Δώστε «τσόντα» στο λαό! (vids)

Miltos+
Δώστε «τσόντα» στο λαό! (vids)
Τι δουλειά μπορεί να έχει η «τσόντα» με τον Μπουλά, τον Ζουγανέλη και τα «ρετρό ακούσματα»; Ο Μίλτος ο Νταλικέρης για ακόμα μία φορά έχει τις απαντήσεις...

Τα «ρετρό ακούσματα της Πέμπτης» αυτή την εβδομάδα έρχονται με μια μέρα καθυστέρηση, Παρασκευή, για να σας ευχηθούν καλό μήνα και με την ελπίδα να σας αποζημιώσουν με χαμόγελα. Καλή ακρόαση! (σημείωση: κάποια βίντεο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και ...«ιστορικά»).

Ήταν περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, όταν η παλιοπαρέα των έιτις προσπαθούσε να εντρυφήσει σε κάτι που η γλώσσα της εποχής είχε βαφτίσει «ελληνικό ροκ». Με τον όρο αυτό, ωστόσο, δεν εννοούσαμε κατά κανόνα τα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, του Παύλου Σιδηρόπουλου, των Μουσικών Ταξιαρχιών του Τζίμη Πανούση, των Σόκρατες ή άλλων συγκροτημάτων με ηλεκτρικό ήχο, που ήδη είχαν δώσει τα διαπιστευτήριά τους. Όπου «ροκ» ο καθένας έβαζε με το νου του. Λίγη ντεμέκ «επανάσταση», περισσότερη «αντίδραση» και, κυρίως, μπόλικο χαβαλέ. Όπου «ελληνικό ροκ», λοιπόν, εκείνη την εποχή, εκεί και το τζέρτζελο, με τραγούδια που κάποιοι τα έλεγαν «της πλάκας» και οι περισσότεροι ...έσπαγαν πλάκα. Και που, σε αρκετές περιπτώσεις, επισκίασαν κάποια πραγματικά «διαμάντια» ή «διαμαντάκια» της ελληνικής μουσικής σκηνής, πιθανότατα γιατί ...έτσι ήταν τότε ο κόσμος μας, έτσι ήταν η Ελλάδα. Όλα ίσωμα, κάτι λεφτάκια στην τσέπη, «βασικά να πούμε», σούσουρο να γίνεται και «βάλτε να πάνε».

Φυσικά, πρώτη και καλύτερη στον τομέα ήταν η παλιοπαρέα του «Αχ Μαρία» στα Εξάρχεια, με τους Ζουγανέλη, Μπουλά να ...τα σπάνε, τον Λάκη -με τα ψηλά ρεβέρ τότε - Παπαδόπουλο να μοιράζει δεξιά κι αριστερά «μικρά αριστουργήματα», τον Παπακωνσταντίνου και τον Τουρνά να σολάρουν αλλά και να συμμετέχουν στην πλάκα και με πολλούς άλλους να «περνάνε» από εκεί ή να δίνουν τις δικές τους αντίστοιχες παραστάσεις λίγο παρακάτω, Ηπείρου και Αχαρνών, στο «Κύτταρο» ή σε άλλες -πάλαι ποτέ- μπουάτ. Γιοκαρίνης, Κούτρας, Μηλιώκας, Γερμανός, Τουρκογιώργης, Φατμέ, Βόσσου, Καζούλης, Ζιώγαλας κ.ά.

Την ίδια περίοδο, επειδή η αγορά ενός δίσκου ή μιας ορίτζιναλ κασέτας κόστιζε μάλλον ακριβά κι επειδή αρκετοί δίσκοι περιορίζονταν σε δυο-τρία σουξεδάκια και πιθανόν «δεν άξιζαν τα λεφτά τους», όπως έλεγε ο φίλος μου ο Φώτης, είχε γίνει της μόδας η «κασετοπειρατία». Όλοι -ή σχεδόν όλοι- είχαμε κάποιον που με σχετικά μικρό αντίτιμο μας έγραφε μια κασέτα με τα καλύτερα από τους δίσκους της μόδας, μια επιλογή «μπεστ οφ». Το ρόλο αυτό από κάποια στιγμή ανέλαβε να παίξει ο «Ορφέας» με το δισκάδικο της γειτονιάς, που δεν τον έλεγαν Ορφέα αλλά Μπάμπη. Ο Μπάμπης εκείνο τον καιρό θησαύριζε. Άλλος πήγαινε και του παράγγελνε λαϊκά, άλλος νησιώτικα, άλλος κλαρίνα, άλλος ντίσκο, άλλος «αφού σου λέω δεν τη βρίσκω με την ντίσκο» που ΄λεγε κι ο Τόλης. Εμείς, από την άλλη, δεν πηγαίναμε σχεδόν ποτέ για τα «συνηθισμένα» του Ορφέα-Μπάμπη, που ήταν τόσο συνηθισμένα ώστε ο ιδιοκτήτης του δισκάδικου έγραφε μια κασέτα, την αντέγραφε 100 φορές και την πούλαγε σε όλους ως «μια ξεχωριστή επιλογή», επειδή «ξέρω τι τραγούδια σου αρέσουν». Έτσι, ο Μαστρομανέλος, ο Πέτρος της Κουφής και ο Μπάφας ο καφετζής είχαν όλοι τους από μια ολόιδια -μέσα κι έξω- μαύρη κασέτα «Μπασφ», που έγραφε πάνω «Λαϊκά - Επιλογή» και που ο Ορφέας-Μπάμπης την είχε πληρωθεί ως μοναδική. «Μισό μεροκάματο έφαγα για να σου ετοιμάσω την επιλογή σου», είχε πει και στους τρεις κι όταν αυτοί διαπίστωσαν πως τους δούλευε ψιλό γαζί, τον απείλησαν πως θα του στείλουν τον χωροφύλακα «να σου κλείσει το μαγαζί» κι έκτοτε τους έφτιαχνε όλες τις κασέτες δώρο, έτρωγε - δεν έτρωγε μισό μεροκάματο για να τις ετοιμάσει.

Εμείς, λοιπόν, εκείνο το διάστημα δεν πηγαίναμε για τα συνηθισμένα. Πηγαίναμε για τη μία, συγκεκριμένη και μοναδική προθήκη που φύλαγε όλους τους δίσκους που μας έκαναν να αισθανόμαστε μοντέρνοι, ψαγμένοι και αρκούντως χαβαλέδες. Εκείνη που είχε το «Αχ Μαρία» και το «Κύτταρο» δύο σε ένα, όλα σε ένα. Εκείνη την προθήκη από την οποία αντλούσαμε υλικό για τις κασέτες της χαράς. Ο δίσκος που μου έχει μείνει στη μνήμη, ήταν αυτός που βρισκόταν συνήθως στην πρώτη θέση της προθήκης για να δίνει στίγμα. «Μπουλάς Ελλάς», με τον Σάκη Μπουλά γραβατωμένο μέσα σε μια μπανιέρα και με τον απόλυτο χαβαλέ στα αυλάκια του. «Μπανάκι - Μανάκι», «Μπριγιόλ», «Ρέγγαι και Λακέρδαι» αλλά και ...«Τσόντα». Εκεί, φυσικά, σκάλωσε ο φίλος μου ο Φώτης. «Δώσε τσόντα στο λαό», είπε του Ορφέα-Μπάμπη, ωστόσο εκείνος δεν μας έδωσε. Κάποιες φορές είχε άποψη και καλώς είχε. Έσβησε την «Τσόντα» από την επιλογή που του είχαμε γράψει στο τετράδιο των παραγγελιών και πρόσθεσε το ατμοσφαιρικό «Φλασάκι» που είχε γράψει για τον Σάκη ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας της εποχής των Τερμιτών. Είχε δίκιο...

Ο Φώτης, όμως, δεν την ξέχασε την «Τσόντα» και την έγραψε και στην επόμενη κασέτα που παραγγείλαμε στον Ορφέα-Μπάμπη. Σημείωση: μαζί παραγγέλναμε με τον Φώτη, αλλά μετά τα μοιραζόμασταν. Εγώ πλήρωνα κι εκείνος έπαιρνε την κασέτα! Εκείνη τη φορά η «Τσόντα» μπήκε στην κασέτα, αλλά καλύτερα να μην έμπαινε. «Μας λείπει ένα τραγούδι και το βάζουμε τσόντα, προέκυψε από ανάγκη, ξαφνικά κι από σπόντα». Η μουσική του Αντώνη Βαρδή δεν έσωζε το προφανές...

Στην ίδια κασέτα, πάντως, από χαβαλέ άλλο τίποτα. Ξεκίναγε με την «Ευλαμπία» του Γιάννη Γιοκαρίνη, συνεχιζόταν με το «Τσικαμπούμ» του Γιάννη Κούτρα (σε μουσική Γιοκαρίνη και στίχους Μπουλά, για να καταλάβετε πώς βοηθούσαν τότε ο ένας τον άλλο), πέρναγε από το «Ποιμενικό ροκ» του Γιάννη Μηλιώκα κι έφτανε μέχρι τον «Αλλήθωρο» του Γιάννη Ζουγανέλη (σε στίχους του Μποστ!). Όλοι τους Γιάννηδες!!! «Σάματι γι΄ αυτούς να είπανε το "45 Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση";», θα αναρωτιόταν με τη γνωστή, σκωπτική του διάθεση ο μακαρίτης ο πατέρας μου ο ...κυρ-Γιάννης!

Από τη σάτιρα και τον γενικότερο χαβαλέ δεν θα μπορούσε να λείπει φυσικά ο Τζίμης Πανούσης, από τον πρώτο κιόλας δίσκο, με τίτλο ...«Ντίσκο Τσουτσούνι»! Εννοείται πως και το συγκεκριμένο τραγούδι βρέθηκε μεταξύ των χαβαλετζίδικων, όπως φυσικά και το «Ενυδρείο», το οποίο μπορείτε να το απολαύσετε σε εντελώς σουρεάλ βιντεοκλίπ με τον Διονύση Σαββόπουλο!

Φυσικά, εκείνη η εποχή του -ας το πούμε- «ελληνικού ροκ» δεν εξαντλείται σε ένα θεματάκι και μια ντουζίνα τραγούδια, γι΄ αυτό σκέφτομαι να συνεχίσω το αφιέρωμα, σε κάποια από τα επόμενα «ρετρό ακούσματα», αναλόγως αναγκών και αφορμών! Εις το ...επανακούειν, λοιπόν!

Μέχρι να τελειώσουν τα τραγούδια και οι μνήμες από εκείνη την εποχή, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.