Τελόνιους Μονκ: Ο πατέρας της σύγχρονης τζαζ!

Τελόνιους Μονκ: Ο πατέρας της σύγχρονης τζαζ!

Και ξαφνικά… Μονκ! Λες και το έκανε επίτηδες η μοίρα. Λες και ήξερε ότι στο καθημερινός χάος αξίζει μια μοναχική στιγμή. Εν ριπή οφθαλμού ο Θελώνιος είναι εδώ. Τον βρίσκουμε κάτω από το έδαφος, underground που λένε οι γνωρίζοντες τα καλλιτεχνικά ρεύματα, μονοπάτια, αυτοί που βλέπουν εκεί που το κοινό μάτι θολώνει. Και ναι, αναπάντεχα τον συναντάς. Εκεί που η κρυστάλλινη οθόνη σου δίνει την τέλεια εικόνα, την τέλεια παγίδα, εκεί σου προσφέρει τις υπόγειες οπτικοακουστικές διαδρομές. Ανάμεσα στην «τελειότητα» της τεχνολογικής πλατφόρμας και στον αυταρχισμό των αλγορίθμων, χωρά κάτι ακατάτακτο, κάτι βαθιά συναισθηματικό και απόλυτα φευγάτο: το κήρυγμα του Μονκ! Ο Θελώνιος έρχεται από μακριά. Το όνομα του θα μπορούσε να ανήκει στα καταραμένα σαιξπηρικά τοπία, στους αρχαιοελληνικούς μύθους, εκεί που πάντα χρειάζεται ένας αγγελιαφόρος, στις αχαρτογράφητες ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής… Ο Θελώνιος, όμως, αράζει στο παρατημένο αστικό τοπίο, στο παγκάκι που έχει σαπίσει και στις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Κι ενώ όλα αποκαλύπτονται μετά τη δίχως τέλος καταστροφή, το σολάρισμα του αρκεί για να ηρεμήσει το πανδαιμόνιο της κόλασης, να γίνουν πορτοκαλί μετάξι οι φλόγες… Και ξαφνικά στα υπόγεια είναι η θέα, ξαφνικά το χάος… τακτοποιείται και ο Μονκ, ο Τελόνιους, πετυχαίνει την πνευματική τελειότητα.

image

Το λοξό βλέμμα

Ο Μονκ ακολούθησε τον δικό του δρόμο. Μοναχικό το μονοπάτι του και συλλογική η καχυποψία, σχεδόν απόρριψη (!), εναντίον του. Κι αν κάνουμε λογοπαίγνια με το επίθετο του (Monk σημαίνει καλόγερος στ’ αγγλικά), είναι γιατί κάπως έτσι του φέρθηκε η καλλιτεχνική κοινότητα, λες και ήταν μοναχός! Για πολλούς, κοντόθωρους, ο Μονκ ανήκε στα αουτσάιντερ ή πιο εύστοχα, δεν μπορούσε να είναι μέλος του κατεστημένου κύκλου. Τη στιγμή που εμφανίστηκε στο καλλιτεχνικό στερέωμα ελάχιστοι τον κατάλαβαν. Ειδικοί και μη παρατηρητές θεωρούσαν πως τα έκανε όλα λάθος! Αυτή η «ισχυρή» εκτίμηση έμεινε σταθερή για πολλά χρόνια στις συζητήσεις γι’ αυτόν. Υπήρχαν, όμως, κι άλλα. Τον χαρακτήριζαν απατηλό, δύσκολο στις συνεργασίες, περίεργο. Πώς, λοιπόν, να μην κάνουμε τη συσχέτιση μοναχός-Monk; Ο χρόνος, βέβαια, ο μέγας κριτής, τοποθέτησε τον Θελώνιο εκεί που έπρεπε, στην ελίτ των (τζαζ) μουσικών! Έχουν περάσει 105 χρόνια από τη γέννηση του και ακόμη τον συζητάμε, ακόμη τον ακούμε. Το μουσικό του αποτύπωμα παραμένει ανεξίτηλο και αδιαπραγμάτευτο. Όταν ακούσεις τις μελωδίες, τα μουσικά ταξίδια, τους αυτοσχεδιασμούς του, τότε δεν θα τον αρνηθείς ποτέ! Μια φορά να σε βρει, σε «δένει» μαζί του για πάντα, σε συντροφεύει με απλότητα, γλυκύτητα, χάρη. Ο Τελόνιους Μονκ, ο άνθρωπος, ο μύθος, αυτός με το λοξό τζαζ βλέμμα.

image

Έπαιζε κάτι νέο

Η καταβύθιση στον κόσμο του Μονκ ξεκινά από τη δεκαετία του 30’. Είναι η περίοδος της εφηβείας και της γνωριμίας με την εποχή του σουίνγκ. Η συνάντηση με αυτό το είδος τζαζ ήταν αναπόφευκτη, μια και τότε, στις ΗΠΑ, ήταν μία από τις επικρατούσες τάσεις στη μουσική. Τα ριφ του στα κομμάτια «Hackensack», «Stuffy Turkey», «I Mean You» είναι χαρακτηριστικά. Το απρόσωπο σύνολο (σουίνγκ), όμως, δεν μπορούσε να μην έχει και τη συγκεκριμένη, προσωπική, επιρροή, ενθάρρυνση. Αυτή βρέθηκε στην πιανίστα-ενορχηστρώτρια Μέρι Λου Ουίλιαμς. Όταν τη συνάντησε ο Μονκ, στο Κάνσας, η Ουίλιαμς ήταν φτασμένο, αναγνωρισμένο, όνομα στην τζαζ σκηνή. Η γυναικεία παρουσία στη ζωή του πρέπει να μνημονευθεί, αφού έπαιξε ρόλο στην καλλιτεχνική του διαμόρφωση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως τρεις βασικοί μέντορες του ήταν άτομα θηλυκού γένους. Πρώτα ήταν η Αλμπέρτα Σίμονς, γειτόνισσα της οικογένειας Μονκ. Η Σίμονς του έκανε μαθήματα πάνω στο ύφος του «Stride Jazz Piano». Μετά ήταν η ανώνυμη ευαγγελίστρια για την οποία έπαιζε «σουίνγκ γκόσπελ» κομμάτια. Φυσικά η Μέρι Λου Ουίλιαμς. Δεν πρέπει ωστόσο να αφήσουμε εκτός τη μητέρα του, την Μπάρμπαρα, η οποία του επέτρεψε να μείνει στο σπίτι και μετά την ενηλικίωση για να εξασκηθεί στη μουσική του. Τέλος, μετά το 1947, η γυναίκα του, η Νέλι.
Προχωράμε μέσα από τα σαγηνευτικά νέφη της ζωής του για να φτάσουμε στο κρίσιμο κομμάτι του παιξίματος του. Σε αυτό το σημείο είναι οι μαρτυρίες που μας οδηγούν, είναι τα λόγια της Μέρι Λου Ουίλιαμς κι αυτά που μάθαμε από τον Κόλεμαν Χόκινς. Η πρώτη, σε συνέντευξη της το 1954, αναφέρει: «Όσο ήταν στο Κάνσας έπαιζε και αυτοσχεδίαζε κάθε βράδυ, τα έδινε όλα στο πιάνο. Στο κομμάτι της τεχνικής πειραματιζόταν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τώρα. Ένιωθε ότι οι μουσικοί πρέπει να παίζουν κάτι νέο κι αυτός το έκανε. Οι περισσότεροι τον θαυμάζαμε γι’ αυτό». Τα όσα λέει η Ουίλιαμς μας πάνε κάπου στα μέσα των 30’s. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται. Στο διάστημα 1944-46 δουλεύει δίπλα στον σαξοφωνίστα Κόλεμαν Χόκινς και τότε ξεκινούν να ακούγονται οι πρώτες ενστάσεις γι’ αυτόν. Ο Χόκινς θυμάται τα επικριτικά σχόλια που έλεγαν: «Γιατί δεν προσλαμβάνεις πιανίστα; Τι προσπαθεί να κάνει αυτός ο τύπος;». Τα ερωτήματα, όμως, έχουν την εξήγηση τους. Πάμε, λοιπόν, στην επόμενη μοναχική ενότητα.

image

Αδύνατο να τον μιμηθείς

Τι συνέβαινε; Γιατί δεν τον καταλάβαιναν; Γιατί δεν τον αποδέχονταν; Ή γιατί τον αποδέχονταν μουδιασμένα; Τα ερωτήματα βρίσκουν απάντηση στην τεχνική του, στον τρόπο που προσέγγιζε τη μουσική. Ο Μονκ έδινε -και δίνει!- στους ακροατές ήχους εκπληκτικούς! Όχι με την έννοια, όμως, του θαυμασμού, αλλά με αυτήν της μοναδικότητας, του ξαφνιάσματος. Γι’ αυτό στην αρχή ορισμένοι δυσκολεύονταν να ανταποκριθούν σε αυτό που άκουγαν. Πάμε πιο βαθιά όμως. Ο Μονκ αναβάθμισε την τεχνική του αξιοποιώντας την κλασική μουσική! Από μικρός έμαθε να παίζει κομμάτια των Σοπέν, Ραχμάνινοφ κι άλλων. Ο λόγος που το έκανε ήταν για να φτιάξει τη δική του μουσική γλώσσα και να πάει κόντρα στα πρότυπα της εποχής του. Ο Μονκ έπαιζε τις μονότονες γραμμές με βαρύ άγγιγμα και έκανε τις αραιές συγχορδίες να ακούγονται πιο πλούσιες απ’ ό,τι ήταν. Είναι, λοιπόν, είναι κατανοητό να υπάρχουν αντιδράσεις και λάθος εκτιμήσεις. Ο Όσκαρ Πίτερσον (τζαζ πιανίστας, συνθέτης) έλεγε ότι ο Μονκ είναι καλός συνθέτης, όχι όμως και πιανίστας! Το να τον μιμηθεί κάποιος είναι αδύνατο. Ο γιος του, ο T.S Monk, έχει πει πως «προσπαθούν, αλλά μετά από τρεις νότες καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν είναι ο Τελόνιους». Ένας ήταν ο τρόπος να τον ακολουθήσεις: να παίζεις μαζί του! Ο «Σόνι» Ρόλινς είχε δηλώσει: «Θυμάμαι ανθρώπους να ακούνε τη μουσική του και να λένε: Δεν μπορούμε να το παίξουμε αυτό, όμως ως το τέλος της πρόβας όλοι το έπαιζαν!».
Κάτι άλλο που πρέπει να επισημανθεί στην τεχνική του είναι το… χιούμορ! Ναι, είχε καταφέρει να το ενσωματώσει στη μουσική του και δεν ήταν μόνο οι ήχοι κουδουνίσματα που πέρασαν σε κομμάτια όπως το «Little Rootie Tootie». Το ιδιαίτερο αυτό στοιχείο μπήκε και στις μπίμποπ μελωδίες και το ακούμε στα «Skippy», «Trinkle Tinkle», «Four in One». Ακόμα και σε απλές μελωδίες, oι «φράσεις» ξεκινούν ως εκπληκτικές και αλλάζουν σε λογικές μέσα από τη μεταμορφωτική δύναμη του αναπάντεχου! Ο Μονκ, από τις αρχές των 50’s, είχε ξεπεράσει το «μπίμποπ». Τα λόγια του γιου του αδιαπραγμάτευτα. «Νιώθω ότι το μπίμποπ περιόρισε τους Ντίζι Γκιλέσπι, Τσάρλι Πάρκερ. Γι’ αυτό και δεν συμφωνώ με τον χαρακτηρισμό που του δίνουν (σ.σ του Μονκ), ο αρχιερέας του μπίμποπ. Αισθάνομαι ότι ήταν ο πατέρας της σύγχρονης τζαζ».

image

Πήγε τη μουσική μπροστά

Γιατί, όμως, θεωρήθηκε δύσκολος στη συνεργασία, περίεργος; Εδώ μπαίνουμε στα προσωπικά -μοναχικά- μονοπάτια. Ο Μονκ αντιμετώπιζε σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα τα οποία κυριάρχησαν πάνω του μετά τα 60’s. Ο βιογράφος του Ρόμπιν Ντ. Τζ. Κέλι γράφει πως στα 40’s «ελάχιστοι ψυχίατροι, πόσο μάλλον οι απλοί άνθρωποι, καταλάβαιναν τις αιτίες και τη φύση της διπολικής διαταραχής. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που μουσικοί, θαυμαστές, δημοσιογράφοι παρερμήνευαν τη συμπεριφορά του». Ο Μονκ θα έμενε άυπνος για μέρες μελετώντας κάποιο μουσικό πρόβλημα. Θα κοιμόταν πάρα πολλές ώρες χωρίς να σηκωθεί. Φορούσε περίεργα καπέλα. Την ώρα που έπαιζε σηκωνόταν και χόρευε! Οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν σωστή διάγνωση. Μάλιστα, ορισμένοι υποστήριζαν ότι έπασχε από σχιζοφρένεια! Η λάθος διάγνωση οδηγούσε και στη λάθος φαρμακευτική αγωγή. Κάποιοι γιατροί του έδιναν θοραζίνη και άλλοι μεγάλες ποσότητες αμφεταμινών! Μετά απ’ αυτά, πώς να μην εκδηλώνεται παράξενη συμπεριφορά. Συνυπολογίστε τα οικονομικά προβλήματα [ποτέ δεν έβγαλε τα χρήματα που άξιζε], τον άδικο παραγκωνισμό του όσον αφορά τη δημιουργία της μπίμποπ [χρεώθηκε περισσότερο στους Γκιλέσπι, Πάρκερ] και τη μη αναγνώριση της προσφοράς του στην αρμονική εξέλιξη της τζαζ. Ο Μονκ υπήρξε το πρότυπο για το τι θέλει να είναι ένας μουσικός. Ο σπουδαίος τζαζίστας Ρον Κάρτερ είχε πει στον γιο του Μονκ: «Ο πατέρας σου προσφέρει σε τρία επίπεδα. [σ.σ στο αγγλικό κείμενο αναφέρεται ως Your father is a triple threat]. Είχε μοναδικό στιλ, έγραφε μελωδίες που οι μουσικοί ήθελαν να παίζουν και πήγε τη μουσική μπροστά».

Πηγή
-«Thelonious Monk: the man and the myth» [jazzwise]

@Photo credits: imdb