Νίκος Καρούζος: Αθάνατος θνητός

Νίκος Καρούζος: Αθάνατος θνητός

Κείμενο-μονογραφή, ελάχιστη καταγραφή για τον ποιητή που συνομίλησε με τη μουσική και ξεπέρασε τη δόξα της ποιήσεως.

Η ύπαρξη του ξαπλωμένη σε μια γραμμή. Νίκος Καρούζος. Οι λέξεις πριν και μετά απ’ αυτόν σε ένα χαρτί δίχως όρια.

Ένας στίχος, τρεις στίχοι, μέτρο, ρυθμός, στρατιές στίχων και ο Μπαχ δίπλα του, ιερή ψαλμωδία, ευλογία, αδιαμφισβήτητο χτύπημα στην αθεΐα. Μα, ο Καρούζος δεν έχει Θεό, δεν έχει πατρίδα, δεν έχει ελπίδα, μόνο υπομονή και πίστη στη γοητεία του μηδενός.

Α, και μια ανάμνηση, μια εικόνα που έρχεται, διαλύεται, χάνεται και επιστρέφει. Το Ναύπλιο, που είναι το μηδέν και τ’ άπειρο. Και ο Καρούζος απροστάτευτος περιπατητής στους δρόμους των πόλεων, έτοιμος για κάθε πλήγμα, κάθε απειλή, κάθε ασχήμια και ομορφιά με τον Μπαχ οδηγό και το έαρ καρφωμένο στη θέση του ήλιου.

Ο Καρούζος είναι παντού και δεν είναι σχήμα λόγου. Σε υπόγεια και ανώγεια, σε μπαρ της Πατησίων και στα τραπεζάκια των καφενείων τις Κυριακές. Και η ποίηση του φτιαγμένη από κοινό ξύλο. Αυτός κρατά τα καρφιά στο χέρι και τα καρφώνει σαν να ήταν τριαντάφυλλα. Κοιτά πάντα ψηλά γιατί δεν υπάρχει άλλη οδός παρά μόνο η έναστρη και όταν το έαρ κοιμάται, το φως της πανσελήνου τον τυλίγει και τον προστατεύει.

Ο Νίκος Καρούζος που έδωσε τα πάντα και κράτησε έναν στίχο για την ύπαρξη του.

image

Το άτομο απέρχεται, η ποίηση μένει

Το ωστικό κύμα της ποιήσεως του δεν σταματά να ταξιδεύει.

Το φαινόμενο Νίκος Καρούζος ίπταται και ξεκουράζεται στα νέφη του λόγου του. Όταν αποφασίζεις να ασχοληθείς μαζί του αστραπές, βροντές, ψιχάλες, χρυσές ακτίνες, λευκά αστέρια και επουράνιες ανάσες σε βρίσκουν και τότε καταλαβαίνεις ότι ο Νίκος Καρούζος εξηγεί το ανεξήγητο, απογυμνώνει τη σκέψη για να τη γυμνάσει και διαρκώς ασκείται στην τέχνη της ποιήσεως.

Όσα γράφονται και γεμίζουν το λευκό είναι δικά του. Αυτά που προηγήθηκαν κι αυτά που θα ακολουθήσουν. Στοπ. Ας ακούσουμε τον συριγμό του ανέμου. «Το άτομο απέρχεται» δηλώνει και κουβαλά το χώμα που του αναλογεί, προσθέτει ο αυθάδης ακροατής. Γενναιόδωρος, δίχως δεύτερη σκέψη, αυτό ήταν και είναι ο Καρούζος.

Έδινε τα πάντα για την τέχνη του και δεν περίμενε τίποτα. Κι αν ακόμη λάμβανε κάτι, αυτό ήταν η θεία χάρη της ποιήσεως και τα ποιήματα του σώμα και αίμα του. Στοπ.

Ας ακούσουμε τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ κι ας δούμε τον άνθρωπο με το κερί, τον «ταρκοφσκικό άνθρωπο». Ο Καρούζος είναι το γελαστό ύδωρ που τον συνοδεύει στη μοναχική, ιερή, οικουμενική πορεία. Στοπ.

Ας ακούσουμε τα βήματα στο βρεγμένο οδόστρωμα. Ο Καρούζος να δίνει τα πάντα για ένα ποίημα, σίγουρα ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Καρούζος ο σοφός, ο έχων περιέργεια μικρού παιδιού. «Κουβαλούσε» το Ναύπλιο, την Αθήνα και διέσχιζε την ουράνια επικράτεια.

Στοπ, η εγγραφή συνεχίζεται μετά τις βιογραφικές συστάσεις.

image

Εν ποιητική αφθονία δοκιμάστηκε

Κάτι μεταξύ καρτ ποστάλ και δελτίου ταυτότητας. Δεν χρειάζεται περισσότερος (βιογραφικός) χώρος για τον Νίκο Καρούζο.

Σε ελάχιστα τετραγωνικά η ζωή του μεγάλωσε και εν ποιητική αφθονία δοκιμάστηκε. Ας ξέρουν όλοι πως ήταν γιος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, στρατευμένος στο Ε.Α.Μ. Στη διάρκεια του Εμφυλίου διώχτηκε και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία και στη Μακρόνησο.

Από το κολαστήριο έφυγε το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του, τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του.

Από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Είχαν περάσει 15 χρόνια από τη γέννηση του, το 1926. Διάλειμμα τέλος. Επιστροφή στην εγγραφή, καταγραφή, περιγραφή, απογραφή, διαδικασία δίχως τέλος, όπως την επέβαλλε ο ίδιος.

Τα χρήματα έλειπαν, το πάθος περίσσευε και το νόημα της ζωής το άπιαστο θήραμα του. Ο ίδιος, με την ηχηρή και εναγώνια φωνή του, έλεγε ότι συγγενεύει με ποιητές χτυπημένους, θυσιασμένους… Και το ποιητικό του αίμα ταίριαζε με αυτό των Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Απολλιναίρ, Σολωμού, Καβάφη….

Έμοιαζε με τύπο μποέμ αλλά δεν ήταν. Ήταν πολίτης του κόσμου και από το υπόγειο του διαμέρισμα έβλεπε τα πάντα και τους πάντες, κυρίως τον πόνο τους. Δεν κράτησε τίποτα γιατί τα πάντα ήταν ανολοκλήρωτα. Λάθος. Έμεινε στη γλώσσα, στην ελληνική γλώσσα που την τίμησε απαλλάσσοντας τη από τα δεσμά της και ακούγοντας τη μουσικότητα της.

Στοπ. Έρχεται το φινάλε.

image

Η αίσθηση του αχειροποιήτου

Το τέλος είναι απρόβλεπτο και ξεκινά από τη σελίδα 126.

Η άνοδος, η ανωφέρεια του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ σου δείχνει τον δρόμο του ποιητή που δεν έχει όριο, μόνο όνειρο. Και ο Καρούζος τα μαζεύει και μας προσφέρει απλόχερα, γίνεται ηδυόνειρος. Η μουσική τον προστατεύει και το οριστικό του τραγικού χάνεται στο εύπλαστο του ευχάριστου, του γλυκού.

Ο Μπαχ στους αιθέρες και η κατάβαση του φιδιού η ισορροπία των πραγμάτων. Τα μουσικά σύννεφα πυκνώνουν και αίφνης «αυτό που λέμε όνειρο δεν είν’ όνειρο» και στις λαβυρινθώδεις ποιητικές διαδρομές του Νίκου Καρούζου αποθρασυνόμαστε και τα «ολοκληρωμένα» κάνουμε αποσπασματικά. Δεν υπάρχει προκαθορισμένη πορεία, ακολουθία, μόνο το πρώτο και ανεκτίμητο ξάφνιασμα.

Η απρόσμενη στάση στη σελίδα 52 δημιουργήθηκε από τη στιγμή της λιτάνευσης. Το μοναδικό, αληθινό, επίγειο κήρυγμα δια χειρός Ν.Κ λέει πως «Άνθρωπος ο ασυγχώρητος υπό το σεληνόφως».

Ο όφις τινάζεται και προσγειώνεται στις μακρινές, χάρτινες, ακτές της σελίδας 312. Εκεί, ο υπό κρίση ποιητής συναντά τον υπό αγιοποίηση ποιητή.

Ο Καρούζος και ο Παπαδιαμάντης. Η επιθυμία του πρώτου κληρονομιά του δεύτερου. Ο κυρ Αλέξανδρος που αγνόησε «δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες» και «κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», αυτός είναι το αμίλητο είδωλο που βλέπει ο Καρούζος όταν πασχίζει να κρατηθεί στον κόσμο τούτο και να προετοιμαστεί για τον επόμενο. Ο αυτοπροσδιορισμός λίγο πριν το λευκό σκεπάσει το μαύρο μελάνι-αίμα: «Απόγονος της νύχτας».

Στοπ. Η ελεύθερη φωνή του Καρούζου επιμένει πριν την τελευταία τελεία. Ποιητής της νύχτας, υπέργειος και επίγειος, χθόνιος, αγγίζει την αρχή του κόσμου, παραδίδεται μαχόμενος στο αρχαιοελληνικό πνεύμα και φτάνει στο σήμερα και το άγνωστο αύριο. Στο τέλος, μένει η αίσθηση του αχειροποιήτου, η κατάκτηση του θαύματος. Απεβίωσε στις 28 Σεπτεμβρίου 1990.

*Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την εκπομπή «Παρασκήνιο» (ΕΤ1). Έμπενυση και πνευματική καθοδήγηση αντλήθηκε από τα «Τα Ποιήματα» (Εκδ. Ίκαρος) του Νίκου Καρούζο