O «ματωμένος» μήνας της κατοχής!

Γιώργος Ντυμένος
O «ματωμένος» μήνας της κατοχής!

bet365

To G-Weekend Journal θυμάται το Κοντομαρί και την Κάνδανο που γνώρισαν την οργή των χιτλερικών τον Ιούνιο του 1941, αλλά και το Δίστομο που τρία χρόνια αργότερα έγινε τόπος του μαρτυρίου για τους κατοίκους του

Στο πέρασμα των χρόνων όλοι όσοι βρέθηκαν σε κάποια μάχη, λένε πως η παρουσία και μόνο σε ανάλογες καταστάσεις «ξυπνά» στον άνθρωπο τα πλέον βάρβαρα συναισθήματά του. Από εκείνα που ίσως να μην απατώνται ακόμη και στα πιο άγρια ζώα της ζούγκλας. Ετσι έχουν «δικαιολογηθεί» πολλά δεινά που προκάλεσαν εμπόλεμοι, τόσο εναντίον των εκάστοτε αιχμαλώτων τους, όσο και σε αμάχους που βρέθηκαν στο διάβα τους.

Αυτό όμως απέχει παρασάγκας από την εν ψυχρώ δολοφονία εκατοντάδων κατοίκων χωριών και πόλεων, που εφάρμοσαν συστηματικά οι Ναζί κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

Εκεί όπου με «κρύο αίμα» αφάνισαν κατοικημένες περιοχές και εκτέλεσαν κυρίως τους άνδρες που κατοικούσαν σε αυτές, θέλοντας να εκδικηθούν για την αντίσταση που προέβαλαν οι κατακτημένοι λαοί. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μία στυγνή δολοφονική ενέργεια, στην οποία δυστυχώς συμμετείχαν εκατοντάδες νεαροί Γερμανοί και συνεργάτες τους, οι οποίοι μέσω της πλύσης εγκεφάλου έδειχναν τυφλή υποταγή στον Φύρερ τους.

Η διαταγή που είχε εκδώσει ο στρατάρχης Κάιτελ ήταν σαφής και ξεκάθαρη. «Για κάθε Γερμανό στρατιώτη που σκοτώνεται από αντάρτες, θα πρέπει εκτελούνται 100 όμηροι και για κάθε Γερμανό που τραυματίζεται, 50. Ο τρόπος εκτέλεσης θα πρέπει να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα», ανέφερε σχετικά.

Παράλληλα δίνονταν η «ελευθερία κινήσεων» στους τοπικούς διοικητές να εφαρμόσουν ακόμη πιο «σκληρά» μέτρα αν το έκριναν αναγκαίο, ενώ από το Βερολίνο ασκούνταν πιέσεις ώστε να εφαρμόζεται η παραπάνω εντολή. Δυστυχώς για τον γερμανικό λαό ελάχιστοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί ή οπλίτες «έσωσαν» την τιμή του έθνους τους και προσπάθησαν να αποφύγουν την εφαρμογή αυτής της αποτρόπαιας διαταγής.

Οι περισσότεροι μετά τον πόλεμο «κρύφτηκαν» πίσω από το ότι «εκτελούσαν εντολές», αλλά αυτό είναι τόσο υποκριτικό όταν οι μαρτυρίες αναφέρουν πως τις πραγματοποιούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο. Ισως για αυτό, περισσότερα από 70 χρόνια μετά την μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην Γερμανία ακόμη δείχνουν να ντρέπονται για τα όσα έγιναν τότε.

Κοντομαρί Χανίων....Καλάβρυτα...Κλεισούρα Καστοριάς... Κάνδανος Χανίων.... Δίστομο.... και τόσα άλλα μέρη της χώρας μας βίωσαν τις θηριωδίες των Ναζί, οι οποίοι εκτόνωναν στον άμαχο πληθυσμό την οργή τους, για το γεγονός πως δεν μπορούσαν να κάμψουν την ελληνική αντίσταση. Μάλιστα ο Ιούνιος θα πρέπει να χαρακτηριστεί ο «κόκκινος» μήνας, καθώς συνέπεσε με ορισμένες από τις μεγαλύτερες σφαγές. Στις αρχές του Ιούνιου του 1941 οι Ναζί «εκδικήθηκαν» τους Κρητικούς για τις τεράστιες απώλειες που τους προκάλεσαν στη μάχη του νησιού με τις εκτελέσεις στο Κοντομαρί και την Κάνδανο, ενώ τρία χρόνια μετά, στις 10 Ιουνίου του 1944, το Δίστομο θα περάσει στην ιστορία ως τόπος μαρτυρίου.

Το χαμόγελο του στρατιώτη των Ες Ες όταν σημαδεύει τον άοπλο κάτοικο στο Κοντομαρί για να τον εκτελέσει, αποτυπώνει το πώς σκέφτονταν πολλοί Γερμανοί εκείνα τα χρόνια.

Ας θυμηθούμε τι συνέβη εκείνα τα χρόνια, κάνοντας παράλληλα δύο ευχές. Να μην έρθουν ποτέ ξανά και παράλληλα, να μην ξεχαστούν όσοι πέθαναν μαρτυρικά, σε αυτά τα «σκοτεινά» έτη της ανθρωπότητας. Που πλέον όλο και περισσότεροι συμφωνούν πως δεν διέφεραν πολύ από τον Μεσαίωνα.

Την 1η Ιουνίου του 1941 ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Ναζί, μετά και την λήξη της Μάχης της Κρήτης. Ο απολογισμός για τους εισβολείς ήταν,τηρουμένων των αναλογιών, εξωπραγματικός. Περίπου 8.000 άνδρες τους, όλοι μέλη της επίλεκτης μονάδας των αλεξιπτωτιστών, ήταν νεκροί, αγνοούμενοι ή βαριά τραυματίες, κάτι που οδήγησε στην ματαίωση της επιχείρησης για την κατάληψη της Μάλτας. Της Κρήτης με τον κωδικό «Ερμής» ήταν μία πρόβα για εκείνη που θα ακολουθούσε, όμως τα πάντα ανατράπηκαν. Οι ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις αντιστάθηκαν σθεναρά παρά την έλλειψη βαρέως οπλισμού, ενώ υπήρξε ένας αστάθμητος παράγοντας. Ο τοπικός πληθυσμός. Οι Κρητικοί στην θέα των αλεξιπτωτιστών όχι μόνο δεν φοβήθηκαν, αλλά με ότι μέσα διέθεταν (παλαιού τύπου τυφέκια απόρροια του αφοπλισμού του νησιού από τον Μεταξά, αξίνες κτλ) επιτέθηκαν στους από αέρος εισβολείς, οι οποίοι συναντούσαν τον θάνατο μόλις πατούσαν στη γη. Οι περισσότεροι ύστερα από πάλη σώμα με σώμα. Μετά την παύση των εχθροπραξιών, οι Γερμανοί συνέλεξαν τα πτώματα των ανδρών τους και πάρα πολλά ήταν κατακρεουργημένα, κάτι που τους εξόργισε. Ετσι για να «εκδικηθούν», στην κρητική γη γεννήθηκε η... ιδέα των αντιποίνων. Υπολογίζεται μάλιστα πως σε όλη την διάρκεια της κατοχής στο νησί εκτελέστηκαν περισσότεροι από 7.000 άνθρωποι (άνδρες,γυναίκες και παιδιά).

Το Κοντομαρί είναι ένα μικρό χωριό κοντά στο Μέλεμε. Σε εκείνα τα χώματα, στις αρχές του Ιουνίου του 1941 οι Ναζί άνοιξαν ένα από τα πιο βίαια κεφάλαια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν η πρώτη κατοικημένη περιοχή όπου υπήρξαν μαζικά και οργανωμένα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Εκεί και κυρίως στον ποταμό Ταυρωνίτη, οι απώλειες των εισβολέων ήταν τεράστιες, καθώς κάτοικοι πολέμησαν λυσσαλέα, κάτι που ήταν πρωτόγνωρο για τους Γερμανούς. Οι οποίοι εξοργίστηκαν στη θέα των εκατοντάδων νεκρών τους και αναζήτησαν εκδίκηση. Μετά την συνθηκολόγηση, μία μονάδα αλεξιπτωτιστών υπό τον ανθυπολοχαγό Χορτ Τρέμπες εισήλθαν στο Κοντομαρί και κάλεσαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στη πλατεία του χωριού. Ο κόσμος μαζεύτηκε, αλλά κανενός ο νους δεν πάει στο «κακό». Αλλωστε αυτά που θα ακολουθούσαν ήταν πρωτοφανή στην ιστορία των σύγχρονων πολέμων. Απαντες αντιλήφθηκαν πως το μοιραίο θα επακολουθήσει, όταν τυχαία οι Ναζί βρήκαν σε κάποιο σπίτι ένα γιλέκο αλεξιπτωτιστή με μία τρύπα στη πλάτη και αμέσως έδωσαν εντολή να το πυρπολήσουν. Πλέον όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Οι άνδρες απομακρύνθηκαν από τις γυναίκες και οδηγήθηκαν σε ένα ξέφωτο, όπου και εκτελέστηκαν. Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλει (γίνεται λόγος από 25 μέχρι και 55) και η εποχή των αντιποίνων είχε μόλις ξεκινήσει.

Ο ανθυπολοχαγός Χορτ Τρέμπες «εξετάζει» το χιτώνιο του Γερμανού αλεξιπτωτιστή που βρέθηκε στο Κοντομαρί. Η εποχή των αντιποίνων, είχε μόλις ξεκινήσει.

Ελάχιστοι άνδρες κατάφεραν να διαφύγουν, ενώ μερικοί σώθηκαν χάρις σε δύο Γερμανούς. Ο πρώτος ήταν κάποιος άγνωστος αξιωματικός, ο οποίος τραυματίστηκε στις μάχες που προηγήθηκαν και ένας κάτοικος του χωριού που τον βρήκε, του προσέφερε τις πρώτες βοήθειες. Βλέπετε ήταν άοπλος και ο Κρητικός το σεβάστηκε. Τότε του έδωσε μία επιστολή γραμμένη στη γλώσσα του και εκείνος την κράτησε, παρότι δεν γνώριζε γερμανικά. Ομως λόγω των κινήσεων που έκανε ο αλεξιπτωτιστής, αντιλήφθηκε πως δεν έπρεπε να την πετάξει. Οταν οι άνδρες συγκεντρώθηκαν και όλοι άρχισαν να καταλαβαίνουν τι θα συμβεί, την έδωσε σε έναν υπαξιωματικό και εκείνος του έκανε νόημα ώστε να φύγει από την γραμμή. Μαζί πήρε και τα παιδιά του και έτσι γλίτωσαν.

Ο δεύτερος ήταν ο Φραντζ Πέτερ Βάιξλερ, ο οποίος υποστήριξε μετά από χρόνια ότι βοήθησε να δραπετεύσουν εννέα Ελληνες. Πρόκειται για τον φωτογράφο και πολεμικό ανταποκριτή της μεραρχίας που ανήκε το απόσπασμα του Τρέμπες, ο οποίος κλήθηκε να τον συνοδεύσει στο Κοντομαρί. Εκεί αποθανάτισε τα αίσχη των Ναζί, τα οποία ανέφερε πως προσπάθησε να αποτρέψει. Μάλιστα διατάχθηκε να μην εμφανίσει το φιλμ, όμως το έπραξε και μάλιστα έστειλε ένα αντίγραφό του σε κάποιον φίλον του στην Αθήνα, ώστε να το κρύψει. Ο Βάιξλερ κλήθηκε να υπογράψει ένα χαρτί πως εκεί δεν συνέβη κάτι το αξιόποινο, αλλά με την πάροδο του χρόνου έπεσε σε δυσμένεια και όταν κυκλοφόρησαν ορισμένες φωτογραφίες, κρατήθηκε από την Γκεστάπο με την κατηγορία της προδοσίας, χωρίς όμως να εκτελεστεί. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης κατέθεσε εναντίον του Γκέρινγκ, ενώ το φωτογραφικό ντοκουμέντο από την σφαγή στο Κοντομαρί κρατούνταν μέχρι το 1980 στα αρχεία της τότε Δυτικής Γερμανίας. Τότε ανακαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Βάσο Μαθιόπουλο, χωρίς όμως να μπορεί να πιστοποιηθεί ο τόπος του μαρτυρίου. Πέρασαν αρκετά χρόνια έρευνας, ώστε να επιβεβαιωθεί πως αυτός ήταν το κρητικό χωριό. Που έμεινε στην ιστορία ως το πρώτο που βίωσε την πολιτική των αντιποίνων. Στις 2 Ιουνίου του 1941 οι Ναζί επιβεβαίωσαν πως για εκείνους ο ο άμαχος πληθυσμός δεν είχε το δικαίωμα να υπερασπιστεί την ελευθερία του. Μάλιστα ο Τρέμπες για το «κατόρθωμά» του παρασημοφορήθηκε από τον Γκέρινγκ, όμως σκοτώθηκε μερικά χρόνια αργότερα στα πεδία των μαχών.

Οι φωτογραφίες του Φραντζ Πέτερ Βάιξλερ ήρθαν στην επικαιρότητα το 1980, χωρίς αρχικά να έχει πιστοποιηθεί ότι αποθανατίζουν τη σφαγή στο Κοντομαρί.

Την «σκυτάλη» στις θηριωδίες πήρε η Κάνδανος, ένα μικρό χωριό που όμως είχε στρατηγική σημασία για την πορεία των Γερμανών προς το λιμάνι της Παλαιόχωρας, από όπου διεκπεραιώνονταν οι άνδρες των Συμμάχων προς την Αίγυπτο. Οι κάτοικοί του πήραν την απόφαση να αντισταθούν και για 3 ημέρες (από τις 23 ως τις 25 Μαΐου), καθήλωσαν τις δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών. Μάλιστα μεταξύ όλων των άλλων πήραν ως λάφυρο και μία σημαία των εισβολέων, ενώ επική ήταν η μάχη που έγινε στο φαράγγι της περιοχής, Ετσι έδωσαν πολύτιμο χρόνο σε Αγγλους, Νεοζηλανδούς αλλά και Ελληνες να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή, αλλά μία εβδομάδα μετά ο τόπος τους θα πλήρωνε βαρύ το τίμημα της ελευθερίας. Στη θέα των Ναζί που επέστρεψαν ώστε να «εκδικηθούν» για τους περίπου 40 άνδρες που έχασαν πριν από μία εβδομάδα, ο άμαχος πληθυσμός βρήκε καταφύγιο στα γύρω βουνά. Οι Ναζί έριξαν προκηρύξεις που διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν κακές προθέσεις, αλλά ευτυχώς οι κάτοικοι της Κανδάνου δεν έπεσαν στην παγίδα. Οι Ναζί ξέσπασαν την μανία τους σε ορισμένους ηλικιωμένους που δεν ήταν σε θέση να μετακινηθούν και στα ζώα, ενώ πυρπόλησαν όλα τα σπίτια. Η φωτιά εξαπλώθηκε αμέσως λόγω του ότι στα περισσότερα υπήρχε το λάδι της χρονιάς και αυτό συνέβαλε στην ολική καταστροφή του οικισμού. Κάτι που άλλωστε ήταν και ο απώτερος σκοπός των Γερμανών, οι οποίοι ήταν η πρώτη δύναμη κατοχής στα χρονικά των πολέμων, που άφησε αποδείξεις για τα εγκλήματά της.

Στις 3 Ιουνίου οπότε και ολοκλήρωσαν το καταστροφικό τους έργο, τοποθέτησαν στα αποκαΐδια δύο ξύλινες πινακίδες στα ελληνικά, γεμάτες μάλιστα ορθογραφικά λάθη. Η μία ανέφερε πως «Δια την κτηνώδη δολοφονίαν Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρας , γυναίκας και παιδιά και παπάδες μαζύ και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3-6-1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων , διά να μην επαναοικοδομηθεί πλέον ποτέ». Ανάλογο ήταν το «μήνυμα» και της δεύτερης, στην οποία αναγράφονταν ότι «Ως αντίποινων των από οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιοτόν κατεστράφη η Κάνδανος». Το ότι για τους Ναζί και μόνο το άκουσμα του ονόματος του χωριού προκαλούσε δέος και τρόμο, αποτυπώνεται στο ότι δεν επιτρέπονταν σε κανέναν να το κατοικήσει ή να ανοικοδομήσει στα χρόνια που ακολούθησαν. Μάλιστα το 1943 αντικατέστησαν τις δύο ξύλινες πινακίδες με μία μαρμάρινη, όπου αναγράφονταν. «Εδώ υπήρχε η κάνδανος κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτικών». Οι κάτοικοι που από μακρυά είδαν τα σπίτια τους να καίγονται, επέστρεψαν στην περιοχή μετά τον πόλεμο, καθώς τα χρόνια της κατοχής φιλοξενήθηκαν σε γειτονικούς οικισμούς.

Οι τρεις πινακίδες που τοποθέτησαν οι Γερμανοί στην Κάνδανο είναι μία παγκόσμια πρωτοτυπία, καθώς πρόκειται για «αποδείξεις» εγκλημάτων που άφησαν δυνάμεις κατοχής.

Ο Πτέραρχος Στούντεντ και ο στρατηγός Αντρέ ήταν εκείνοι που διεύθυναν τις θηριωδίες, αλλά ουσιαστικά δεν λογοδότησαν ποτέ για τα εγκλήματά τους. Μετά τον πόλεμο ο πρώτος δεν εκδόθηκε στην χώρα μας παρά την σχετική κίνηση των ελληνικών αρχών, με την δικαιολογία πως είχε ήδη δικαστεί από αγγλικό δικαστήριο για άλλα εγκλήματα πολέμου και ότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Πάντως αφέθηκε ελεύθερος το 1948, φέρεται να διατέλεσε στρατιωτικός σύμβουλος στη τότε Δυτική Γερμανία και όταν απεβίωσε, κηδεύτηκε με πολλές τιμές. Ο δεύτερος ήρθε στη πατρίδα μας, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, όμως αμνηστεύτηκε μετά από μερικά χρόνια, ύστερα από πιέσεις που δέχθηκε η Ελλάδα. Η τότε ηγεσία της συμφώνησε να τον αφήσει ελεύθερο και το μόνο που ζήτησε ήταν εκείνος να καταθέσει σχετικό αίτημα χάριτος, το οποίο υπέγραψε ο Βασιλιάς Παύλος. Ο Αντρέ ίδρυσε στη Δυτική Γερμανία ακροδεξιό κίνημα, ενώ ακόμη και εκείνος ο αδίστακτος χιτλερικός, «υποκλίθηκε» στο θάρρος του λαού της Κρήτης. «Οταν βρίσκονται (σ.σ. οι κρητικοί) μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα έχουν πάνω τους κάτι το μυθώδες. Είναι τόσο περήφανοι την τραγική εκείνη ώρα του θανάτου, που είναι αδύνατο να μην τους θαυμάσεις», έγραψε σε μία επιστολή του.

«Οταν βρίσκονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα έχουν πάνω τους κάτι το μυθώδες», έγραψε για τους Κρητικούς ο «δήμιος» του νησιού, στρατηγός Αντρέ.

Εκ των πρωταγωνιστών στη μάχη της Κρήτης ήταν ο πυγμάχος Μαξ Σμέλινγκ, ο οποίος ήταν «ήρωας» για τους Γερμανούς, κυρίως μετά τη νίκη του επί του Τζόε Λιούις για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών το 1936. Στη συνέχεια όμως έπεσε σε δυσμένεια τόσο όταν ηττήθηκε από τον αντίπαλό του, όσο και γιατί έκρυψε μικρά παιδιά Εβραίων, ώστε να αποφύγουν την σύλληψη από την Γκεστάπο. Οι Ναζί επειδή δεν ήθελαν να τον εκτελέσουν λόγω του ότι έτσι θα «απομυθοποιούσαν» το όνομά του – ύστερα από την πρώτη του επιτυχία προβάλλονταν ως το πρότυπο της Αριας Φυλής – τον έστειλαν στη πρώτη γραμμή για να υπηρετήσει ως αλεξιπτωτιστής. Συμμετείχε στις πολεμικές συγκρούσεις έξω από την Κάνδανο και ήταν μεταξύ των τραυματισμένων Γερμανών στρατιωτών. Στη πορεία αντιμετώπισε προβλήματα υγείας και νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ άλλων και σε κλινική των Αθηνών, τα οποία προήλθαν από τις κακές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στο μέτωπο. Ομως η προπαγάνδα έκανε λόγο για προσωπικές του μάχες σώμα με σώμα με υπεράριθμους Αγγλους, τους οποίους ναι μεν κατατρόπωσε, αλλά και χτύπησε σοβαρά.

Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Κρητικοί αλλά και όλοι οι Ελληνες έδειξαν στους κατακτητές πώς το έθνος που γέννησε την δημοκρατία, ήταν αδύνατον να μην πολεμήσει την τυραννία. Αντάρτικα σώματα δημιουργήθηκαν και σταδιακά χιλιάδες ένοπλοι πήραν τα βουνά, δημιουργώντας το έπος της αντίστασης. Ο χιτλερικοί πολλές φορές ξέσπασαν την μανία τους στον άμαχο πληθυσμό και θεωρούσαν πως μέσω των μαζικών σφαγών, θα έκαμπταν το ηθικό των αγωνιστών. Μάταια όμως, αλλά ο φόρος αίματος ήταν πολύ μεγάλος. Στις 10 Ιουνίου του 1944 γράφτηκε ακόμη μία «ματωμένη σελίδα», με επίκεντρο το Δίστομο. Εκείνη την εποχή οι Γερμανοί γνώριζαν την ήττα σε όλα μέτωπα του πολέμου και η αντίσταση που υπήρχε στις κατακτημένες χώρες, δεν τους επέτρεπε να απαγκιστρώσουν από εκείνες πολύτιμες δυνάμεις. Ετσι ενέτειναν την τακτική των αντιποίνων παντού και δεν είναι τυχαίο πως στα τέλη του Μαΐου εκείνου του έτους εκτελέστηκαν στη Σερβία 834 άμαχοι με την κατηγορία ότι βοηθούσαν τους εκεί αντάρτες και ανήμερα της σφαγής στο Δίστομο, στη γαλλική πόλη Οραντούρ δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ περισσότεροι από 600 κάτοικοί της. Ηταν προφανές πλέον πως έχαναν τον πόλεμο και αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπους να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους. Επί άοπλων, γυναικών, ηλικιωμένων και μικρών παιδιών.

Ξέχωρα από την δύσκολη, για εκείνους, χρονική συγκυρία, η σφαγή στο Δίστομο ήταν και το «επιστέγασμα» μίας γενικότερης εκδικητικής πολιτικής προς τον πληθυσμό της περιοχής. Οπου ιδρύθηκαν ελάχιστα τάγματα ασφαλείας καθώς οι ντόπιοι δεν ανταποκρίθηκαν στο σχετικό κάλεσμα και αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τους κατακτητές. Οι οποίοι αναζητούσαν «αφορμές», ώστε να δείξουν στους κατοίκους ότι η όποια συνεργασία με τις δυνάμεις των ανταρτών, θα τους επιφέρει πολλά δεινά. Την ίδια στιγμή οι Ελληνες γνωρίζοντας το παραπάνω σκεπτικό απέφευγαν τις συμπλοκές κοντά σε κατοικημένες περιοχές ώστε να μην μπορεί να κατηγορηθεί κάποιο χωριό, αλλά οι Ναζί δεν διέθεταν τον παραμικρό ηθικό φραγμό. Από την άνοιξη του 1944 είχαν ξεκινήσει μαζικούς διωγμούς ώστε να εκφοβίσουν τους κατοίκους και στο Δίστομο, όπως εκείνοι ανέφεραν μετά την σφαγή στις σχετικές τους εκθέσεις, χρησιμοποίησαν μία φθηνή δικαιολογία. Εκείνη της «συνεργασίας» του πληθυσμού με τους αντάρτες. Η οποία δεν έγινε πιστευτή ούτε καν από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε έντονα. Για το τυπικό, βέβαια, μέρος... Οι εφημερίδες της εποχής στις οποίες φυσικά υπήρχε λογοκρισία, μόλις οι θηριωδίες έγιναν γνωστές και υπήρξε διεθνής κατακραυγή, έγραψαν ότι στο χωριό βρίσκονταν αντάρτες και ότι ο θάνατος γυναικών και παιδιών ήταν αναπόφευκτος.

Το 1944 οι Γερμανοί γνώριζαν την ήττα σε όλα τα μέτωπα και μέσω των αντιποίνων προσπαθούσαν να κάμψουν το αντιστασιακό κίνημα σε όλες τις κατακτημένες χώρες, με σκοπό να «απεγκλωβίσουν» μονάδες για την πρώτη γραμμή.

Ξημέρωνε 10 Ιουνίου του 1944 και οι κάτοικοι του χωριού ετοιμάζονταν να πάνε στο μνημόσυνο τεσσάρων νεαρών συμπολιτών τους, που πρόσφατα είχαν εκτελεστεί στα χωράφια τους. Την ίδια στιγμή όμως από την Λιβαδειά αναχώρησε μία δύναμη των Es Es, με κατεύθυνση το Δίστομο και τις γύρω περιοχές, σε μία εκκαθαριστική επιχείρηση για τον εντοπισμό ανταρτών. Μπροστά από την φάλαγγα που είχε δημιουργηθεί βρίσκονταν δύο φορτηγά με ελληνικές πινακίδες, στα οποία όμως επέβαιναν 12 Γερμανοί που φορούσαν ρούχα χωρικών, τους οποίους είχαν συλλάβει καθ' οδόν. Παράλληλα εκτέλεσαν έξι άτυχα άτομα που βρέθηκαν στον δρόμο τους. Οταν έφτασαν στο χωριό φώναξαν τον Δήμαρχο και τον παπά και τους ζήτησαν να κατονομάσουν τους αντάρτες που βρίσκονταν εκεί. Αμφότεροι τους μετέφεραν πως στο Δίστομο ήταν όλοι φιλήσυχοι άνθρωποι, απάντηση που είχαν δώσει και στο παρελθόν όταν είχαν βρεθεί ξανά οι Γερμανοί στο χωριό τους. Ομως οι Ναζί έδειχναν ιδιαίτερα εκνευρισμένοι και αμφότεροι το αντιλήφθηκαν. Ετσι άρχισαν να μεταφέρουν στους κατοίκους να μείνουν στα σπίτια τους.

Το μεσημέρι ένα μέρος των γερμανικών δυνάμεων – είχαν ενισχυθεί με κομβόι που συνάντησαν στον δρόμο – μαζί με τα φορτηγά «δολώματα» έφυγαν με κατεύθυνση το γειτονικό Στείρι, γιατί είχαν πληροφορίες πως εκεί βρίσκονταν αντάρτες, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή λίγη ώρα μετά. Στη μάχη που ακολούθησε οι κατακτητές γνώρισαν την ήττα και τελικά τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους περίπου 40 νεκρούς, ενώ είχαν και δεκάδες τραυματίες. Η επιστροφή τους στο Δίστομο έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει το μακελειό. Πρώτοι εκτελέστηκαν οι 12 όμηροι που κρατούνταν από το πρωί εκείνης της ημέρας και περίπου την ίδια στιγμή πέθανε ένας εκ των αξιωματικών, που είχε τραυματιστεί στη μάχη με τους Ελληνες. «Δεν θα αφήσετε ούτε γάτα...», φέρεται να τους είπε, σε μία φράση που έμελλε να σφραγίσει τη μοίρα όλων. Οι Ναζί ανέφεραν πως αφορμή των όσων θα ακολουθούσαν ήταν το ότι οι κάτοικοι ενημέρωσαν τους αντάρτες για τις κινήσεις τους, κάτι που φυσικά δεν μπορεί να γίνει πιστευτό.

Οι Γερμανοί σε έξαλλη κατάσταση άρχισαν να καίνε τα σπίτια και να σκοτώνουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους. Αδιακρίτως. Ανδρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμη και βρέφη. Τα μέλη του Ερυθρού Σταυρού που περίπου μία εβδομάδα μετά επισκέφτηκαν το χωριό, έμειναν άναυδα από ότι συνάντησαν. Αλλα πτώματα ήταν ακρωτηριασμένα, ορισμένα δεν είχαν μάτια, μωρά βρίσκονταν παλουκωμένα, ενώ υπήρξαν αναφορές για φρικτά βασανιστήρια. Οπως εκείνα που λέγεται ότι υπέστησαν ο παπάς και η κόρη του μπροστά στα μάτια των άλλων μελών της οικογένειάς τους, πριν εκτελεστούν όλοι μαζί. Υπήρξαν έγκυες γυναίκες στις οποίες άνοιξαν τις κοιλιές με ξιφολόγχη για να σκοτώσουν τόσο εκείνες όσο και τα μωρά που κυοφορούσαν, ενώ σε ορισμένες άλλες έκοψαν τα στήθη τους και σε κάποιους άνδρες τα γεννητικά τους όργανα. Στην θέση τους είχαν τοποθετήσει ακόμη και μπουκάλια! Εκτός των άλλων υπήρχαν πτώματα με τα εντόσθιά τους να κρέμονται ή περασμένα από το λαιμό, δείγμα ότι τους έπνιξαν με αυτά!

Η σφαγή ολοκληρώθηκε το βράδυ και ευτυχώς που τότε ήταν η εποχή του θέρους και όταν έφτασαν οι Γερμανοί. πολλοί κάτοικοι βρίσκονταν στα χωράφια τους. Ετσι στην θέα τους δεν επέστρεψαν στο χωριό και για αυτό γλίτωσαν, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις εκείνων που ξέφυγαν από την εκδικητική μανία των Ναζί, είτε φεύγοντας μέσω περασμάτων που δεν ήταν γνωστά – πριν τις εκτελέσεις οι Γερμανοί εγκατέστησαν φυλάκια γύρω από το Δίστομο ώστε να μην μπορεί κάποιος να απομακρυνθεί – είτε μένοντας καλά κρυμμένοι. Ορισμένοι μάλιστα, κυρίως παιδιά, βρέθηκαν μέσα σε γούρνες, τις οποίες δεν πλησίασαν οι Γερμανοί λόγω της δυσοσμίας που απέπνεαν.

Οι Γερμανοί άνοιξαν κοιλιές εγκύων γυναικών, έβγαλαν τα εντόσθια ανδρών και έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους.

Επίσημα οι νεκροί ανέρχονται στους 228, συμπεριλαμβανομένων και 53 παιδιών κάτω των 15 ετών. Οι γερμανικές μονάδες που έφεραν εις πέρας την μακάβρια αποστολή, συμμετείχαν και σε άλλες σφαγές στη γύρω περιοχή (ήταν μέλη του 8ου Συντάγματος της 4ης Μεραρχίας των Ες Ες) και οι άμαχοι της Βοιωτίας που το 1944 βρήκαν τραγικό θάνατο από τα χέρια τους, υπολογίζονται σε περίπου 600.

Τα όσα καταγράφηκαν τότε – πρώτο το BBC μετέδωσε την σφαγή μερικές ημέρες μετά – άφησαν άναυδους τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τα πολεμικά γεγονότα και όταν ο Ντιμίτρι Κέσελ, ανταποκριτής του περιοδικού LIFE, ήρθε στην χώρα μας πήρε την απόφαση και επισκέφθηκε το Δίστομο. Εκεί τράβηξε την γνωστή πλέον φωτογραφία της μαυροφορεμένης κοπέλας, που συγκλόνισε τον κόσμο. Ηταν η Μαρία Παντσίκα που έγινε πρωτοσέλιδο στο γνωστό αμερικανικό περιοδικό, με τον τίτλο «Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα;».

Η ζωή στο μαρτυρικό χωριό δεν θα ήταν ποτέ πλέον η ίδια. Τους επόμενους δύο μήνες όσοι κάτοικοι γλίτωσαν της σφαγής πήγαιναν κρυφά για να πάρουν όσα υπάρχοντά τους δεν είχαν καεί ή γλίτωσαν από το πλιάτσικο. Οταν επέστρεψαν, οι γυναίκες για χρόνια φορούσαν μαύρα ρούχα ακόμη και οι νύφες, ενώ γάμοι και βαφτίσια γίνονταν στα σπίτια και σε στενό οικογενειακό κύκλο. Ο θάνατος και η καταστροφή επισκίαζε κάθε τι στην κοινωνική ζωή του τόπου.

Το πρωτοσέλιδο του περιοδικού Life με την φωτογραφία της Μαρίας Παντσίκας που επέζησε της σφαγής στο Δίστομο και τον τίτλο «Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα;».

Μερικά χρόνια μετά με αφορμή την τραγωδία του Διστόμου, η μοίρα θα παίξει ακόμη ένα περίεργο παιχνίδι. Ο υπολοχαγός Χανς Ζάμπελ ήταν εκείνος που έδωσε την διαταγή για τις σφαγές και μετά το τέλος του πολέμου, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν την έκδοσή του στην χώρα μας ώστε να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Εκείνο τον καιρό κρατούνταν στο Παρίσι και οι γαλλικές ενέκριναν το αίτημα της χώρας μας. Στη δίκη του επικαλέστηκε πως εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του, αλλά καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 οι Γερμανοί άρχισαν να ζητούν την έκδοσή του για να δικαστεί για υποθέσεις που εκκρεμούσαν εκεί και όπως συνέβη σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η Ελλάδα «υπέκυψε» στις πιέσεις που της ασκήθηκαν. Το 1953... εξαφανίστηκε και ξαφνικά το 1976 ο Θανάσης Παπούλιας με συνέντευξή του στα «Νέα», αποκάλυψε πως τον είχε σκοτώσει στη φυλακή.

Πρόκειται για έναν άνθρωπο που πέρασε πολλά στη ζωή του, διώχθηκε για τα φρονήματά του και μετά από εξορίες και βασανιστήρια, βρέθηκε όπως και ο Ζάμπελ στις φυλακές «Αβέρωφ». Με σκοπό να τον εκδικηθεί για την σφαγή που διέταξε αλλά και για να στείλει το «μήνυμα» πως ακόμη και οι εγκληματίες πολέμου περνούσαν τότε καλύτερα στις φυλακές από ότι οι αριστεροί, του επιτέθηκε με ένα σίδερο που έκοψε από τα μπάνια. Τα όσα ανέφερε – είχε αποφυλακιστεί μετά την πτώση της Χούντας – προκάλεσαν πολλά ερωτηματικά, ενώ τόσο συγκρατούμενοί τους όσο και υπάλληλοι των φυλακών, επιβεβαίωσαν τότε την επίθεσή του στον Ζάμπελ. Ωστόσο ύστερα από έρευνα που πραγματοποιήθηκε, αποκαλύφθηκε πως ο Γερμανός δεν πέθανε τελικά από τα τραύματα που του επέφερε ο Παπούλιας – τον συγκράτησαν ορισμένοι που ήταν δίπλα του – αλλά εκδόθηκε μετά την ανάρρωσή του στην Δυτική Γερμανία. Μάλιστα επειδή τα ίχνη του είχαν χαθεί, πολλοί θεώρησαν πως έζησε ελεύθερος από το «μηδέν», με κάποια άλλη ταυτότητα. Εκείνος ίσως και να ξεχάστηκε, όμως η μνήμη των θυμάτων του παραμένει ζωντανή. Τόσο το μαυσωλείο που έχει ανεγερθεί στον λόφο Κάναλες μέσα στο Δίστομο και τοποθετήθηκαν τα οστά των εκτελεσθέντων, όσο και το μουσείο θυμάτων Ναζισμού που κατασκευάστηκε στη θέση του παλιού σχολείου – εκεί όπου εκτελέστηκαν οι 12 όμηροι και ξεκίνησαν οι σφαγές – θυμίζει σε όλους τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Στο δεύτερο υπάρχουν φωτογραφίες όλων όσων έχασαν τη ζωή τους, αλλά και αρχειακό υλικό από την 10η Ιουνίου του 1944.

Τα οστά των εκτελεσθέντων φυλάσσονται σε μαυσωλείο που έχει ανεγερθεί στο Δίστομο.

Για το τέλος αφήσαμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Στούρε Λινέ «Η Οδύσσειά μου», ο οποίος τα σκοτεινά χρόνια της κατοχής ήταν ο απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα. Ο Σουηδός διπλωμάτης βρέθηκε στο Δίστομο τόσο μετά τη σφαγή, όπου αντίκρισε το φρικτό θέαμα, όσο και μερικούς μήνες μετά, όταν άρχισε η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Τότε γύρω από το χωριό εγκλωβίστηκε από τους αντάρτες μία γερμανική μονάδα και μόλις ενημερώθηκε για αυτό, έστειλε «μήνυμα» πως θα πάει εκεί αυτοπροσώπως, ώστε να μην υπάρξει αιματοχυσία. Οπως ο ίδιος γράφει, φοβόταν για εκδίκηση από την πλευρά των Ελλήνων, αλλά τον περίμενε μία μεγάλη έκπληξη.

Οταν έφτασε μαζί με φορτηγά γεμάτα τρόφιμα, τον υποδέχθηκαν ο αρχηγός των ανταρτών και ένας παπάς, προφανώς από κάποιο γειτονικό χωριό. Τότε ο τελευταίος του πρότεινε όχι μόνο να μεταφέρει στους Γερμανούς ότι οι Ελληνες ήταν διατεθειμένοι να τους αφήσουν να φύγουν χωρίς εμπόδια, αλλά να τους δώσει και το μεγαλύτερο μέρος των εφοδίων που είχε μαζί του. «Ολοι πεινάμε, αλλά εμείς είμαστε στον τόπο μας, κάτι θα βρούμε. Εκείνοι και έχασαν τον πόλεμο και έχουν δρόμο να κάνουν», φέρεται να του είπε και όπως σχολιάζει ο Λινέ, δεν κρατήθηκε και έβαλε τα κλάματα.

 

Τελευταία Νέα