Η εκδίκηση (pic)

Η εκδίκηση (pic)

bet365

Όταν ο άνθρωπος ξεπερνά το όριο χωρίς να το καταλάβει. Όταν τα ταπεινά ένστικτα ορίζουν τις πράξεις, όταν δεν υπάρχει επιστροφή.

Η αγωνία στο κατακόρυφο. Η καταδίωξη στα στενά της πόλης συναρπαστική. Ο κλέφτης με το σάκο στην πλάτη τρέχει σαν τρελός. Δεν περίμενε τέτοια τροπή στη ληστεία. Τα είχε υπολογίσει όλα. Παρακολουθούσε μέρες το ψιλικατζίδικο απέναντι από την εκκλησία. Γνώριζε ότι λειτουργούσε ως κρυψώνα για τις βρωμοδουλειές του νέου ενεχυροδανειστηρίου. Ποιος θα σκεφτόταν ότι εκεί έκρυβε τα χρήματα του ο “επιχειρηματίας”; Τα ψιλικατζίδικά όπως και τα περίπτερα με το ζόρι υπήρχαν ακόμη. Κρίση, ολιγοπώλια, ανταγωνισμός, τα είχα διαλύσει. Ο κύριος “αγοράζω χρυσό κι άλλα τιμαλφή” ήταν έξυπνος. Χρησιμοποιούσε το μαγαζάκι του φίλου του για να φυλάει το εμπόρευμα και τα χρήματα. Ποιος θα έκλεβε πια ψιλικατζίδικο; Τον είχε παρακολουθήσει πολύ καιρό και είχε καταλάβει πού έκρυβε τα μετρητά και τα χρυσαφικά. Είχε σχεδιάσει τη δουλειά στην εντέλεια, όμως το βράδυ που έκανε τη δουλειά δεν μπορούσε να προβλέψει το απρόβλεπτο. Την ώρα που έβγαινε με τη λεία στον σάκο του, κατά τις 4 τα ξημερώματα, είδε το μπλε φως του περιπολικού. Οι αστυνομικοί πήγαιναν να εξακριβώσουν καταγγελία για διατάραξη κοινής ησυχίας. Τον είδαν και τότε άρχισε το κυνηγητό. Δύσκολα θα ξέφευγε. Έψαξε στην τσέπη του και… η εικόνα χάθηκε από την οθόνη. “Φτου σου ρε γαμώτο! Πάλι έπεσε η ασφάλεια” είπε νευριασμένος ο Στάθης.

Την επόμενη μέρα σκεφτόταν ποιο θα μπορούσε να είναι το τέλος της ταινίας. Η τηλεόραση μετά τη διακοπή ρεύματος είχε καεί, ενώ το λάπτοπ που είχε έπρεπε να πάει για επισκευή. Πηγαίνοντας στη δουλειά, εργαζόταν ως πωλητής σε κατάστημα ρούχων στην Πατησίων, έψαχνε στο μυαλό του το φινάλε. Η μάσκα που φορούσε λόγω covid-19 τον βοηθούσε να μένει συγκεντρωμένος στις σκέψεις του. Κάπως τον απομόνωνε από τον υπόλοιπο κόσμο. Το λεωφορείο δεν είχε πολύ κόσμο και ενώ στεκόταν όρθιος είδε νεαρή κοπέλα να διαβάζει στο κινητό της την είδηση: “Της έριξε βιτριόλι! Ήθελε να την εκδικηθεί”. Όλα του έκαναν εντύπωση. Ο πηχυαίος τίτλος, το γεγονός, η αφοσίωση της κοπέλας στο άρθρο, το όπλο που χρησιμοποίησε η δράστρια… “Ρε συ λες; Γιατί όχι;”. Είχε βρει το φινάλε. Ο ληστής θα έβγαζε από την τσέπη του το μπουκαλάκι με το καυστικό υγρό και θα το έριχνε στο πρόσωπο του αστυνομικού. Ανατρίχιασε. Μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο, παρατήρησε τις εφημερίδες που κρέμονταν στο περίπτερο. Όλες αναφέρονταν στην επίθεση με βιτριόλι. Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου και αφού πήρε καφέ από τον φούρνο, μπήκε στο κατάστημα ρούχων. Ο Στέφανος μόλις είχε ανοίξει, πάντα πρώτος. “Καλημέρα αφεντικό”. Ένα ψιθυριστό “καλημέρα” άκουσε και μετά “ρε τι γίνεται στον κόσμο… Επίθεση με βιτριόλι!”.

Η μέρα πέρασε αδιάφορα και κουραστικά. Ελάχιστοι μπήκαν να ψωνίσουν. Το αφεντικό δεν έκανε και πολλά. Άνοιγε το μαγαζί, ένα ψευτοσκούπισμα και μετά άραζε στο ταμείο. Καφέ, τσιγάρο και εφημερίδα. Αυτός έτρεχε σαν τον Βέγγο. Να τακτοποιήσει τα ράφια, να ξεσκονίζει, να ελέγχει παραγγελίες, να εξυπηρετεί πελάτες. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μεγάλο το μαγαζί. Η κούραση όμως πάντα μεγάλη. Αυτό που τον πείραζε περισσότερο ήταν η ορθοστασία. Στο οκτάωρο του ένα τέταρτο καθόταν. Μετά, τσολιάς! Κάθε βράδυ έφευγε ξεθεωμένος, απογοητευμένος, νευριασμένος. Ευτυχώς η στάση του λεωφορείου δεν ήταν μακριά. Αφού καληνύχτισε το αφεντικό, έστριψε στο στενό που έβγαζε ακριβώς στη στάση. Όπως πάντα ήταν μες το σκοτάδι. Δεξιά και αριστερά άνθρωποι στο όριο, ζωντανοί-νεκροί. Βελόνες, φωτιές, γυαλιά, χαμένα βλέμματα. Πέρασε χωρίς να κοιτάξει. Την ώρα όμως που έφτανε στη γωνία για να στρίψει άκουσε φωνές. Φωνές που περιμένεις πριν μεγάλο καβγά. Τελικά τα πνεύματα ηρέμησαν. Στη στάση είδε ότι το λεωφορείο θα ερχόταν σε 25 λεπτά. Κάθισε και περίμενε. Λίγα μέτρα δίπλα του μια κοπέλα μιλούσε στο τηλέφωνο. “Καλά, δεν θα τον πετύχω πουθενά; Θα δει τι θα πάθει; Να με πουλήσει έτσι λες και είμαι ένα τίποτα; Αύριο θα τον βρω και θα ξηγηθούμε μια και καλή…”. Έστρεψε αλλού το βλέμμα μόλις έκλεισε το τηλέφωνο. Μετά από δυο λεπτά ήρθε το λεωφορείο. Όχι το δικό του, αλλά της κοπέλας. Την είδε που ήταν ακόμη νευριασμένη. Το δικό του ήθελε ακόμη δέκα λεπτά. Είχε μείνει μόνος του. Ξαφνικά είδε από το στέγαστρο της στάσης κάτι να στάζει. Σηκώθηκε απότομα, φοβισμένα. Κοίταξε καλύτερα και είδε ότι ήταν ένα μπουκαλάκι νερό. Σκέφτηκε “ευτυχώς δεν ήταν βιτριόλι, δεν ήταν πράξη εκδίκησης”. Όταν ήρθε το λεωφορείο του μπήκε μέσα και κάθισε σιωπηλός. Μέχρι να φτάσει σπίτι σκεφτόταν την κοπέλα που αύριο θα έβρισκε κάποιον να ξηγηθει.

 

Τελευταία Νέα