Αποστάσεις! (pic)

Αποστάσεις! (pic)

bet365

Η “κανονικότητα” του κορονοϊού επιβάλλει το “μένουμε μακριά”. Παίρνεις, λοιπόν, τη μεζούρα και μετράς κι αν δεν βγαίνει, ρισκάρεις και ό,τι γίνει.

Πολύχρωμη με μαύρα νούμερα, λεπτή, δροσερή στην επαφή η μεζούρα της μάνας του. Η κυρία Τασία ήταν η καλύτερη μοδίστρα της γειτονιάς. Την είχε μάθει ο κόσμος και της εμπιστευόταν τα ρούχα του, το σώμα του, οι γυναίκες δηλαδή. Ο μικρός Ανδρέας, μοναχοπαίδι, μεγάλωσε στο μοδιστράδικο της μάνας του και έβλεπε τη μεζούρα κρεμασμένη στον λαιμό της. Όλα εκεί ήταν: κουβάρια, κλωστές, καρφίτσες, ψαλίδια, ραπτομηχανές, δακτυλήθρες…

Η μεζούρα όμως του έκανε εντύπωση, από τότε. Ήταν τα χρώματα –χωρισμένη σε κόκκινο, πράσινο, μπλε σε κίτρινη βάση και μαύρους αριθμούς- μάλλον που τον τραβούσαν. Ακόμη κι όταν τον αγκάλιαζε ή τον σήκωνε αγκαλιά, η μεζούρα ήταν εκεί. Σαν φιλικό φίδι που προστάτευε και ήταν απαραίτητο για την επιβίωση της οικογένειας. Ο πατέρας του είχε καφενείο, μικρό αλλά με σταθερή πελατεία. Η μητέρα όμως δεν άφηνε τον Ανδρέα στο καφενείο.

Παρά τη δουλειά της μπορούσε να τον προσέχει καλύτερα. Του είχε φτιάξει χώρο να μελετάει τα μαθήματα του, να παίζει, να ζωγραφίζει… Το περιβάλλον στο καφενείο δεν ήταν κατάλληλο για μικρό παιδί. Τα χρόνια πέρασαν και στον Ανδρέα έμειναν οι αναμνήσεις, το καφενείο του πατέρα, ένα πτυχίο Οινολόγου και η μεζούρα. Η μεζούρα για να μετρά τον χώρο, να τηρούνται οι αποστάσεις, να μείνει μακριά η αρρώστια, η επαφή, ο ιός.

Το καφενείο του πατέρα δεν βρισκόταν σε τουριστικό σημείο, καφενείο της γειτονιάς ήταν. Παρ’ όλα αυτά, για τον Ανδρέα το μαγαζί του είχε την ίδια βαρύτητα με όσα βρίσκονταν σε νησιά, σε πολυσύχναστα μέρη του κέντρου, σε μεγάλα ξενοδοχεία… Όταν το έλεγε στους θαμώνες αυτοί γελούσαν, κορόιδευαν, απορούσαν. Του έλεγε ο Μιχάλης, υπάλληλος του δήμου Αθηναίων στον τομέα καθαρισμού:

-Καλά ρε Ανδρεά, πώς έχει την ίδια βαρύτητα το μαγαζάκι σου με αυτό που λειτουργεί μέσα σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων;

-Έχει Μιχάλη, έχει. Εάν δεν στηρίξετε τα μαγαζιά της γειτονιάς θα κλείσουν. Αμέσως η ανεργία θα αυξηθεί, τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ η αξία της εργατικής δύναμης θα μειωθεί. Οι λίγοι ισχυροί και πλούσιοι θα γίνουν ισχυρότεροι και μεις φτωχότεροι.

Ο Μιχάλης και όσοι άκουγαν, τον κοιτούσαν περίεργα. Δεν πολυκαταλάβαιναν. Για τον πειράξει ο Μιχάλης τον ρώτησε:

-Μήπως διαβάζεις “Ριζοσπάστη”;

-Καλά, λέγε ό,τι θες. Στηρίξτε μας και δεν θα χάσετε.

Τα σκεφτόταν αυτά ακόμη πιο έντονα τώρα. Κλεισμένος δυο μήνες στο σπίτι περίμενε να ακούσει κάτι ενθαρρυντικό, κάτι που θα τον κάνει να ελπίσει ξανά. Ευτυχώς που η γυναίκα του συνέχιζε να εργάζεται από το σπίτι. Μεταφράσεις, επιμέλεια δοκιμίων… Φιλόλογος και γνώστρια δύο ξένων γλωσσών. Τον στήριζε και του έλεγε να μην απελπίζεται, κάτι θα γίνει. Και έγινε! Όταν άκουσε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ότι “η οικονομία πρέπει να επανεκκινήσει”, “από 1η Ιουνίου ανοίγουν εστιατόρια, ταβέρνες, καφενεία…” αναθάρρησε. Μετά άκουσε όμως και για υγειονομικά πρωτόκολλα, κανόνες και η χαρά εξαφανίστηκε. Η ματιά του έπεσε στη φωτογραφία της συγχωρεμένης της μάνας του. “Άντε να δούμε! Άντε να δούμε!”

Το πτυχίο Οινολόγου το είχε κρεμασμένο δίπλα από τη φωτογραφία του πατέρα του. Δίπλα αυτή η άδεια λειτουργία του καφενείου. Ο Ανδρέας ανήκε σε αυτούς που δεν άσκησαν την επιστήμη τους. Λίγο μετά το πτυχίο, ο πατέρας του πέθανε και αμέσως θυμήθηκε τα λόγια του: “Παιδί μου, Ανδρέα μου, όταν φύγω από τη ζωή να προσέχεις τη μάνα σου και το καφενείο μας”. Νεαρός, γεμάτος όρεξη για ζωή ρίχτηκε σε άγνωστο πεδίο, σε βαθιά νερά και κολύμπησε. Η μητέρα του όσο άντεχε δούλευε στο μοδιστράδικο. Πέθανε δυο χρόνια μετά τον πατέρα του. Αυτός, στον κόσμο του καφενείου. Έπαθε, έκανε λάθη, αλλά έμαθε. Άλλαξε κάπως τη διακόσμηση, τη διάταξη τραπεζιών και καρεκλών, ίσα ίσα να έρθει λίγο πιο κοντά στο σήμερα, αλλά χωρίς να διώξει τη ζεστασιά και τη φιλικότητα του μαγαζιού. Εξάλλου, ο τίτλος στη βιτρίνα δεν άφηνε περιθώρια για μοντερνισμούς κι άλλες ψυχρότητες: “Ελάτε κοντά…” έγραφε και όσοι βρίσκονταν εκεί, αργά ή γρήγορα, γίνονταν μια παρέα.

Τώρα η μεζούρα κρέμεται στον δικό του λαιμό. Φυσάει-ξεφυσάει. Βλαστημά, απελπίζεται… Μετράει από δω, μετράει από κει, τίποτα. Τον κοιτά ο Ηλίας, ο πιτσιρικάς που τον βοηθάει όταν έχει πολλή δουλειά, αλλά κι αυτός δεν έχει απάντηση. Βγαίνει έξω, στην είσοδο, κάθεται και μονολογεί: “μα, πού στο διάολο θα βάλω τα τραπέζια;

Πώς θα κρατήσω δύο μέτρα απόσταση; Και θέλει και ειδικό εξαερισμό… σκατά! Έξω δεν έχω καθόλου χώρο”. Σφίγγει τη μεζούρα, κοιτά τη βιτρίνα. “Ηλία, φέρε μου χαρτί και μαρκαδόρο. Θα γράψω αυτό και θα το κολλήσουμε στο τζάμι. Μόλις βρω μάστορα θα του ζητήσω να κάνει την αλλαγή”. Το βράδυ, φεύγοντας, έριξε τη μεζούρα στα σκουπίδια. Κοίταξε το χαρτί, στάθηκε λέγοντας “άντε να δούμε” και έφυγε. Το “ελάτε κοντά” είχε γίνει “κρατάτε αποστάσεις”.

 

Τελευταία Νέα