Πώς φτάσαμε στην 28η Οκτωβρίου 1940! (pics, vids)

Γιώργος Ντυμένος
Πώς φτάσαμε στην 28η Οκτωβρίου 1940! (pics, vids)

bet365

Το GWJ θυμάται τι προηγήθηκε εκείνης της ημέρας, που η Ελλάδα είπε «ΟΧΙ» στις ορδές του φασισμού και κατέδειξε σε όλο τον κόσμο πως ο Αξονας δεν είναι ανίκητος

Ηταν σαν σήμερα, ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 όταν ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε με τρεμάμενη φωνή στον Εμανουέλε Γκράτσι, μόλις εκείνος του επέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσουλόνι, μέσω του οποίου απαιτούσε τη διέλευση των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος. «Ωστε έχουμε πόλεμο...».

Η χώρα μας ξύπνησε μερικές ώρες μετά από τις σειρήνες, ενώ τα ανακοινωθέντα ενημέρωναν πως οι εχθροπραξίες στην Ηπειρο είχαν ήδη ξεκινήσει. Πριν καν εκπνεύσει το χρονικό περιθώριο που έδωσε ο Ντούτσε στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να τοποθετηθεί επίσημα. Τόσο θρασύδειλος ήταν και βιάζονταν να ολοκληρώσει τον... περίπατό του μέχρι την Αθήνα. Αυτό πίστευε για την έκβαση του πολέμου.

Στα βουνά της Ηπείρου όμως τον περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη, σύντομα πέρασε σε θέση αμυνόμενου και ζήτησε τη βοήθεια του Αδόλφου Χίτλερ να μην ηττηθεί ολοκληρωτικά.

Ο ίδιος κόμπαζε πως η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να του αντισταθεί και όλοι στη Ρώμη έμοιαζαν ναρκωμένοι σε ένα παραμύθι. Δεν είναι τυχαίο πως επέλεξε τη συγκεκριμένη ημερομηνία για να επιτεθεί, αφού εκείνο το πρωινό υποδέχθηκε τον σύμμαχό του Φύρερ και του ανακοίνωσε με στόμφο πως τα στρατεύματά του εισήλθαν στην πατρίδα μας. Δύο παρανοϊκοί, είχαν «αποκοιμίσει» εκατομμύρια συνανθρώπους μας και έσπρωχναν τον κόσμο στον όλεθρο.

Στην εποχή μας φαντάζει και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε το μέγεθος της εποποιίας που γράφτηκε εκείνον τον καιρό. Οχι μόνο λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, αλλά με αφορμή το μέγεθος των δυνάμεων που αντιπαρατάχθηκαν.

Ο πόλεμος πλέον, πραγματικά τι φρικτό πράγμα, διεξάγεται ουσιαστικά μέσω κουμπιών και από εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση των εμπλεκόμενων πλευρών. Μάλιστα τον παρακολουθούμε και στην τηλεόραση. Σαν ταινία ή ντοκιμαντέρ... Απαθείς...

Τότε όμως η τεχνολογική υπεροχή δεν εξασφάλιζε από μόνη της και στρατιωτικές επιτυχίες. Χρειάζονταν στοιχεία όπως θάρρος και πίστη και οι Ελληνες διάθεταν αμφότερα σε μεγάλο βαθμό. Η σύγκρουση του 1940 θύμιζε εκείνη του Δαβίδ με τον Γολιάθ. Η Ιταλία θεωρούνταν υπερδύναμη της εποχής και παρότι χλευάστηκε για τις δυσκολίες που συνάντησε στην Αιθιοπία μερικά χρόνια πριν, οι αριθμοί των δυνάμεών της προκαλούσαν ίλιγγο. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα μόλις τα προηγούμενα χρόνια είχε ξεκινήσει τον επανεξοπλισμό της, κυρίως μετά το αποτυχημένο κίνημα του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1934, που κατέδειξε όλες τις στρατιωτικές μας αδυναμίες.

Επ' ευκαιρία της αποψινής επετείου του «ΟΧΙ» που είπαν όλοι οι Ελληνες με μία φωνή, ας θυμηθούμε πως φτάσαμε σε εκείνη την ημέρα. Που έμεινε στην ιστορία ως τότε που οι λίγοι στάθηκαν απέναντι στους πολλούς και αντιτάχθηκαν στον φασισμό.

Ο Μουσουλίνι κατέλαβε την εξουσία στα 1922 και μπορεί στο πέρασμα των χρόνων να κατέστη μία γραφική φιγούρα, κυρίως με αφορμή τις εκφράσεις που έπαιρνε στις ομιλίες του, τον πρώτο καιρό παρουσιάζονταν εκ διαμέτρου αντίθετος. Ηταν τόσο μεγάλη η επιρροή του προς όλους τους ομοϊδεάτες του, που ο Χίτλερ τον θαύμαζε και συνεχώς ανέφερε πως αποτελούσε το πρότυπό του. Μετέπειτα βέβαια οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο Ντούτσε κατέστη υποτελής του.

Απέναντι στην Ελλάδα ακολούθησε μία αλλοπρόσαλλη πολιτική. Το 1923 με αφορμή τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα που λανθασμένα χρεώθηκε στην πατρίδα μας, επιτέθηκε και κατέλαβε την Κέρκυρα για περίπου ένα μήνα και η υπό διάλυση, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, χώρα μας αναγκάστηκε να καταβάλει υψηλές οικονομικές αποζημιώσεις. Ηταν το πρώτο δείγμα των επεκτατικών του βλέψεων. Ωστόσο το 1927 ξεκίνησε επαφές με τις ελληνικές κυβερνήσεις και μερικούς μήνες μετά (23 Σεπτεμβρίου 1928) ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη στη Ρώμη και υπογράφτηκε μεταξύ των δύο κρατών σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας υποστήριξης, σε ενδεχόμενο εξωτερικό κίνδυνο.

Ομως τα πλάνα του ήταν διαφορετικά. Για να αντιληφθούμε την κατάσταση θα πρέπει να ειπωθεί πως εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα ήταν αδύναμη στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Θεωρούνταν αμελητέα ποσότητα, καθώς τον λόγο είχαν τα όπλα και η κατάσταση του στρατού μας προέβαλε αποκαρδιωτική. Παράλληλα, η καταστροφή του 1922 μας είχε γονατίσει οικονομικά και επί της ουσίας κανείς πολιτικός μας δεν ήταν σε θέση να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.

Το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1934 άνοιξε τον δρόμο στον Ιωάννη Μεταξά ώστε να αναρριχηθεί στην εξουσία, αφού η πατρίδα μας «χωρίστηκε» εκ νέου σε Βενιζελικούς και αντι-Βενιζελικούς, υπήρξαν αποτάξεις αξιωματικών και με την ανοχή του Βασιλιά Γεωργίου Β' (ήταν φίλοι και ο Μεταξάς μέντοράς του σε πολεμικά ζητήματα) πήρε τα ηνία. Φυσικά, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, πρόκειται για έναν δικτάτορα που κυβέρνησε απολυταρχικά και με ελάχιστες ελευθερίες. Ηταν ντροπή και η έννοια της δημοκρατίας καταλύθηκε. Ωστόσο στο κομμάτι της προετοιμασίας για τον επερχόμενο πόλεμο και στις σχετικές διπλωματικές του κινήσεις, λειτούργησε υπέρ του κοινού συμφέροντος. Χωρίς βέβαια, το λέμε ξανά, να αναιρείται πως η κυβέρνησή του ήταν απόρροια πραξικοπήματος και δεν έλαβε τη λαϊκή ετυμηγορία, ούτε προήλθε μέσα από ορθές διαδικασίες. Υπήρξαν διώξεις και συνάνθρωποί μας εξορίστηκαν και θανατώθηκαν για τα φρονήματά τους.

Ισως μάλιστα το συγκεκριμένο γεγονός να οδήγησε τους Ιταλούς στην εσφαλμένη εντύπωση πως θα δεθεί στο άρμα τους. Ο Μουσολίνι πίστευε πως απέναντί του βρίσκονταν ένας «δικός» του και είναι χαρακτηριστικό πως ραδιοφωνικοί σταθμοί (π.χ. του Μπάρι) ενέταξαν στο πρόγραμμά τους εκπομπές στα ελληνικά, όπου υποστήριζαν ανοιχτά το καθεστώς Μεταξά. Ο οποίος ναι μεν σπούδασε στη Γερμανία και τη θαύμαζε το πρώτο διάστημα της κυριαρχίας του Χίτλερ, όμως παρέμενε πιστός στο δόγμα Βενιζέλου. Δηλαδή ουδετερότητα, φιλειρηνική στάση, ουδεμία κίνηση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εχθρική, αλλά συνάμα και διατήρηση διαύλου επικοινωνίας με την Αγγλία.

Το πώς αντιλαμβανόντουσαν την κατάσταση στο τότε ελληνικό κράτος, αποτυπώνεται στα λόγια του. «Η Ελλάς δέν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη άπό θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς... Ή Ελλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ώς έκ της γεωγραφικής της θέσεως μέ καμίαν απολύτως ναυτικής δυναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα τό όποιον ουδέ νά σκεφθή δύναται...».

Αυτόματα θεωρούνταν δεδομένο ποια πλευρά θα επέλεγε σε περίπτωση εισόδου της χώρας μας στον πόλεμο, κάτι που προσπαθούσε να αποφύγει. Την ίδια στιγμή, κακά τα ψέμματα, η κατάσταση που στρατού λίγα χρόνια πριν το 1940, δεν καθιστούσε την πατρίδα μας ως κάποια υπολογίσιμη δύναμη και δεν επέτρεπε περιθώρια ελιγμών. Για αυτό ξεκίνησε μία πυρετώδης υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Στα ναυπηγεία της Μεγάλης Βρετανίας παραγγέλθηκαν αντιτορπιλικά, εκσυγχρονίστηκαν εκείνα του Σκαραμαγκά, δόθηκε βαρύτητα στην εσωτερική βιομηχανία οπλισμού και υπήρξαν επαφές για την απόκτηση σύγχρονων αεροσκαφών. Τα περισσότερα δεν υλοποιήθηκαν αφού τα «φρέναρε» η διαφαινόμενη έναρξη του πολέμου, αλλά έδωσαν και την αφορμή για την αναδιάρθρωση των επιτελείων.

Την ίδια στιγμή, από τα τέλη του 1936, ξεκίνησε η εκπόνηση ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου, της κατασκευής των οχυρών Μεταξά στη Μακεδονία, ώστε να προφυλαχθούν τα σύνορα με τη Βουλγαρία. Η ολοκλήρωσή τους αποτελεί ένα «θαύμα». Το έργο έγινε αποκλειστικά με τη συνδρομή Ελλήνων αρχιτεκτόνων, εργατών και φυσικά πόρων, κάτω μάλιστα από το πέπλο πλήρης μυστικότητας. Οσοι εργάζονταν μεταφέρθηκαν από άλλα μέρη και κυρίως την Πελοπόννησο, ώστε να μην γνωρίζουν την ακριβή τοποθεσία που βρίσκονταν και να μην διαρρεύσει το παραμικρό.

Τα εργοτάξια φυλάγονταν εξαιρετικά, απαγορεύονταν η είσοδος ή έξοδος χωρίς ουσιαστικό λόγο και είχαν καμουφλαριστεί, ώστε να μοιάζουν με οικοδομές ή συνεργεία οδοποιίας. Οι μηχανικοί που επισκέφθηκαν τη «Γραμμή Μαζινό» «πάντρεψαν» το γαλλικό μοντέλο με το φυσικό τοπίο της ευρύτερης περιοχής και τα περισσότερα κτίσματα ήταν αδύνατο να εντοπιστούν. Οταν οι Ναζί επιτέθηκαν στην πατρίδα μας βρέθηκαν απροετοίμαστοι και δεν είναι τυχαίο πως αναγκάστηκαν να υπερκεράσουν τα οχυρά. Μάλιστα σε ορισμένα γνώρισαν οδυνηρές ήττες και υπέστησαν βαριές απώλειες.

Ο καιρός περνούσε και τα σύννεφα του πολέμου επισκίαζαν όλη την Ευρώπη. Η χώρα μας παρέμενε τότε ένας ασήμαντος παίκτης στη διπλωματική σκηνή, που κανείς δεν υπολόγιζε ουσιαστικά. Δεν είναι ψέμα πως οι Αγγλοι ενδιαφέρονταν περισσότερο να προσεταιρισθούν την Τουρκία, ενώ και η δική μας πλευρά, με την πάροδο του χρόνου, αντιλήφθηκε πως η οποιαδήποτε συμμαχική βοήθεια θα ήταν μόνο σε επίπεδο εντυπώσεων και όχι ουσίας.

Πάντως η Ελλάδα κατάφερε να «απομονώσει» τη Βουλγαρία, που εκείνα τα χρόνια θεωρούνταν ως ο υπ' αριθμόν ένα εχθρός της. Το 1934 πήρε σάρκα και οστά το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης, μεταξύ της πατρίδας μας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας, που προέβλεπε και στρατιωτική σύμπραξη, σε περίπτωση που κάποιο εκ των τεσσάρων συμβαλλόμενων μελών απειλούνταν από εξωτερικό εχθρό.

Υπό αυτές τις συνθήκες φτάσαμε στα τέλη του 1936 και ο Μεταξάς σε συνεδρίαση των αρχηγών του επιτελείου, έδωσε το «στίγμα» της πολιτικής μας. «Αυτό που θα σας είπω δεν θα το ανακοινώσετε εις κανένα. Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας. Επαναλαμβάνω και πάλιν: Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης». Τουλάχιστον έτσι σώζονται στα σχετικά έγγραφα, ως τα λόγια του.

Τον Απρίλιο του 1939 η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία και αυτόματα απέκτησε πρόσβαση στα σύνορά μας. Εκείνη τη στιγμή έγινε παραπάνω από εμφανές πως ήθελε να... πατήσει πόδι στη Βαλκανική, την οποία ο Μουσολίνι θεωρούσε ως «σφαίρα επιρροής του». Αλλωστε οι Γερμανοί είχαν στραμμένη την προσοχή τους κυρίως στην Ανατολή και δεν ενδιαφέρονταν για τη Μεσόγειο. Τουλάχιστον αρχικά. Ηταν τότε που η ελληνική αντικατασκοπεία πήρε άριστα! Παρά τις διαβεβαιώσεις της άλλης πλευράς για σεβασμό της εδαφικής μας ακεραιότητας και πρόθεσής της για ανανέωση του συμβόλου φιλίας του εξέπνεε τότε, στην Αθήνα γνώριζαν πως ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1939, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους ο Μουσουλίνι και ο Χίτλερ υπέγραψαν το «Χαλύβδινο Σύμφωνο», όπως ονόμασαν τη συμμαχία τους. Την ίδια στιγμή από το Λονδίνο πίεζαν την ελληνική διπλωματία να μην κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τους Ιταλούς, οι δύο χώρες έπαυσαν να δεσμεύονται από τη συμφωνία του 1928 και η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι.

Ο Ντούτσε άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του και από τις αρχές του 1940 θα κάνει απανωτά λάθη, υποτιμώντας συνεχώς τους Ελληνες. Θολωμένος επειδή ο σύμμαχός του Φύρερ δεν τον ενημέρωσε για τα σχέδιά τους εναντίον της Πολωνίας, θεώρησε πως μέσω μίας «επίδειξης δύναμης» θα αναβάθμιζε το κύρος του. Ετσι στις 10 Ιουνίου ανακοίνωσε την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Γαλλίας, μπροστά σε ένα πλήθος που παραληρούσε. Εκείνο το διάστημα η ιταλική πλευρά έστελνε αναφορές στους Γερμανούς πως αγγλικά πολεμικά αεροσκάφη πετούσαν ανενόχλητα στον ελληνικό εναέριο χώρο, ενώ έθετε ζήτημα Τσαμουριάς! Ομως τα στρατεύματά του ηττήθηκαν στο μέτωπο των Αλπεων και στις 14 Ιουνίου οι πρώτες μεραρχίες Πάντσερ μπήκαν στο Παρίσι. Ουσιαστικά δηλαδή δεν κέρδισε στο πεδίο της μάχης έναν αντίπαλο που κατέρρεε και εμβρόντητος ενημερώθηκε από τον Χίτλερ πως σκοπός του είναι να συνάψει ειρήνη με την Αγγλία, να συμπεριφερθεί στη Γαλλία ως σύμμαχό και όχι σαν κατακτημένη χώρα και πως πλέον τον απασχολεί μόνο η ΕΣΣΔ.

Από εκείνο το σημείο ήταν πια και επίσημο ότι οι Γερμανοί δεν θεωρούσαν τους Ιταλούς ισότιμους συνομιλητές τους. Το κύρος του Μουσουλίνι ήταν καταρρακωμένο, από τη Γαλλία κέρδισε μόνο λίγα χιλιόμετρα εδάφους και μέσα στην πλάνη του πίστεψε πως η Ελλάδα προσφέρονταν ώστε να αναβαθμιστεί ως ηγέτης στη διεθνή σκηνή.

Οι πρώτες ενδείξεις για τις προθέσεις του αποτυπώθηκαν τον Ιούνιο του 1940. Στις ακτές της Κέρκυρας έφτασε μία βάρκα με δύο Αλβανούς, που αμέσως συνελήφθησαν από την αστυνομία. Μετά από ανακρίσεις που διεξήχθησαν, αμφότεροι ομολόγησαν πως σκότωσαν τον Αλβανό επικηρυγμένο ληστή Νταούτ Χότζα και για το συμβάν ειδοποιήθηκαν οι αρχές στα Τίρανα. Δεν αποκριθήκαν και ξαφνικά, μετά από περίπου ένα μήνα, σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος δημοσίευσε μεν την είδηση του θανάτου του Χότζα, αναφέροντας όμως πως πρόκειται για ένα πατριώτη που σκότωσαν επίτηδες οι Ελληνες στη μεθόριο. Η Αθήνα προέβη σε διαψεύσεις, αλλά η προπαγάνδα είχε ήδη αρχίσει και μέχρι την 28η Οκτωβρίου θα παρατηρηθούν δεκάδες αντίστοιχα περιστατικά.

Λίγο αργότερα, στις 15 Αυγούστου του 1940, συνέβη το περιστατικό που σύμφωνα με πολλούς έκρινε την τύχη του πολέμου, πριν καν ξεκινήσει. Το υποβρύχιο Delfino επιτέθηκε και βύθισε το καταδρομικό Ελλη που ναυλοχούσε στην Τήνο, επ' ευκαιρία των εορτασμών της Παναγίας. Παράλληλα προξένησε ζημιές στο λιμάνι του νησιού, ενώ ο τραγικός απολογισμός της άνανδρης επίθεσης ήταν εννέα νεκροί και πάνω από 20 τραυματίες. Τα ευρήματα που υπήρξαν δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης για το ποιος ευθύνονταν, όμως η ελληνική κυβέρνηση που ως απολυταρχικό καθεστώς έλεγχε τα ΜΜΕ, διέταξε άπαντες να αναφέρουν πως ο τορπιλισμός προκλήθηκε από «άγνωστης ταυτότητας σκάφος». Βέβαια την ίδια στιγμή η κοινωνία γνώριζε. «Οι Ιταλοί βύθισαν την Ελλη»., ψιθυρίζονταν παντού. Αυτό συνέβαλε στην αύξηση του φρονήματος, προετοίμασε όλο τον κόσμο για ότι θα επακολουθούσε και έφερε εθνική ενότητα.

Ολοι, ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας και κοινωνικής τάξης, αναζητούσαν εκδίκηση. «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου, πείστηκαν πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό έχει η Ελλάδα: Την Ιταλία. Και πως θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστεί ο εχθρός με ανδρισμό παρά να υποχωρήσει το ελληνικό έθνος μπροστά σε έναν εχθρό που δε δίσταζε να μεταχειρίζεται τέτοια μέσα»», θα γράψει χαρακτηρίστηκα ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι στα απομνημονεύματά του.

Ακόμη παραμένει άγνωστο γιατί αποφασίστηκε εκείνη η επίθεση. Οι περισσότεροι θεωρούν πως εντάχθηκε στο πλαίσιο των προκλήσεων από ιταλικής πλευράς, όμως υπάρχουν και ορισμένοι που πιστεύουν πως ήταν απόρροια «παρεξήγησης», όσο δύναται να χρησιμοποιηθεί ο παραπάνω χαρακτηρισμός. Επειδή εκείνο τον καιρό άπαντες ήθελαν να φαίνονται αρεστοί στον Μουσολίνι, μεταξύ άλλων του μεταβιβάζονταν «πληροφορίες» ότι στο Αιγαίο υπάρχουν αγγλικά πολεμικά σκάφη. Στην πλάνη τους δηλαδή να «επιβεβαιώσουν» τον παράφρονα ηγέτη τους πως σωστά πράττει και θέλει να καταλάβει στην Ελλάδα. Ετσι ο Ντούτσε έδωσε εντολή στις ναυτικές δυνάμεις των Δωδεκανήσων να τους επιτεθούν και ο κυβερνήτης του Delfino θεώρησε πως η Ελλη ανήκε στον βρετανικό στόλο.

Οπου και να βρίσκεται η αλήθεια, δεν αναιρεί πως ήταν μία πράξη δειλίας. Πλέον στα ελληνικά επιτελεία ήταν σίγουροι πως ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει ο πόλεμος και εκπονήθηκε το «κόλπο» της «μερικής επιστράτευσης». Και όχι μόνο. Τη στιγμή που στη Ρώμη δεν είχαν την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα και στις συσκέψεις τους θεωρούσαν πως η επίθεση θα μετατραπεί σε στρατιωτικό περίπατο και για κάποιον ανεξήγητο λόγο υπολόγιζαν στη βοήθεια του τοπικού πληθυσμού, στην πατρίδα μας σε στρατιωτικό επίπεδο όλα λειτουργούσαν ρολόι.

Από τα τέλη Μαϊου του 1940 μέχρι και την 27η Οκτωβρίου, χιλιάδες Ελληνες που θα καλούνταν στα όπλα εν καιρώ πολέμου, έλαβαν ατομικά φύλλα πορείας για μονάδες της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Επ' ευκαιρία αξίζει να πούμε πως το εγχείρημα είχε επαναληφθεί, για μερικές ημέρες μόνο, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία περίπου 16 μήνες πριν και το ΓΕΣ αντιλήφθηκε τότε όλες τις ατέλειές του. Ετσι άπαντες ήταν προετοιμασμένοι. Επί του πρακτέου αυτό σήμαινε πως οι μεραρχίες άρχισαν να επανδρώνονται στο 100%, με πρόσχημα ότι θα υπάρξει μετεκπαίδευση για ορισμένους και δεν παρατηρήθηκε κάποια μαζική μετακίνηση που θα μπορούσε να κινήσει υποψίες. Συνέχεια των παραπάνω ήταν πως δεν απολύθηκαν από τις μονάδες όσοι ολοκλήρωναν εκείνο το διάστημα τις υποχρεώσεις τους, καθώς χαρακτηρίστηκαν «εκπαιδευτές». Το τρικ έπιασε και οι Ιταλοί δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν το ακριβές μέγεθος των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν απέναντί τους. Ηξεραν πως κάτι γίνεται, χωρίς να μπορούν να το προσδιορίσουν. Δοκιμάστε να το σκεφτείτε. Σε ένα στρατόπεδο τη Δευτέρα μπαίνουν οκτώ νέοι στρατιώτες, την επομένη κανείς, μετά επτά κ.ο.κ. Ετσι πραγματοποιήθηκε αν θέλουμε να το απλουστεύσουμε, σε βάθος βέβαια μηνών.

Αντίθετα οι πράκτορες της χώρας μας στην Αλβανία έφεραν στο ακέραιο το καθήκον τους. Ενημέρωναν για κάθε κίνηση του ιταλικού στρατού, τον ακριβή αριθμό του, ενώ από τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1940 έστελναν συνεχώς μηνύματα πως το μηχανικό ανοίγει δρόμους μεγάλου πλάτους και κατασκευάζονται ή επιδιορθώνονται οι γέφυρες στα ποτάμια που οδηγούν στα σύνορα με την Ελλάδα. Απαντες καταλάβαιναν πως τα παραπάνω αφορούν προετοιμασίες πολέμου.

Στις 11 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι ενημερώθηκε, ξανά, από τον «σύμμαχό» του Χίτλερ ότι μονάδες των ΕΣ ΕΣ εισήλθαν στη Ρουμανία, ώστε να διασφαλίσουν τα πετρέλαια του Πλοεστί. Οργισμένα ξέσπασε στους συνεργάτες του. «Θα πληροφορηθεί από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα!», φώναζε όπως διασώζεται. Μόλις τέσσερις ημέρες μετά συνήλθε το ανώτατο συμβούλιο της Ιταλίας, όπου ανακοίνωσε σε όλους την απόφασή του να εισβάλει άμεσα στη χώρα μας. Ο μόνος που διαφώνησε σύμφωνα με τις πηγές, ήταν ο στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο.

Παραπάνω σταθήκαμε στην εκτεταμένη παραπληροφόρηση που είχαν Ιταλοί για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ξέχωρα από τη Τσαμουριά που ονειρεύονταν να εγκαθιδρύσουν και το γεγονός πως πίστευαν ότι ο τοπικός πληθυσμός θα τους ενισχύσει, παρουσιάζονταν, ελέω μερικής επιστράτευσης, εντελώς ανενημέρωτοι και για τη σύνθεση των δυνάμεων της χώρας μας. Οι μεραρχίες μας που θα καλούνταν να αντισταθούν τις πρώτες ημέρες μέχρι την έλευση ενισχύσεων ήταν πλήρης σύνθεσης, ενώ οι ντόπιοι είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν, όπου χρειάζονταν, τους δρόμους.

Οσο για τις θρυλικές πλέον γυναίκες της Ηπείρου, ετοιμάζονταν να γράψουν τη δική τους εποποιία. Παρόλα αυτά η αλαζονεία των φασιστών ήταν εμφανής. Ο αρχιστράτηγος των επιχειρήσεών τους Πράσκα και ο υφυπουργός Στρατιωτικών και στρατηγός Σοντού ανέφεραν πως τα στρατεύματά τους σε μόνο μία εβδομάδα θα έχουν καταλάβει τα Γιάννινα. Μάλιστα ο Μουσουλίνι τους εμπιστευόταν τυφλά και καταγράφηκε το εξής περιστατικό. Στις 2 Νοεμβρίου ο Ντούτσε έστειλε στο μέτωπο τον στρατηγό Πίκολο, ώστε να συναντήσει τον Πράσκα και να τον συγχαρεί, εκ μέρους του, για τη θετική έκβαση των εχθροπραξιών. Μάλιστα ο πρώτος ενημέρωσε τον δεύτερο πως επειδή δεν θα πραγματοποιηθεί η απόβαση στην Κέρκυρα, θα του διατεθούν άμεσα οι δυνάμεις που είχαν προγραμματιστεί να συμμετάσχουν στην επιχείρηση.

«Μπορείτε να μεταφέρετε στον Ντούτσε ότι μπορεί να είναι ήσυχος. Υπολογίζω πως σε τρεις ημέρες θα βρίσκομαι στα Ιωάννινα και λίγο μετά στην Πρέβεζα. Οι Ελληνες αντιτάσσουν ψεύτικη αντίσταση και τράπηκαν σε φυγή. Πλέον δεν υφίσταται κίνδυνος και στο μέτωπο της Κορυτσάς. Οι Ελληνες δεν επιτέθηκαν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να επιτεθούν», του μετέφερε ως απάντηση, με λόγια που αποτυπώνουν πως το ιταλικό επιτελείο δεν είχε την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα, ακόμη και μετά την έναρξη του πολέμου.

Φτάσαμε λοιπόν στο τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και τόσο στην Αθήνα όσο και στη Ρώμη το θερμόμετρο βρίσκονταν στο κόκκινο. Ο Κόμης Τσιάνο στις 22 του μηνός έγραψε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του. «Ο Ντούτσε συνέταξε μια επιστολή για τον Χίτλερ όπου περιγράφει τη γενική κατάσταση που επικρατεί. Υπαινίσσεται επίσης την επικείμενη ενέργεια μας στην Ελλάδα, αλλά δεν καθορίζει ούτε την μορφή που θα έχει, ούτε την ημερομηνία, γιατί φοβάται μήπως οι Γερμανοί τον σταματήσουν ακόμη μία φορά. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις που μας κά­νουν να πιστεύουμε ότι από το Βερολίνο δεν βλέπουν με πολύ ενθουσιασμό την πορεία μας προς την Αθήνα. Η ορισθείσα ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρίου. Αρχίζω να συντάσσω το τελεσίγραφο, το οποίο ο Γκράτσι θα επιδώσει στον Μεταξά στις 2 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Φυσικά είναι ένα κείμενο το οποίον δεν αφήνει στην Ελλάδα κάποια διέξοδο. Ή θα δεχθεί κατάληψη ή θα υποστεί επίθεση»!

Την ίδια στιγμή οι ιταλικές αρχές στην Αλβανία ενημερώνονται πως στις 25 και 26 του μηνός θα πρέπει να «σκηνοθετήσουν» επεισόδια που θα πιστωθούν σε Ελληνες πράκτορες, ώστε το κλίμα να δείχνει τεταμένο. Οπερ και εγένετο. Π.χ. στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα εξεράγησαν τρεις βόμβες και το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων μετέδωσε, μεταξύ άλλων, πως «καταζητούνται Ελληνες και Βρετανοί πράκτορες που τις τοποθέτησαν».

Ομως στην πατρίδα μας όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου. Ο πρέσβης μας από τη Ρώμη τηλεγράφησε στις 20/10 πως η ιταλική επίθεση αναμένεται να πραγματοποιηθεί από τις 25 ως τις 28 Οκτωβρίου, ενώ ανάλογη πληροφόρηση είχαν και οι Αγγλοι. Που επέμεναν να στείλουν μονάδες στη χώρα μας, όμως το αίτημά τους δεν γίνονταν αποδεκτό. Στην Ελλάδα αντιλαμβάνονταν πως βρίσκονταν σε δυσχερή θέση και η βοήθειά τους θα ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Ας μην ξεχνάμε πως εκείνες της ημέρες η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε απομείνει μόνη εναντίον των Ναζί. Την αρνούνταν λοιπόν επειδή δεν επιθυμούσαν να προκαλέσουν τους Γερμανούς, κάτι που αποτυπώθηκε και μετά την κήρυξη του πολέμου.

Παρότι σε σύντομο χρονικό διάστημα η πατρίδα μας από αμυνόμενη πέρασε στη θέση του επιτιθέμενου, αρκετές φορές επιδίωξε ειρήνη με τους Ιταλούς και ζήτησε τη διαμεσολάβηση του Βερολίνου. Μόνο όταν αποκλείστηκε κάθε σχετικό ενδεχόμενο επέτρεψε να αποβιβαστούν οι πρώτες συμμαχικές δυνάμεις στην επικράτειά μας . Μάλιστα οι αεροπορικές τους μοίρες στάθμευαν στην Αθήνα, ώστε να βρίσκονται εκτός εμβέλειας των πετρελαίων της Ρουμανίας και να μην θεωρούνται εχθρικές προς τους Γερμανούς. Μόνο όταν κατέστη ξεκάθαρο πως ο Χίτλερ θα επιτεθεί στα Βαλκάνια και μετά το θάνατο του Μεταξά, μετακινήθηκαν βόρεια και άρχισαν να πλήττουν το Πλοεστί. Κάτι που για ορισμένους συνέβαλε για την επίσπευση της επιχείρησης «Μαρίτα».

Οι στιγμές ήταν κρίσιμες και τις τελευταίες 72 ώρες πριν την κήρυξη του πολέμου, οι δύο πλευρές έριχναν η μία στάχτη στα μάτια της άλλης. Ομως οι Ιταλοί δεν φαντάζονταν πως οι Ελληνες ήξεραν τα πάντα για τα σχέδιά τους.

Το πρωί της 24ης Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα ο Αντόνιο Πουτσίνι, γιος του διάσημου συνθέτη ώστε να παρακολουθήσει από κοντά την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμ Μπατερφλάι» (δικής του έμπνευσης), που είχε προγραμματιστεί για μία ημέρα μετά. Ο Εμανουέλε Γκράτσι τον είχε προσκαλέσει να παρευρεθεί με την πρόφαση, όπως ισχυρίζονταν η πρεσβεία της Ιταλίας, η παρουσία του να αποτελέσει το έναυσμα για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και να αποφορτίσει το κλίμα. Το έργο θα ανέβαινε στο Βασιλικό Θέατρο και είχε προσκληθεί σύσσωμη η ελληνική κυβέρνηση, ξέχωρα φυσικά από την εγχώρια ελίτ της εποχής.

Μία ημέρα μετά (26/10) είχε προγραμματιστεί μεγάλη δεξίωση προς τιμήν τόσο του Πουτσίνι όσο και των συντελεστών της παράστασης. «Ξέρω πόσο δυσάρεστο είναι για κάποιον να δεχθεί το φιλί του Ιούδα. Δεν θα μεταβώ και από τους υπουργούς θα πάνε μόνο δύο. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ν. Μαυρουδής και ο Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδης», διαμήνυσε την 25η ο Μεταξάς στους συνεργάτες του, ενώ η κοσμική Αθήνα ήταν επί ποδός για το μεγάλο γεγονός. Στη Ρώμη υφαίνονταν ένα ύπουλο σχέδιο αποπροσανατολισμού, αλλά όλες οι αναφορές που ελάμβανε η ελληνική πλευρά συνηγορούσαν πως οι πολεμικές της μηχανές είχαν ήδη ανάψει. Εκείνη την ημέρα μάλιστα ο πρόξενός μας στην Αλβανία τηλεγραφούσε. «Ολοι οι αξιωματικοί πήραν εντολή να μεταβούν στο Αργυρόκαστρο».

Πια υπολείπονταν μόλις 48 ώρες για την επίθεση. Κυλούσαν βασανιστικά. Οι Ελληνες γνώριζαν ότι από στιγμή σε στιγμή ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα τους χτυπήσει την πόρτα. Στις 27 του μηνός ο Μεταξάς έγραψε στο ημερολόγιό του. ««Τι νύχτα! Στις 2 το πρωί ο Νικολούδης (σ.σ. Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού) μου τηλεφώνησε πως το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων μετέδωσε ότι ελληνική συμμορία πέρασε σε αλβανική έδαφος και συνεπλάκη με άνδρες του στρατού. Συνδυάζω όλες τις πληροφορίες και φήμες και απέκτησα τη πεποίθηση ότι πρόκειται περί σκηνοθεσίας, ενόψει της επικείμενης επίθεσης. Ηδη ήρθα σε συνεννόηση με τον Παπάγο και τους διοικητές στα σύνορα. Στις 4 το πρωί έδωσα εντολή να διαψευστεί από το αθηναϊκό πρακτορείο ειδήσεων».

Την ίδια στιγμή ο πρέσβης Γκράτσι κατάστρωνε τα σχέδιά του, αφού τα ξημερώματα της επομένης θα έπρεπε να παραδώσει στην ελληνική πλευρά το τελεσίγραφο που ήδη κρατούσε στα χέρια του. Μάλιστα είχε ληφθεί την προηγουμένη κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που διοργανώθηκε με αφορμή την παράσταση «Μαντάμ Μπατερφλάι» και επειδή έρχονταν σε μέρη και κωδικοποιημένο, έδωσε εντολή στις γραμματείς του να μην απουσιάζουν ταυτόχρονα ώστε να το δακτυλογραφούν/αποκωδικοποιούν, για να μην κινήσουν υποψίες. Οσες παρέμεναν στην αίθουσα χαμογελούσαν και αστειεύονταν με τους Ελληνες, παρότι μερικά λεπτά πριν έγραφαν τη μοίρα που ήθελε να τους επιβάλει ο ηγέτης τους. Ο Κόμης Τσιάνο από την πλευρά του, ως υπεύθυνος της ιταλικής διπλωματίας, ενημέρωσε όλους τους εμπλεκόμενους ότι οι Γερμανοί θα έπρεπε να πληροφορηθούν τις προθέσεις τους μόλις στο... παρά πέντε. Βλέπετε για το πρωί της 28ης είχε προγραμματιστεί συνάντηση του Μουσολίνι με τον Χίτλερ στη Φλωρεντία και ο Ντούτσε επιθυμούσε να τον φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος (ο ηγέτης των Ναζί προέρχονταν από επισκέψεις σε Μαδρίτη και Βισί όπου έθεσε επί τάπητος το ενδεχόμενο εισόδου του Φράνκο στον πόλεμο).

Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας λίγο πριν τα μεσάνυχτα τηλεφώνησε στον Οτο Φόν Μπίσμπαρκ, πρεσβευτή της Γερμανίας στην Ρώμη, όπου και του μετέφερε το περιεχόμενο του τελεσιγράφου που θα παρέδιδαν στην Ελλάδα. Ο Γκράτσι από την πλευρά του βρίσκονταν μέχρι αργά το βράδυ σε μία δεξίωση και αναχώρησε προφασιζόμενος κόπωση. Κατοικούσε στο κτίριο της πρεσβείας και είχε ήδη ενημερώσει τον στρατιωτικό του ακόλουθο να τον περιμένει. Τον παρέλαβε και μαζί με τον μεταφραστή τους, κατευθύνθηκαν για το σπίτι του Μεταξά στην Κηφισιά. Μάλιστα μετέβησαν με το στρατιωτικό όχημα που είχαν στην κατοχή τους, για να μην κινήσουν υποψίες.

Λίγο πριν της 3 το πρωί έφτασαν στον προορισμό τους και μετέφεραν στους σκοπούς πως έπρεπε εσπευσμένα να μιλήσουν στον πρωθυπουργό. Εκείνος ξύπνησε πρώτα τον ακόλουθο και προς στιγμήν υπήρξε μπέρδεμα ως προς την εθνικότητα των επισκεπτών. Ομως ο Μεταξάς έγραψε στα απομνημονεύματά του πως αμέσως αντιλήφθηκε ποιος ήταν, αφού είδε από το παράθυρο το αμάξι που είχε σταθμεύσει έξω από το σπίτι του και διέκρινε τα ιταλικά διακριτικά. Εβαλε μία ρόμπα και βγήκε μόνος του στην εξώπορτα, φωνάζοντας στον φρουρό να επιτρέψει την είσοδο στους τρεις άνδρες.

Επειδή τόσο εκείνος όσο και ο Γκράτσι γνώριζαν γαλλικά, κρίθηκε σκόπιμο να μιλήσουν απευθείας και οι συνοδοί του τελευταίου (στρατιωτικός ακόλουθος, μεταφραστής) περίμεναν στον κήπο. Οι δύο τους έχουν περιγράψει πανομοιότυπα τη σκηνή. Κάθονταν απέναντι σε ένα σαλονάκι και ο Ιταλός πρέσβης του είπε. «Με έχουν επιφορτίσει να σας επιδώσω αυτή τη διακοίνωση». Ο Μεταξάς την πήρε, άρχισε να τη διαβάζει και από τις εκφράσεις του προσώπου του έδειχνε σοκαρισμένος. Η άλλη πλευρά κατηγορούσε την πατρίδα μας πως είχε παραβιάσει τις αρχές της ουδετερότητας υπέρ των Αγγλων και ότι καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουρίας. Τότε η γειτονική χώρα ήταν προτεκτοράτο των Ιταλών, με βασιλιά τον Βίκτορα Εμμανουήλ Γ'. Για αυτό τον λόγο ο Μουσολίνι ζητούσε να επιτραπεί από την Ελλάδα η διέλευση των στρατευμάτων του από τα σύνορά της και η κατάληψη από μέρος τους ορισμένων στρατηγικών σημείων της πατρίδας μας. Σε διαφορετική περίπτωση στις 6 το πρωί, δηλαδή σε 3 ώρες, ο ιταλικός στρατός θα επιτεθεί του ελληνικού. «Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Οταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: «Alors, c'est la guerre» (σ.σ. λοιπόν, έχουμε πόλεμο)», έγραψε ο Γκράτσι.

Ορισμένες πηγές αναφέρουν πως υπήρξε και ο παρακάτω διάλογος.

-Μεταξάς: Λοιπόν, έχουμε πόλεμο

-Γκράτσι: Οχι απαραίτητα εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποδεχτείτε τους όρους της.

-Μεταξάς: Λέτε ότι θα επιτεθείτε σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ακόμα και να το ήθελα, πιστεύετε ότι σ’ αυτό το διάστημα προλαβαίνω να ξυπνήσω τον βασιλιά και να τον ενημερώσω; Να ειδοποιήσω τον Υπουργό Στρατιωτικών και το Γενικό Επιτελείο Στρατού; Να παρθούν όλες οι σχετικές αποφάσεις; Εστω ότι γίνονται όλα αυτά, ποια είναι τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας;

-Γκράτσι: Δεν έχω ιδέα.

-Μεταξάς: Οχι... Είναι απαραίτητο. Εχουμε πόλεμο...

Ο Γκράτσι γράφει και πως ολοκληρώθηκε η συνάντησή τους. «Ενιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Ελληνα πρωθυπουργό και έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο».

Οι επόμενες ώρες ήταν δραματικές. Αμέσως ενημερώθηκε ο βασιλιάς, ο Παπάγος, οι διοικητές μεραρχιών της Ηπείρου και οι Βρετανοί. Ο πρέσβης Πάλερετ ανακοίνωσε στην ελληνική πλευρά πως η Αγγλία είναι στο πλευρό της, ενώ από την Τουρκία και τη Βουλγαρία παρέχονταν διαβεβαιώσεις πως θα σεβαστούν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Οι Ιταλοί είχαν αποτύχει να πείσουν τη Σόφια να τους ακολουθήσει στην εισβολή, αφού εκείνη παρέμενε προσηλωμένη στη Γερμανία. Οι αντιαεροπορικές σειρήνες άρχισαν να ηχούν μετά τις 05:30 και από το ραδιόφωνο μεταδίδονταν διαγγέλματα και εμβατήρια. «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της πέμπτης και τριάντα πρωϊνής της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», ανέφερε το πρώτο ανακοινωθέν.

Ξημέρωσε και οι θρασύδειλοι μελανοχίτωνες δεν περίμεναν καν να εκπνεύσει το τελεσίγραφο του Γκράτσι. Πριν τις 6 ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Οι Ελλληνες στα φυλάκια άρχισαν να υποχωρούν συντεταγμένα, με βάση τις διαταγές που είχαν. Περισσότεροι από 100.000 Ιταλοί πέρασαν τα σύνορα, αλλά απέναντί τους βρήκαν 35.000 ξιφολόγχες. Το μέτρο της μερικής επιστράτευσης είχε πιάσει στον ύπνο τους επίδοξους κατακτητές, αφού εκτός όλων των άλλων είχε πραγματοποιηθεί και με γεωγραφικά κριτήρια. Οι άνδρες που επάνδρωναν την πρώτη γραμμή άμυνας ήταν ντόπιοι, που ήξεραν τα βουνά και υπερασπίζονταν τα σπίτια τους. Τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

Η τακτική υποχώρηση του ελληνικού στρατού μέχρι να ολοκληρωθεί η συγκέντρωση όλων των δυνάμεων, παρέσυρε τους Ιταλούς σε παγίδες θανάτου. Ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος εκδίδει την ημερήσια διαταγή. «Ούτε βήμα πίσω», ενώ νωρίτερα είχε τηλεγραφήσει στην Αθήνα, αρκετές ώρες πριν επιδοθεί το τελεσίγραφο. Σαν να ήξερε τι θα ακολουθούσε. «Αναφέρατε παρακαλώ στον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ ότι, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν ή κατά τη διάρκεια της νυκτός 27 προς 28 Οκτωβρίου θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, συμφώνως προς τας διαταγάς και οδηγίας του Γενικού Επιτελείου. Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν ΓΕΣ –και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως– ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι». Και δεν πέρασαν. Εχοντας ελευθερία κινήσεων, η 8η Μεραρχία του θα περάσει στην ιστορία.

Την ίδια στιγμή το θρυλικό Aπόσπασμα Πίνδου του Κωνσταντίνου Δαβάκη «εγκλώβισε» την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» και μετατράπηκε σε θρύλο. Ολες οι ελληνικές μονάδες εφάρμοσαν υποδειγματικά την ανελαστική άμυνα και ενώ έδιναν στον αντίπαλο την εικόνα πως ανά πάσα στιγμή θα καταρρεύσουν, εκείνες ενισχύονταν και περίμεναν την εντολή για τακτικές αντεπιθέσεις. Το πρώτο 10ημερο του Νοεμβρίου οι Ιταλοί είχαν βρεθεί στις αρχικές τους θέσεις και σταδιακά άρχισαν να υποχωρούν μέσα στο αλβανικό έδαφος. Η εαρινή τους επίθεση (9-21 Μαρτίου) κατέληξε σε πλήρη αποτυχία, η ιαχή «αέρας» δονούσε την ατμόσφαιρα και η Ελλάδα έστειλε παντού το μήνυμα πως ο άξονας μπορεί να ηττηθεί.

Η απάντηση στο «πώς» αποτυπώνεται στις φωτογραφίες της εποχής, όπου παντού είχε στηθεί ένα πανηγύρι. Λες και δεν πήγαιναν στον πόλεμο, αλλά σε γάμο και γιορτή. Οι γυναίκες έφεραν εις πέρας τη διοικητική μέριμνα, σε κάθε χωριό στήθηκαν πρόχειρα νοσοκομεία, μαγειρεία και καταλύματα, ενώ ο απλός κόσμος προσέφερε εθελοντικά τα άλογα, τους ημιόνους αλλά και τα οχήματα που είχε στην κατοχή του, ώστε να χρησιμοποιηθούν από τον στρατό.

Οσο για τον Μεταξά, επαναλαμβάνουμε πως ήταν ένας δικτάτορας, ο οποίος όμως εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως κατανόησε σωστά το πώς αντιλαμβάνονταν οι ιδεολογικά «αδερφοί» του ισχυροί (π.χ. Χίτλερ) την Ευρώπη της κυριαρχίας τους. Οπως και τη δύναμη της Αγγλίας και την αναγκαιότητα η πατρίδα μας να μην αλλάξει στρατόπεδο. Σε μία ομιλία του μετά την έναρξη του πολέμου ανέφερε μεταξύ άλλων. «Μου δόθηκε η δυνατότητα να κατανοήσω πως η ένταξή μας στη Νέα Τάξη πραγμάτων προϋποθέτει την άρση όλων των παλαιών διαφορών που έχουμε με τους γείτονάς μας, όπως και θυσίες από την μεριά μας.

Ομως σύμφωνα με τα λεγόμενά τους οι θυσίες θα ήταν απολύτως ασήμαντες μπροστά στα οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα που θα είχε η Ελλάδα. Ανεπισήμως επεδίωξα να κατατοπιστώ συγκεκριμένα με ποιες θυσίες η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει την ατίμωση και την οικειοθελή ένταξή της στη Νέα Τάξη. Μου εδόθη τότε να καταλάβω πως η στοργή του Χίτλερ προς τους Ελληνες ήταν η εγγύηση πως θα περιορίζονταν 'σε ελάχιστες δυνατές' και πιο συγκεκριμένα σε μερικές ικανοποιήσεις προς την Ιταλία στα δυτικά μέχρι την Πρέβεζα και προς τη Βουλγαρία στην περιοχή του Δεδεαγάτς (σ.σ Αλεξανδρούπολη). Δηλαδή για να αποφύγουμε τον πόλεμο θα έπρεπε να γίνουμε εθελοντικά δούλοι και να πληρώσουμε για αυτή την τιμή, με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδας προς ακρωτηριασμό από την Ιταλία και του αριστερού προς ακρωτηριασμό από την Βουλγαρία. Φυσικά δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς πως σε αυτή την περίπτωση οι Αγγλοι θα έκοβαν τα πόδια της Ελλάδας. Και με το δίκιο τους»

Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έγραψε χαρακτηριστικά για εκείνες τις ημέρες και το καθεστώς. «Μικρά μυαλά, μικρές λεπτομέρειες και φόβος, φόβος Θεέ μου, όλους τους συνέχει ο φόβος. Ευνουχισμένοι άνθρωποι. Αντίθετα το ηθικό του μετώπου και του λαού καταπληκτικό. Ζούμε μεγάλες στιγμές». Ολη η αλήθεια σε μόλις δυο, τρεις αράδες.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα