Ο Χατζιδάκις και το ρεμπέτικο (vid)

Ο Χατζιδάκις και το ρεμπέτικο (vid)

bet365

Ο κορυφαίος έλληνας συνθέτης δεν… φοβήθηκε το ρεμπέτικο, κατάλαβε την αξία του και βοήθησε στην ανάδειξη του με τη διάλεξη που έδωσε το 1949.

Ο Μάνος Χατζιδάκις με το ένα πόδι στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον. Μόνο έτσι δημιουργούσε. Και δημιούργησε έργα διαχρονικά, με θεμέλια τόσο γερά που σηκώνουν τον κόσμο όλο. Καλύτερα, σηκώνουν κόσμους και σώζουν προσπάθειες ανθρώπων που δεν ζητούσαν τίποτα, μόνο σεβασμό και αναγνώριση. Ο Χατζιδάκις και το ρεμπέτικο λοιπόν. Ένας αστός στρέφεται ενάντια στην τάξη του, στην κυριαρχία αυτής, και συναντά τη ζωή την ανήλιαγη, τη μες το σκότος ριγμένη, ατσαλωμένη. Ο Χατζιδάκις θα πάει κόντρα στο ρεύμα και το ασθενικό φως θα αποφύγει, στα στενά σοκάκια θα περπατήσει, θα επιμείνει. Κάτω από το φως του φεγγαριού θα ανακαλύψει τον παλμό της γνήσιας, λαϊκής, καρδιάς. Την ανακάλυψη δεν θα την κρατήσει για τον εαυτό του. Θα τολμήσει και θα δώσει διάλεξη για το ρεμπέτικο. Αποκάλυψη, τώρα!

Θάρρος εν μέσω τρομοκρατίας!

Τόλμη δίχως αμφιβολία. Ο Χατζιδάκις είναι 24 ετών όταν μιλάει δημόσια για το ρεμπέτικο το 1949. Η Ελλάδα γλείφει ακόμη τα τραύματα της από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Το αστικό, συντηρητικό, κράτος αναπτύσσει τους μηχανισμούς καταστολής, υποταγής και ελέγχου που είναι απαραίτητοι για την εδραίωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου μεταπολεμικά. Το τρίπτυχο “Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια” γίνεται είναι ο πυρήνας της νέας ιδεολογίας και στην ηγεμονία αυτής το ρεμπέτικο δεν χωρά. Σύγχρονο ελληνικό τραγούδι επιτρέπεται να είναι μόνο η εξελληνισμένη εκδοχή της δυτικής ελαφρότητας. Το ρεμπέτικο υπό διωγμόν και από τη δεξιά και από την αριστερά. Ο Χατζιδάκις όμως μαθαίνει, βλέπει, ότι ξεφεύγει από τα στενά όρια του και σπεύδει να το συναντήσει και να το αναδείξει με τον τρόπο του. Με τόλμη και θάρρος λοιπόν θα μιλήσει στο Θέατρο Τέχνης. Πριν τα λόγια, το “γιατί” του εγχειρήματος. Εξηγεί ο ίδιος:

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο και με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται –λες- μες την άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ’ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνηση του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου –κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού, χυδαίου είδους, καθώς και άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με τον ρυθμό «Θ πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

Μετά την Κατοχή, μεγαλύτερος πλέον, αναγνωρίζει και ο ίδιος όχι μόνο τη γνησιότητα και την αξία του τραγουδιού που του αποκάλυπτε ο φίλος του, αλλά και τη σημασία του για τη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία. Ο Χατζιδάκις ήξερε να ισορροπεί ανάμεσα στην αντικειμενική ανάγνωση της πολιτικής-κοινωνικής κατάστασης και στην ιδεολογική του τοποθέτηση. Την τρομοκρατία της Δεξιάς δεν μπορούσε να την αφήσει ασχολίαστη, να την αγνοήσει. Τρομοκρατία σε όλα τα επίπεδα και οπωσδήποτε στο αισθητικό.

Τα «νωχελικά 9/8»

Ο νεαρός Μάνος μιλά στο Θέατρο Τέχνης για ρεμπέτικο και θίγει κατ’ αρχήν τα βασικά θέματα αυτού, τον έρωτα και τη φυγή. “Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά –θα λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν’ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο”. Ειρωνεύεται τους “υγιείς ηθικολόγους” που θεωρούν το ρεμπέτικο “αρρωστημένο” εν αντιθέσει με το δημοτικό τραγούδι. Εντοπίζει την πηγή της θεματολογίας του ρεμπέτικου σημειώνοντας “η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει”. Αναλύοντας τον ζεϊμπέκικο τονίζει: “Είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους”. Στέκεται στο ύφος του τραγουδιού λέγοντας: “Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει η ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο;” Παρουσιάζει τους Βαμβακάρη, Μπέλλου που παίζουν και τραγουδούν λίγα τραγούδια δικά τους, του Βασίλη Τσιτσάνη και του Γιάννη Παπαϊωάννου. Επανέρχεται στην ομιλία και δηλώνει “Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν”. Ολοκληρώνει τη διάλεξη του λέγοντας: “Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμη τους”.

Πηγή

-Η ομιλία Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο [Γιώτα Σύκκα, “Καθημερινή”]

 

Τελευταία Νέα