορούσε μία μαντεία που έχουν οι στρατιώτες. Είχε τρυπήσει τις τσέπες και έβαζε τα ψάρια μέσα.

Ήταν μία θεία της γυναίκας μου, του Αντρέα του κουρέα του μουγκού που λέμε εμείς στη γειτονιά μας στην Πάρο, που είχε έναν φούρνο. Εκεί πήγαιναν όσοι είχαν να ζυμώνουν ψωμιά και έκοβε λίγο ζυμάρι απ' όλους και μας έκανε πιττάκια και τρώγαμε».

«Πολύ ξύλο επειδή έκλεψα ρεβίθια»

«Ο αδερφός μου ο Γιώργος, αν του έβαζες ψωμί στο στόμα το έτρωγε, αν όχι έμενε νηστικός και για ένα μήνα. (σ.σ. γέλασε).

Εγώ ήμουν «σαΐτα». Ήταν ένα χωράφι στο σπίτι μου κοντά γεμάτο ρεβίθια. Μαντρωμένο αλλά είχαμε ανοίξει μια μεγάλη τρύπα και παίρναμε μαξιλαροθήκες και τις γεμίζαμε με ρεβίθια. Εγώ σε μια δόση, είχα γεμίσει το κρεβάτι από κάτω.

Η μάνα μου είχε πάει στην εξοχή για να ανταλλάξει ψάρια και όταν τα είδε μου έριξε πολύ ξύλο.

Εγω δεν καθόμουν όμως, προσπαθούσα να φέρω σπίτι ό,τι μπορούσα όπως χαρούπια.

Πολλή πείνα. Δεν ξεχνιούνται αυτά...

Με την επιστροφή μας στην Αθήνα, μείναμε στο νοίκι αρχικά και μετά σιγά σιγά ο μπαμπάς μου άρχισε να επεκτείνεται στις οικοδομές. Η ζωή άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο... Έχοντας ζήσει όλα αυτά που σας είπα, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα χειρότερο, βέβαια».

Φωτογραφίες: slideshare.net/marialenaki

 

Τελευταία Νέα