Το ΟΧΙ στον Ρέντσι, η λαϊκή κυριαρχία και η εξήγηση! (pics)

Θοδωρής Βασίλης
Το ΟΧΙ στον Ρέντσι, η λαϊκή κυριαρχία και η εξήγηση! (pics)

bet365

Ο Ματέο Ρέντσι παραιτήθηκε από το αξίωμα του Πρωθυπουργού της Ιταλίας μετά την ήττα του στο δημοψήφισμα για την συνταγματική αναθεώρηση και το Gazzetta Weekend Journal προσπαθεί να αναλύσει το αποτέλεσμα του ιταλικού αποτελέσματος.

Διαβάζοντας τα ΜΜΕ στην Ιταλία την επομένη του δημοψηφίσματος θα πίστευε κανείς ότι το αποτέλεσμα ήταν μια ακόμη νίκη του δεξιού λαϊκισμού κατά της δημοκρατίας. Η κατάσταση, ωστόσο, είναι πολύ πιο περίπλοκη από ένα απλό συμπέρασμα όπως αυτό, και αν εμβαθύνει κανείς περισσότερο θα δει ότι το ΟΧΙ ήταν μια νίκη για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και διχασμού των πολιτικών κομμάτων.

«Παράνομη» στην μέθοδο

Η συνταγματική μεταρρύθμιση που προτάθηκε από την κυβέρνηση Ρέντσι μπορεί να πει κάποιος ότι ήταν πολιτικά «παράνομη» προς στη μέθοδο της αλλά και «αντιδημοκρατική» στο περιεχόμενό της, και αυτό γιατί το σημερινό κοινοβούλιο έχει επιλεχθεί με έναν εκλογικό νόμο που έχει κριθεί ως αντισυνταγματικός από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας.

Επιπλέον, η κυβέρνηση δημιουργήθηκε όταν ο ίδιος κατάφερε το 2013 μέσα στο ίδιο του το κόμμα, να οργανώσει και να πετύχει ένα ηχηρό ΟΧΙ στην υποψηφιότητα του Ρομάνο Πρόντι για Πρόεδρος της Ιταλίας, από το κόμμα του βάζοντας παράλληλα στο περιθώριο τους όποιους αντιπάλους του.

Τέλος, ο Ρέντσι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ακόμα και τα τρικ του Σίλβιο Μπερλουσκόνι του γνωστού μας «Καβαλιέρε», διατυπώνοντας μια συνταγματική μεταρρύθμιση χωρίς όμως να προσπαθήσει να καταλήξει σε μια ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση από όλα τα κόμματα, αλλά αντίθετα χρησιμοποίησε διάφορα θεσμικά τεχνάσματα ώστε να εμποδίσει την όποια κοινοβουλευτική συζήτηση σε σημείο που η αντιπολίτευση σε ένδειξη διαμαρτυρίας, να αποφασίσει να μην συμμετάσχει στην ψηφοφορία για τη μεταρρύθμιση.

Συνταγματική αναθεώρηση, μια ιστορία που πονάει

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο ιταλικός λαός απορρίπτει μια συνταγματική αναθεώρηση αφού και το 2006 η προσπάθεια του Μπερλουσκόνι και της κεντροδεξιάς του κυβέρνησης έπεσε στο κενό. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο ζήτημα (συνταγματική αναθεώρηση) στην γείτονα χώρα δεν είναι τωρινό και θα πρέπει να ανατρέξουμε αρκετές δεκαετίες πίσω λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στο σύνταγμα του 1948.

Το εν λόγω σύνταγμα ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού μεταξύ των τριών κύριων δυνάμεων του αντιφασιστικού κινήματος: Των Χριστιανοδημοκρατών, το Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, και του Partito d'Azione το οποίο ήταν ένα φιλελεύθερο-σοσιαλιστικό κόμμα δράσης. Παρόλα αυτά, ένα τμήμα της ιταλικής πολιτικής τάξης δεν αποδέχτηκε ποτέ τις δημοκρατικές ελευθερίες και τις ισότιμες αρχές που εκφράστηκαν από το σύνταγμα του 1948. Έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν λίγες οι προσπάθειες για την αλλαγή του συντάγματος.

Όλο το πολιτικό φάσμα απέναντι στον Ρέντσι

Για να εξηγήσει κανείς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής, το οποίο είδε ποσοστό συμμετοχής κοντά στο 70% και μια νίκη του ΟΧΙ που έφτασε σχεδόν στο 60%, θα πρέπει να εξετάσει κανείς πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες. Δυνάμεις από όλο το πολιτικό φάσμα της Ιταλίας εξέφρασαν από την αρχή την αντίθεσή τους στην μεταρρύθμιση.

Από τα Αριστερά οι πρώτες αντιδράσεις ήρθαν από το μεγαλύτερο συνδικάτο της χώρας, την Confederazione Generale Italiana del Lavoroτο (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της χώρας), για να ακολουθήσει η αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος στην οποία βρίσκεται και ο πρώην γραμματέας του Ρέντσι, η Εθνική Ένωση των Ιταλών Παρτιζάνων, όλη η ριζοσπαστική Αριστερά καθώς και όλα τα αριστερά συνδικάτα αλλά και οργανώσεις φοιτητών.

Αντίθετοι στην μεταρρύθμιση όμως ήταν και οι πιο γνωστοί συνταγματολόγοι της Ιταλίας, όπως ο Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι, ο οποίος διαφωνούσε ανοικτά στα τηλεοπτικά πάνελ, με τον Ιταλό Πρωθυπουργό.

Από τα Δεξιά, αντίθετοι στην μεταρρύθμιση ήταν η ξενοφοβική Λίγκα του Βορρά, το εθνικιστικό κόμμα Fratelli d'Italia, αλλά και οι νεοφασιστικές δυνάμεις Casa Pound και Forza Nuova Nuova, καθώς και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο λόγος που η αντιπολίτευση αποφάσισε να πει όχι ήταν ξεκάθαρος. Από την στιγμή που ο Ρέντσι συνέδεσε την τύχη της κυβέρνησής του με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το ΟΧΙ άνοιγε τον δρόμο για την παραίτηση της υπάρχουσας κυβέρνησης.

Έτσι, η αντιπολίτευση θα είχε την ευκαιρία να κάνει την δική της ανασύνταξη ώστε να μπορέσει στο μέλλον να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία.



Τέλος, υπήρχε και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, του κωμικού Μπέπε Γκρίλο, ένα λαϊκίστικο κίνημα με εξαιρετικά αντιφατικές θέσεις, το οποίο από την πρώτη στιγμή αντιστάθηκε στην συνταγματική μεταρρύθμιση, διαμαρτυρόμενο για την παραβίαση των πιο βασικών κοινοβουλευτικών κανόνων από την κυβέρνηση.

Το Κίνημα αυτό, το οποίο είναι καθαρά δημιούργημα της κρίσης, οι δημοσκοπήσεις το κατατάσσουν πολύ ψηλά σε σημείο που μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και το Δημοκρατικό Κόμμα, κάτι που είναι η φιλοδοξία, να γίνει δηλαδή το κίνημά του η Νο1 πολιτική δύναμη στην Ιταλία.

Η κρίση έφερε σκληρά μέτρα

Η εντυπωσιακή ήττα του 41χρονου Τοσκανού ίσως ξεκινήσει μια περίοδο αστάθειας στην χώρα, κάτι που αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο για τους Ιταλούς, οι οποίοι όμως γρήγορα ξεχνάνε. Τα τελευταία πέντε χρόνια (από τότε που ξεκίνησαν τα δικά της προβλήματα), οι πολιτικές δυνάμεις που θεωρούνται φιλοευρωπαϊκές αναγκάστηκαν- απόρροια και της κρίσης να πάρουν κάποια όχι και τόσο φιλολαϊκά μέτρα.

Την αρχή έκανε η κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μάριο Μόντι η οποία υποστηριζόταν από την Κεντροαριστερά, εισήγαγε την υποχρέωση των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών στο Σύνταγμα, την υπακοή προς τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, ενώ πέρασε και μια κακή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, μέρος του οποίου έχει κριθεί αντισυνταγματικός από το Συνταγματικό Δικαστήριο.

Ακολούθησε η κυβέρνηση του Ρέντσι που επίσης ψήφισε μέτρα που επηρέαζαν κυρίως τα χαμηλά στρώματα. Μέτρα όπως ο νόμος Jobs με το οποίο καταργούσε το Άρθρο 18 στο καταστατικό των εργαζομένων, δίνοντας το δικαίωμα στον εργοδότη να απολύει έναν εργαζόμενο χωρίς δικαιολογία, αλλά και η μεταρρύθμιση στο δημόσιο σχολικό σύστημα με την οποία ενίσχυσε την εταιρική διαχείριση των σχολείων με αποτέλεσμα να επηρεαστούν σημαντικά τόσο οι συνθήκες εργασίας για τους εκπαιδευτικούς αλλά και τα προγράμματα σπουδών για τους φοιτητές.

Στην άκρη του μυαλού του ο Ρέντσι ήλπιζε να περάσει μια «αντιδημοκρατική» μεταρρύθμιση η οποία σε συνδυασμό με ένα νέο εκλογικό νόμο θα καθιέρωνε ένα σύστημα πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο του κοινοβουλίου αφήνοντας στην άκρη την Γερουσία ακόμα και σε στιγμές όπου θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για νόμους που είχε περάσει.

Άλλωστε ο ίδιος τόνιζε ότι η Γερουσία καθυστερούσε την διακυβέρνηση της χώρας και ότι τα νομοσχέδια δεν θα πρέπει να εγκρίνονται και από τα δύο σώματα (βουλή και Γερουσία) αφού αυτό προκαλεί σε πολλές περιπτώσεις σημαντικές καθυστερήσεις. Οι απόψεις αυτές έφεραν τους επικριτές της μεταρρύθμισης να προειδοποιούν για υπερβολική ενίσχυση των εξουσιών της ιταλικής κυβέρνησης και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν ότι πιθανές ενισχυμένες κυβερνήσεις με Πρωθυπουργούς όπως ο Γκρίλο και χωρίς την παρουσία της Γερουσίας, μόνο κακό θα έφερνε στην Ιταλία.

Επόμενο στοίχημα η Γαλλία

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συνεχιζόμενη λιτότητα και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν συντελέσει στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής του ιταλικού πληθυσμού. Η ανεργία, η οποία έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις στις μέρες μας, να πλήττει κυρίως τους νέους (καθόλου τυχαίο ότι το 81% των ψηφοφόρων ηλικίας 18-34 ψήφισε ΟΧΙ, ενώ η πλειοψηφία του ΝΑΙ προερχόταν από ψηφοφόρους άνω των 50 ετών), και αυτό αποτέλεσε το βασικό κίνητρο πίσω από το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, μια μορφή διαμαρτυρίας στην κυβέρνηση.

Ο Ρέντσι είχε δηλώσει ότι θα παραιτηθεί αν χάσει και το έκανε, με την χώρα του να μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά.

Το επόμενο στοίχημα της ορθής λογικής θα κριθεί με τις γαλλικές εκλογές. Θα κερδίσει και εκεί το outsider που απειλεί την ευρωπαϊκή προοπτική της Γαλλίας; Θα κυριαρχήσει και πάλι ο λαϊκισμός; Τι θα πουν οι δημοσκοπήσεις; Ποια θα είναι η επόμενη μέρα της Ευρώπης; Και κυρίως αυτοί που κρίνουν τις τύχες των χωρών τους, θα αφουγκραστούν επιτέλους την οργή των πολιτών; Ή θα ζούμε σε χώρες διχασμένες, με δημοψηφίσματα που εν τέλει θα μετατρέπονται σε αγώνες κατά του συστήματος;

 

Τελευταία Νέα