Η μάσκα (pic)

Η μάσκα (pic)

bet365

Μέτρο προστασίας, είδος πρώτης ανάγκης, απαραίτητο αξεσουάρ. Καλύπτει μύτη, στόμα, σχεδόν όλο το πρόσωπο. Ευτυχώς όχι τα μάτια. Βάλτε τη και μπορεί να… πετάξετε μαζί της.

Τα μάτια τα έλεγαν όλα και διέψευδαν τη βαριά ανάσα. Πλέον η όραση ήταν το μέσο ομιλίας και όχι το στόμα. Η δυσφορία, η ηρεμία, τα νεύρα, η συναίνεση, η άρνηση, η αδιαφορία, το φλερτ, όλα εκφράζονταν με τα μάτια. Έστω και για λίγο ή και πολύ. Τα αυτιά συγκέντρωναν ήχους, ερεθίσματα, όμως αυτά δεν εκφράζονταν ηχητικά παρά μόνο μέσα από την ανάσα που δυσκολευόταν. Εκείνη τη μέρα τα μάτια συναντούσαν πολλά ζευγάρια μάτια. Τα κορμιά κολλημένα, όπως και οι φόβοι, οι προκαταλήψεις και πάνω απ’ όλους ο αόρατος εχθρός. Τίποτα δεν είχε σημασία εκείνη τη μέρα, μόνο τα μάτια της. Πράσινα, εκφραστικά και τον κοιτούσαν. Ένιωσε ωραία, ένιωσε τη δύναμη και τη γοητεία του βλέμματος πάνω του. Ο κορονοϊός είχε χαθεί στο ρεύμα των ανοιχτών παραθύρων του συρμού. Η συμπάθεια και οι φιλοφρονήσεις φιλτράρονταν μέσα από τα μάτια. Όταν ακούστηκε από το μεγάφωνο η επόμενη στάση –“Μέγαρο Μουσικής”- τα πράσινα μάτια ετοιμάστηκαν να κατέβουν. Ανταλλαγή βλεμμάτων, προσδοκιών. Πριν κατέβει έδειξε με το δάχτυλο της τη μάσκα που φορούσε και σήκωσε τον αντίχειρα της. Χαμογέλασαν, μαζί και τα μάτια τους. Στην επόμενη στάση –“Αμπελόκηποι”- κατάλαβε γιατί άρεσε η μάσκα του. Αν και ήταν μαύρη, είχε μια πολύχρωμη πεταλούδα πάνω της. Να ναι καλά η ανιψιά του.

Σπούδαζε στη Φιλοσοφική και ζούσε στο δυάρι που του είχε παραχωρήσει ο παππούς του, στους Αμπελόκηπους. Δεν ήθελε ενοίκιο, μόνο να πληρώνει τους λογαριασμούς. Δεν ήθελε να φορτωθεί στους γονείς, γι’ αυτό και δούλευε σερβιτόρος στην καφετέρια φίλου. Εντάξει ρε φίλε θα σε προσλάβω του είχε πει ο Μπάμπης. Έλα να δουλεύεις ένα τετράωρο να βγάζεις χαρτζιλίκι και τα έξοδα του σπιτιού. Το δέχτηκε. Δεν είχε όρεξη να ψάξει αλλού. Βοηθούσαν και οι γονείς… Όταν το μαγαζί έκλεισε στην καραντίνα μόνο οι γονείς βοηθούσαν. Τα κατάφερε και μετά το lockdown επέστρεψε στην καφετέρια, ευτυχώς. Είχε αγοράσει μάσκες υφασμάτινες, λευκές και μαύρες. Τις έπλενε και τις σιδέρωνε ανελλιπώς. Είχε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Όταν δεν χρειαζόταν δεν μιλούσε, μετρούσε τις αναπνοές του, είχε πάντα αντισηπτικό μαζί του και πρόσεχε πώς έβγαζε τη μάσκα. Βέβαια, υπήρχαν στιγμές που ένα κομμάτι του εαυτού του δεν το ένιωθε, το έψαχνε και συναντούσε μόνο κενό. Ήταν το κομμάτι που κάλυπτε η μάσκα: μύτη, στόμα, μάγουλα, λίγο από τον λαιμό. Εκεί δεν μπορούσε να αγγίξει και ήταν σαν να “φορούσε” το πρόσωπο κάποιου άλλου. Ένιωθε αμήχανα, πανικός και λύπη τον καταλάμβαναν. Για να διασκεδάσει τις σκέψεις του φανταζόταν ότι ήταν χειρουργός, ληστής, σούπερ ήρωας! Το τελευταίο τον ενθουσίαζε και το κράτησε. Εξάλλου, ο Spiderman ήταν ο αγαπημένος του ήρωας. Κάθε φορά είχε και μια αποστολή να εκπληρώσει, την εξής μία: να αντέξει.

Την Κυριακή που είχε ρεπό κοιμόταν λίγο παραπάνω. Όχι όμως εκείνη την Κυριακή. Περίμενε την αδερφή του και την ανιψιά του. Σε λίγες μέρες θα έφευγαν για Άνδρο και πριν αναχωρήσουν ήθελαν να τον δουν. Δεν είχε και πολλά να προσφέρει. Λίγο παγωτό είχε μείνει, καφέ και κάτι μπισκότα με γεύση κανέλλας. Το ψιλικατζίδικο στη γωνία ήταν ανοιχτό, αλλά βαριόταν. Έκανε ζέστη και δεν είχε όρεξη να βάλει μάσκα.

Βρε καλώς τους. Εσύ μικρούλα δεν θα αγκαλιάσεις τον θείο; Η μικρούλα δίστασε. Μία κοίταγε τον θείο και μία τη μαμά. Δεν πειράζει μωρέ. Καταλαβαίνω. Αχ, τι μας έκανε ο κορονοϊος. Τότε η οκτάχρονη είπε αυθόρμητα Ναι μωρέ θείε, μου χει σπάσει τα νεύρα!

Τα είπανε, όσο τους άφησε η μικρή. Ο σύζυγος είχε πάει ήδη στο νησί για τη σεζόν. Διατηρούσαν ενοικιαζόμενα δωμάτια στην Άνδρο και είχε πάει από τέλη Μαΐου για να οργανώσει τα πράγματα. Περίμενε κάποιες οικογένειες από Γερμανία, Αγγλία και Ισραήλ. Φοβόταν αλλά και αισιοδοξούσε ότι δεν θα πάει όλη η χρονιά χαμένη οικονομικά. Η αδερφή του πέρα από το νοικοκυριό και το μεγάλωμα του παιδιού, έκανε και λίγα ιδιαίτερα αγγλικών, όταν έβρισκε μαθητές. Θείεεεε, είπε ναζιάρικα η μικρή. Θα μου κάνεις μια χάρη; Φυσικά και της την έκανε. Ήθελε από το ψιλικατζίδικο εκείνο το παιδικό περιοδικό με τα αυτοκόλλητα. Όταν έφυγαν είδε στη μαύρη μάσκα κολλημένη την πολύχρωμη πεταλούδα. Βρε την άτιμη, πότε πρόλαβε…

Και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της πεταλούδας. Μετά από εκείνη τη μέρα που τα πράσινα μάτια του έδειξαν την προτίμηση τους στην μάσκα του, δεν ξαναφάνηκαν. Ώσπου μια μέρα τα μάτια ξαναμίλησαν! Δεν υπήρχε όμως η ίδια σιγουριά. Η ίδια τόλμη. Σκέφτηκε να βγάλει τη μάσκα, αλλά το μετάνιωσε. Λίγα λεπτά αργότερα τα μάτια κατέβηκαν και όλα χάθηκαν. Όταν κατέβηκε και έβγαλε τη μάσκα είδε ότι η πεταλούδα δεν ήταν στη θέση της. Στεναχωρήθηκε, αλλά καθώς βάδιζε προς τη σχολή του, θυμήθηκε: Δεν κατέβηκε “Μέγαρο Μουσικής”. Σταμάτησε στο περίπτερο και αγόρασε το περιοδικό με τα παιδικά αυτοκόλλητα. Η πεταλούδα θα πετούσε ξανά!

 

Τελευταία Νέα