Σεφέρης: Ένας σπουδαίος Έλληνας! (vids, pics)

Σεφέρης: Ένας σπουδαίος Έλληνας! (vids, pics)

bet365

Οι έπαινοι και οι τιμές περισσεύουν για τον άνθρωπο που έδωσε τόσα πολλά στην πνευματική ζωή του τόπου μας.Το Gazzetta Weekend Journal γράφει για τον μεγάλο Νομπελίστα Γιώργο Σεφέρη!

Το λυκαυγές του 20ου αιώνα έμελλε είναι κάπως διαφορετικό για τη χώρα μας. Το κίτρινο και πορτοκαλί της αρχής της μέρας, φωτίστηκε από το βαθύ μπλε της Ελλάδας και το χρυσοπράσινο της Κύπρου. Στη μεγάλη στροφή του κόσμου “φώναξε” με το κλάμα του ο Γιώργος Σεφέρης. Η λυρική και συμβολική εισαγωγή δικαιολογείται απ' όσα μάθαμε γι' αυτόν στο πέρασμα των χρόνων.

Αυτός ο χρωματικός συνδυασμός περικλείει τα όσα έζησε και έπραξε ο ποιητής. Ο Σεφέρης έδωσε πολλά στην τέχνη και όπως παρατηρεί ο Παντελής Μπουκάλας, μεταξύ άλλων “τον βαθύ και ήρεμο ποιητικό αλλά και δοκιμιακό στοχασμό του για το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς και για το πρόσωπο του ανθρώπου στον έρωτα του, στη μοναξιά του, στην απόγνωση του.

Την καίρια συμβολή του στην ανανέωση του ποιητικού λόγου”. Φυσικά, το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1963, στη χώρα μας. Ήρεμη δύναμη...

Παίξε νόμιμα στο Survivor με ειδικά στοιχήματα για το μεγάλο νικητή!

Οι πρώτοι στίχοι και η Καταστροφή του '22

Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου (παλαιό ημερολόγιο)/13 Μαρτίου του 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Σμύρνη. Το 1914 άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του. Το καλοκαίρι της ίδιας χρόνιας, με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια του έρχεται στην Αθήνα. Το 1918 πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική. Εκεί, μέχρι το 1924 που θα πάρει το πτυχίο του, θα έρθει σε επαφή με τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής: Υπερρεαλισμός, αβαν γκαρντ, κυβισμός (ζωγραφική-γλυπτική). Οι Πικάσο, Απολλιναίρ, Μπρετόν πρωταγωνιστούν. Ο Σεφέρης ζει έντονα αυτή την πνευματική άνοιξη. Γράφει και διαβάζει πολύ. Ωστόσο, η ψυχή του θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα, μια και το 1922, τον Αύγουστο, η Σμύρνη θα ζήσει τη βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο. Η Καταστροφή του ’22, η προσφυγιά, οι “χαμένες πατρίδες”… όλα αυτά θα σημαδέψουν την ποίηση του, όπως και η είσοδος του στο διπλωματικό σώμα. Το 1926 διορίζεται ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών.

“Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄”

Το 1931 εκδίδει την ποιητική συλλογή “Στροφή”. Στα ποιήματα αυτά δεν πιθηκίζει τα ξένα λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά σκύβει στις ρίζες του, στην ελληνική ποιητική παράδοση, που για τον Σεφέρη είναι κυρίως το δημοτικό τραγούδι, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Μακρυγιάννης, ο Καβάφης. Την παράδοση αυτή συνταιριάζει με την παγκόσμια ελεύθερη ποιητική έκφραση του καιρού του. Ο νέος αιώνας φέρνει μεγάλη αλλαγή και στην νεοελληνική ποίηση. Οι Ελύτης, Ρίτσος, Γκάτσος, θα ακολουθήσουν (δημιουργικά) τον Σεφέρη ο οποίος το 1932 κυκλοφορεί τη “Στέρνα”. Το 1934 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1935 ξεκινά συνεργασία με το λογοτεχνικό περιοδικό “Νέα Γράμματα” και δύο χρόνια μετά θα δημοσιεύει επιστολή σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής. Το 1940 δημοσιεύεται το “Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄” στα “Νέα Γράμματα”, λογοκριμένο όμως από τη δικτατορία Μεταξά. Τον Μάρτιο της ίδιας χρόνιας κυκλοφορεί το “Τετράδιο Γυμνασμάτων”. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αφήνει την Ελλάδα να ησυχάσει.

Ο γάμος και η καθοριστική “Κίχλη”

Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ζάννου. Στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη και μετά στην Αφρική. Το 1944 θα εκδώσει τις “Δοκιμές” και “Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄”. Το 1945, με την Απελευθέρωση, επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως το 1946. Θα υπηρετήσει ως σύμβουλος στο Εθνικό Θέατρο και το 1947 του απονέμεται το έπαθλο Παλαμά. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει την “Κίχλη”, το ποίημα που στην ουσία του έδωσε το Νόμπελ. Το 1948 διορίζεται σύμβουλος στην πρεσβεία της Άγκυρας και εκεί μέχρι το 1950. Ένα χρόνο αργότερα θα μετατεθεί ως σύμβουλος στην πρεσβεία του Λονδίνου και το 1952 διορίζεται πρεσβευτής στο Λίβανο. Το 1955 θα αναλάβει την ίδια θέση στο Λονδίνο όπου θα μείνει μέχρι το 1962. Εκείνη τη χρονιά επιστρέφει στην Ελλάδα και αποσύρεται από το Υπουργείο Εξωτερικών. Στις 10 Δεκεμβρίου 1963 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1966 εκδίδει “Τα τρία κρυφά ποιήματα”. Την περίοδο της δικτατορίας εκδηλώνει την ανησυχία του για την κατάσταση στην Ελλάδα. Το 1971 ο Σεφέρης πεθαίνει και πλήθος κόσμου θα τον συνοδεύει στην τελευταία του κατοικία. Η σορός του εκτίθεται σε δημόσιο προσκύνημα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στην Πλάκα. Η πάνδημη κηδεία του, στις 22 Σεπτεμβρίου, εξελίσσεται σε αντιδικτατορική διαδήλωση.

Το Νόμπελ και η αδιαφορία

Ο Γιώργος Σεφέρης στις 24 Οκτωβρίου 1963 έγινε ο πρώτος Έλληνας που κέρδισε Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τεράστιο γεγονός, υψηλής πολιτισμικής αξίας. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν βρήκε την απήχηση που του άρμοζε. Χαρακτηριστικό είναι πως τη μέρα που βραβεύτηκε μέχρι το τέλος της χρονιάς, σε Ελλάδα και Κύπρο, δημοσιεύτηκαν μόλις 29 καταμετρημένα δημοσιογραφικά και κριτικά κείμενα με αφορμή το σημαντικό αυτό γεγονός. Τα άμεσα, δημοσιογραφικά, άρθρα είναι επίσης ελάχιστα και τα περισσότερα φιλοξενήθηκαν στις εφημερίδες “Καθημερινή”, “Το Βήμα” και το περιοδικό “Ο ταχυδρόμος”.

Ο Αντρέας Καραντώνης, στο βιβλίο του “Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης”, αφηγείται την αδιάφορη στάση της πολιτείας. Επιστρέφοντας αεροπορικώς από τη Στοκχόλμη είχε τηλεγραφήσει (ο Σεφέρης) σε κάποια μέσα, αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής. “Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος” αναφέρει ο ίδιος. Παραθέτουμε την ομιλία του, όπως εκφωνήθηκε, κατά την απονομή του Νόμπελ.

“Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα”.

Μετά τη Σμύρνη, η Κύπρος

Η καρδιά του Σεφέρη μπορεί να χτυπούσε στην Ελλάδα, αντηχούσε όμως στην Κύπρο. Οι στίχοι “Κύπρον ου μ' εθέσπισεν (οικείον Απόλλων)” από την “Ελένη” του Ευριπίδη έγιναν γι' αυτόν οδηγός για μια σχέση που άρχισε πριν ακόμα γνωρίσει το σώμα του νησιού. Ο Γιώργος Γεωργής, πρώην πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα και αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κύπρου, αναφέρει ότι “από το 1931, όταν υπηρετούσε ως πρόξενος στο Λονδίνο, έγραφε στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου να του στείλει πληροφορίες για την επανάσταση στο νησί. Η άμεση επαφή του ξεκίνησε όμως το φθινόπωρο του 1953 όταν πήγε από τη Βηρυτό, όπου υπηρετούσε ως πρέσβης, στην Κύπρο για διακοπές που κράτησαν ένα περίπου μήνα”. Από τότε θα αφοσιωθεί στο νησί. Μάλιστα, ο ίδιος έγραφε ότι μόνο σε δύο πράγματα έχει αφοσιωθεί στη ζωή του, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Κύπρο.

Τα κυπριακά ποιήματα περιλαμβάνονται στη συλλογή “Κύπρον ου μ' εθέσπισεν”, που κυκλοφόρησε μετά τις τρεις επισκέψεις του στην Κύπρο το 1955 από τον “Ίκαρο”. Ο Σεφέρης ένιωσε στην Κύπρο ότι βρήκε νέα πατρίδα μετά τη Σμύρνη. [...] Ο Γεωργής υπενθυμίζει πως “είχε μια μανία να γυρίζει τα χωριά μας με τον Ευάγγελο Λοϊζο που τον φιλοξενούσε στην Αμμόχωστο. Ταξίδευε στα χωριά, έμπαινε στις εκκλησίες, πήγαινε σε ταβέρνες και καφενεία. Έχουμε χαρακτηριστικές περιγραφές και μέσα στο ημερολόγιο του, π.χ όταν πήγε στο Παραλίμνι και τον σύστησαν στον καντηλανάφτη ως πρέσβη της Ελλάδας, αυτός είπε α, ήρθε να μας φέρει την ένωσιν;”. Είναι η περίοδος που στην Κύπρο προετοιμάζεται ο αγώνας, υπάρχει εθνική ανάταση, ο Σεφέρης συλλαμβάνει το κλίμα και γι' αυτό στη Σαλαμίνα λέει για τους Άγγλους “φίλοι του άλλου πολέμου, σας συλλογίζομαι...”. [...]

Τον Φεβρουάριο του 2000, στο διεθνές συνέδριο για τον Γιώργο Σεφέρη που έγινε στις Πλάτρες, ο Γιώργος Γεωργής μιλώντας για τον πολιτικό Σεφέρη, αναφέρθηκε και στην πρόθεση των Άγγλων να επιστρέψουν μετά τον Πόλεμο τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στη σύμμαχο Ελλάδα, αντιθέτως ο αντιβασιλέας και αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζήτησε την ένωση με τη Κύπρο. “Όντως έτσι είχε συμβεί. Ο Σεφέρης ως διευθυντής του γραφείου του Δαμασκηνού τον συνόδευσε στο Λονδίνο και τον υποκίνησε να διεκδικήσει την Κύπρο. Ο τελευταίος δήλωσε στους Άγγλους επισήμους ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα χωρίς την Κύπρο. Είναι ο μόνος τρόπος αν θέλετε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τους Αριστερούς. Πίσω από την πρόταση κρυβόταν ο Σεφέρης, ο οποίος κατά τα άλλα ήταν προοδευτικός αστός και δεν είχε σχέση με την παραδοσιακή φιλοβασιλική αριστοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών”.

Ο Σεφέρης επέστρεψε ξανά στο νησί το 1954 και το 1955, έγραψε κι άλλα ποιήματα, ενώ σημείωνε στο ημερολόγιο του τις εντυπώσεις του. Τον εντυπωσίαζε η απλότητα του κόσμου και παραλλήλιζε ακριβώς αυτόν τον κόσμο με τους αγρότες της περιοχής της Σμύρνης ή μάλλον με τον κόσμο των Βούρλων, της περιοχής που περνούσε τα καλοκαίρια του στο κτήμα της γιαγιάς του. Η τελευταία επίσκεψη του έγινε το 1970 (ένα χρόνο πριν πεθάνει) και διήρκησε μόνο μία μέρα.

“Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό”

Την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) όλοι κρίνονταν για τις πράξεις και ιδιαίτερα την απραξία τους. Όσοι ανήκαν στην ελίτ του πνεύματος πιέζονταν για να πάρουν θέση ενάντια στο καθεστώς. Ο Γιώργος Σεφέρης, στις 29 Μαρτίου 1969, διανέμει στον Τύπο δήλωση κατά της χούντας:

«Πάει καιρός που πήραν την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει καθόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. [...]

»Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάσταση μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:

»Κλείνουν δυο χρόνια από τότε που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας, και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο γι' αυτόν τον κίνδυνο.

»Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές κατάστασεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

»Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

»Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».

Μετά τη δήλωση ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας Παν. Πιπινέλης αφαίρεσε από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή.

Πηγές

-Έλληνες ποιητές. Γιώργος Σεφέρης. Ανθολόγηση-εισαγωγή: Παντελής Μπουκάλας, “Καθημερινή”

-“Ελευθεροτυπία”

-Μηνιαίο περιοδικό “Ως3”

 

Τελευταία Νέα