Το λεωφορείο (pic)

Το λεωφορείο (pic)

bet365

Από τις ξέγνοιαστες διαδρομές, τη χαρά της ζωής, στη φωτιά και τη στάχτη. Το δρομολόγιο της ζωής ανατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά πάντα θα το αγαπάς.

“Το καλύτερο μέσο μεταφοράς είναι το λεωφορείο”, έλεγε η κυρία Αθανασία. Είχε λόγο βέβαια που το υποστήριζε. Χήρα οδηγού αστικού λεωφορείου το είχε αγαπήσει επειδή βρισκόταν συχνά μέσα σε αυτό. Ο Αργύρης, ο σύζυγος, την έπαιρνε μαζί του όταν δεν είχε δουλειά. Τα παιδιά στο σχολείο και η Σούλα στο λεωφορείο! Πιο χαλαρά τα πράγματα στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Ο συνωστισμός αναπόφευκτος, όμως για τη Σούλα αυτό δεν ήταν δυσάρεστο. Η επαφή με τον κόσμο της άρεσε. Στο λεωφορείο, όταν οι άνθρωποι αποφάσιζαν να μιλήσουν έβγαζαν τον αληθινό τους εαυτό, συνήθως ξέσπαγαν τα νεύρα τους και εκεί, στον εκνευρισμό, η αλήθεια δεν έβρισκε εμπόδια. Υπήρχαν φυσικά και τα καλαμπούρια και η συζήτηση με τον οδηγό. “Α, ρε φίλε, ζωή είναι αυτή που κάνουμε;”. “Μα τι θα γίνει; κάθε μέρα καθυστέρηση. Περιμένουμε σαν τα ζώα στη στάση”. “Πόσα χρόνια είσαι οδηγός; Ωραία πρέπει να ναι. Σταθερό δρομολόγιο, δροσιά το καλοκαίρι”. “Και για πες ρε φίλε, πώς βλέπεις την πολιτική κατάσταση;”. “Φίλε οδηγέ να ψεκάζετε στις εισόδους με αποσμητικά. Κάθε φορά κάνω άσκηση στο κράτημα αναπνοής!”. Όλα αυτά βοηθούσαν τη Σούλα να ξεφεύγει από την καθημερινότητα, τη ρουτίνα, τις δουλειές του σπιτιού. Ωραία χρόνια, ξέγνοιαστα. Τώρα μόνο αδιαφορία, μίσος, απόσταση…

Στο σήμερα έκανε όποτε μπορούσε τακτικά το δρομολόγιο “Καισαριανή-Πλατεία Ελευθέριου Βενιζέλου”. Η πλατεία βρισκόταν στο Πολύγωγο, εκεί ζούσε τα τελευταία δέκα χρόνια. Τα παιδιά της όποτε την επισκέπτονταν με το λεωφορείο το έκαναν. Για χάρη του πατέρα αλλά και της μητέρας τους. Ο πατέρας τους ονειρευόταν μια ζωή να έχει φορτηγό, να ταξιδεύει, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να το αποκτήσει. Ταλαιπωρήθηκε σε διάφορες, κυρίως χειρωνακτικές, δουλειές και λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του Ο.Α.Σ (Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών), το 1977, τον βόλεψε ο θείος του. Μέλος για χρόνια του συντηρητικού κόμματος και με ισχυρές διασυνδέσεις, έκανε τον ανιψιό του οδηγό. Έτσι, σε ηλικία 25 ετών ο Αργύρης έπιασε δουλειά στα αστικά λεωφορεία το 1979. “Επιτέλους γυναίκα, τα καταφέραμε!” ανακοίνωσε περιχαρής στη Σούλα. “Σταθερός μισθός, ασφάλεια… θα τα καταφέρουμε”. Μέχρι το 1984 είχαν έρθει και τα παιδιά. Όσο μεγαλώνανε βλέπανε τη χαρά του όταν ετοιμαζόταν για δουλειά, την όρεξη που είχε να τους διηγείται ιστορίες από τα διάφορα που συνέβαιναν στο λεωφορείο. Και από κοντά η μητέρα να καμαρώνει και να απολαμβάνει τις διαδρομές. Ήταν δίπλα στον άντρα της, έκανε παρέες, φιλίες, ένιωθε όμορφα… Ε, δεν μπορούσαν να έρθουν με το αυτοκίνητο ή το ταξί. Μαζί με τα παιδιά ζούσαν τη γλυκιά ταλαιπωρία του αστικού λεωφορείου. Από το 2010 και μετά όμως η μάνα τους δεν είχε την ίδια διάθεση. Τρία χρόνια αργότερα ο άντρας της πέθανε αβοήθητος στην άκρη του δρόμου! Η διάθεση δεν άλλαξε ποτέ προς το καλύτερο. Ποτέ…

Την εποχή της κρίσης, των μνημονίων η χαρά μετριάστηκε, στριμώχτηκε. Ο Αργύρης συνέχισε να εργάζεται ως οδηγός, αλλά ο μισθός μειώθηκε, τα δρομολόγια αυξήθηκαν και ο στόλος των λεωφορείων μειώθηκε. Ταυτόχρονα ο κόσμος άρχισε να έχει μόνο θυμό, νεύρα, μίσος… Όσοι έμπαιναν στο λεωφορείο ήταν έτοιμοι για καβγά. Η Σούλα συνέχιζε να συνοδεύει τον άντρα της, αλλά ήταν περισσότερο ανήσυχη, ένας αδιόρατος τρόμος την καθήλωνε, μια απειλή που θα ξεσπούσε από λεπτό σε λεπτό. Καθόταν στη θέση πίσω από τον Αργύρη και όταν τον έβλεπε ησύχαζε, ένιωθε ότι ήταν δυνατός και έτοιμος να διαχειριστεί καθετί. Και τα κατάφερνε. Άλλοτε φώναζε, άλλοτε μιλούσε ψύχραιμα και λογικά, άλλοτε έκανε υπομονή και κάθε κίνδυνος περνούσε. Τα καλαμπούρια είχαν κοπεί, όπως κάθε αθώα και ακίνδυνη συζήτηση. Όποτε άνοιγε κουβέντα ήταν για να δηλωθούν ταυτότητες, προθέσεις, ιδεολογικές προτιμήσεις. Τότε, η αντιπαράθεση ξεκινούσε και όπου βγάλει. Μια μέρα όμως όλα μαύρισαν και φωτίστηκαν επικίνδυνα.

Εκείνο το βράδυ όλα ήταν ήρεμα. Τελευταίο δρομολόγιο πριν τελειώσει τη βάρδια του και από Καισαριανή μέχρι Ευαγγελισμό όλα ήταν ιδανικά. Δροσερό αεράκι, ελάχιστη κίνηση, λίγοι επιβάτες και μερικά δέντρα στα πεζοδρόμια έδιναν στον Αργύτη τη δυνατότητα να αποδράσει, έστω για λίγο. Φτάνοντας όμως στη Νομική άρχισε το μαύρο να πυκνώνει. Στο Πολυτεχνείο μπλόκο. “Κατεβείτε όλοι κάτω! Τώρα!”. Ήταν περίπου 30 άτομα με πρόσωπα καλυμμένα. Φωνές, συνθήματα, τρικάκια. “Και συ οδηγέ, τελείωνε!”. Ο Αργύρης χωρίς να το σκεφτεί αντέδρασε. Έμεινε εκεί που ήταν. Οι φλόγες φώτισαν, “έκαψαν” το ξένο φως. Ακολούθησαν σπρωξίματα, χτυπήματα. Ο Αργύρης στο πεζοδρόμιο να κοιτά το λεωφορείο να καίγεται. Ένιωσε το σφίξιμο στην καρδιά, έπεσε και είδε σε ευθεία γραμμή τη φωτιά, το τσιμέντο, τον ουρανό, τη νύχτα. Η Σούλα ειδοποιήθηκε πριν ξημερώσει η μέρα. Η γνώμη της δεν άλλαξε. “Το λεωφορείο είναι το καλύτερο μέσο μεταφοράς. Στεναχωριέμαι μόνο που δεν μπορώ να κάτσω πίσω από τον οδηγό”.

 

Τελευταία Νέα