Βασίλης Τσιτσάνης: Μάγκας και αλάνι

Βασίλης Τσιτσάνης: Μάγκας και αλάνι

Gazzetta team

Η φιγούρα ασκητική, μα η φιλοδοξία μεγαλύτερη από τη σκιά του. Πλάνης, σαν όλους τους ανθρώπους από την εποχή του Ομήρου. Κι αν το ταξίδι έχει πάντα σημασία, ο εν λόγω υπολόγιζε πάρα πολύ και τον σκοπό. Να τον μάθουν όλοι, να τον σέβονται και να τον τραγουδούν. Ο δρόμος υπήρχε όπως και το όριο του. Η μουσική πάντα εκεί, η παράδοση πάντα εκεί, οι πρόδρομοι πάντα εκεί, αλλά και η… φυλακή εκεί! Η “φυλακή” της παράδοσης, των προηγούμενων και ενός έργου που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ο μοναχικός ταξιδιώτης ήταν αποφασισμένος… Αποφασισμένος να φτιάξει δρόμους, μουσική, παράδοση και να φέρει τους προηγούμενους στο δικό του “τώρα”, στο δικό του “σήμερα”, να τους σώσει από το “χθες”. Ήρεμη δύναμη που ένωσε, διασκέδασε, δημιούργησε, αναδιαμόρφωσε και μας έδωσε να καταλάβουμε ότι ο κόσμος δεν έχει τέλος παρά μόνο αρχή. Η συνέχεια της ζωής και του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν δεν είναι γραμμική, αλλά διακλαδώνεται σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Ένα απ’ αυτά στη μουσική και στη λαϊκή μας παράδοση έφτιαξε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Όποιος βρέθηκε σε αυτό –και ήταν πολλοί- απόλαυσε το “Χάραμα”, άκουσε τις νότες που ταξίδεψαν σε διάφορες εποχές, είδε τη μουσική γλώσσα να ωριμάζει, να αποκτά μεγαλύτερη δύναμη, ο σκοπός του έγραψε στη μνήμη, δημιούργησε μνήμη και την έβδομη μέρα της δημιουργίας έβαλε την ανεξίτηλη σφραγίδα του, κι ας ήταν συννεφιασμένη.

image

Το μαντολίνο που έγινε μπουζούκι

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια χάνει τον πατέρα του και μόνο τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο –το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.

Στα γυμνασιακά του χρόνια μαθαίνει παράλληλα βιολί συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.

Για να συμπληρώσει τα έσοδα του εργάζεται παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’ αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριος μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’ αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια εισήγαγε ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού το οποίο απευθύνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο που ενδιαφέρει περιορισμένο κύκλο ακροατών. Με αυτά απαντά στη λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.

Η δεκαετία 1945-55 είναι η κορυφαία της καριέρας του

image

Η καταξίωση, η αντίσταση στις επιρροές και τα νέα κλασικά

Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη. Δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ντερμπεντέρισσα” και φυσικά “Συννεφιασμένη Κυριακή”.

Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945-55 είναι η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά. Φέρνει στο προσκήνιο φωνές όπως των: Μαρίκα Νίνου, Σωτηρίας Μπέλλου, Πρόδρομου Τσαουσάκη. Τα τραγούδια που μας δίνει εκείνη την περίοδο είναι “διαμάντια” και ξεχωρίζουν για τον μελωδικό πλούτο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του '50 το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι αλλάζει. Κυριαρχούν οι αραβικές και ινδικές επιρροές και ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Δεν θα αποδεχτεί ποτέ τις εποχιακές “μόδες” και θα δώσει τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του. Οι Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Πόλυ Πάνου, Χαρούλα Λαμπράκη, Σταμάτης Κόκοτας ερμηνεύουν τραγούδια του. Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται διπλός δίσκος με τίτλο “Χάραμα”. Τέσσερα χρονιά μετά, το 1984, στις 18 Ιανουαρίου, πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές εγχείρησης στους πνεύμονες.

Η μεγαλύτερη του στιγμή

image

“Συννεφιασμένη Κυριακή”

Τα τραγούδια η ζωή του Τσιτσάνη και η ζωή του τα τραγούδια. Ένα εξ αυτών έγινε σήμα κατατεθέν της ελληνικής ψυχής. Της έδωσε φωνή γιατί την είδε να πονά, να σπαρταρά και να πετά. Δεν αρκεί να είσαι παρών, δεν αρκεί να βλέπεις, πρέπει και να νιώθεις τις μεγάλες στιγμές, αυτές που έρχονται για να ζητήσουν τη βοήθεια σου, αυτές που θέλουν να θυσιάσουν το μεγαλείο για χάρη σου. Ο Τσιτσάνης ήταν εκεί και ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μελοποιήσει, να εμψυχώσει και να μεταδώσει αυτό που προσπαθούσε να κρατηθεί όρθιο στα πιο δύσκολα χρόνια της νεότερης ιστορίας μας. Στην κατοχή, εκεί που όλα ζούσαν και πέθαιναν σε μια στιγμή. Τότε θα γραφτεί το “πάνω απ' όλους κι όλα” τραγούδι που πάντα θα μας συντροφεύει, η “Συννεφιασμένη Κυριακή”.

Πρόκειται για ζεϊμπέκικο γραμμένο και συνθεμένο στη Θεσσαλονίκη. Φωνογραφήθηκε στα 1948, τραγουδισμένο από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Πρόκειται για ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια της λαϊκής μουσικής. Η ιστορία του τραγουδιού όπως την αφηγήθηκε ο ίδιος ο Τσιτσάνης στον Κώστα Χατζηδουλή (περιέχεται στο βιβλίο του Κ. Χατζηδουλή “Βασίλης Τσιτσάνης: Η ζωή μου, το έργο μου” εκδόσεις Νεφέλη) έχει ως εξής:

“Κατά την περίοδο της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Και έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη Συννεφιά της κατοχής από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούι. Το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο, επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν τον κρύβω, μία ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωση του από τη μια άκρη μέχρι την άλλη με γέμισε πίστη και αισιοδοξία αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής...”

Για τον Τσιτσάνη το μπουζούκι ήταν κάτι ιερό

image

Η αιματηρή δημιουργία και ο εξευγενισμός του ρεμπέτικου

Για τον Τσιτσάνη το μπουζούκι ήταν κάτι ιερό. Κάθε πενιά προσευχή και κάθε τραγούδι αποτέλεσμα μεγάλης και επίπονης άσκησης. Τίποτα δεν γινόταν αβασάνιστα, τίποτα χωρίς να ματώσει. Κυριολεκτικά! Τα λόγια του αδιάψευστο τεκμήριο (σ.σ στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή):

“Εγώ μπροστά από κάθε τραγούδι, πριν την εισαγωγή, είχα προθέρμανση, ας την πούμε. Ήταν η προεισαγωγή. Η εισαγωγή κάθε τραγουδιού μου ήταν η ζωή μου και έδινα γι' αυτή το αίμα μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο βασανιζόμουνα για μια εισαγωγή, μπορούσε να μου φάει ολόκληρες βδομάδες. Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μια εισαγωγή, ότι τα δάχτυλα μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανε πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. Έβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ό,τι έβγαινε από την ψυχή μου. [...] Για να γράψω ένα τραγούδι όπως το ήθελα πέταγα εκατό. [...] Όσο και αν κουραζόμουν είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου. Ζόριζα τον εαυτό μου να δημιουργεί έργα και ήθελα κάθε δαχτυλιά να μένει με ανεξίτηλα γράμματα. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. [...] Τα τραγούδια δεν γράφονται έτσι. Θέλουν δουλειά. Ό,τι βγαίνει από την καρδιά σου κι έρχεται στα χέρια σου πρέπει να φτύσεις αίμα, να βάλεις εκεί πάνω την ίδια τη ζωή σου και έτσι μόνο θα τη δώσεις στον κόσμο προς τον οποίο έχεις τόσες πολλές ευθύνες. [...] Ο αγώνας ο δικός μου για τη δημιουργία αυτού του έργου ήτανε τιτάνιος και αιματηρός. Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού”.

Αξία έχει να διαβάσουμε την άποψη του πάνω στο ρεμπέτικο και στην εκτίμηση του Στελλάκη Περπινιάδη ότι “εξευγένισε το ρεμπέτικο” (απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο):

“Τα ρεμπέτικα που βγήκαν πριν να έρθω εγώ στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού και ειδικά του Βαμβακάρη τα έλεγαν βαριά, δηλαδή βαριά ζεϊμπέκικα και βαριά χασάπικα. Αυτό όμως είναι λάθος. Τουλάχιστον αυτή είναι η γνώμη μου. Βαριά ήταν μόνο για το στίχο κι όχι για τη μελωδία. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τη λέξη βαριά. Όταν λέω εγώ βαριά δεν εννοώ ασήκωτα, παρά εννοώ τον ρυθμό που είναι αργός. Δηλαδή θέλω να πω ότι έτσι που τα έγραφα και τραβούσα τον χρόνο, με τη στασιμότητα του χρόνου που έδινα στα τραγούδια τα έκανα πιο φανταχτερά. Έβγαιναν πιο αληθινά, πιο φαντασμαγορικά, έβγαιναν από την ψυχή μου αληθινά στολίδια. Τραβούσα τον χρόνο και τα έκανα αργά και θα σου πω το γιατί: Στον αργό ρυθμό μπορείς να δώσεις ό,τι καλύτερο έχεις. [...] Με τον γρήγορο δεν μπορείς να δώσεις τίποτα περισσότερο ούτε και να εκφράσεις τίποτα περισσότερο. Ο Μάρκος είχε γρήγορο τέμπο, ήταν γρήγορος. Κάνουν λάθος επομένως όσοι μιλάνε για βαριά ζεϊμπέκικα και βαριά χασάπικα. Για μένα δεν υπάρχουν τέτοια, υπάρχουν μόνο αργά και γρήγορα. Όταν βγήκαν τα δικά μου ήταν κάτι νέο, κάτι το επαναστατικό για την προπολεμική εκεινή εποχή και γι' αυτό έκαναν εντύπωση. Γι' αυτό και ο Στελλάκης λέει ότι εξευγένισα το ρεμπέτικο. Και εννοεί και αυτός ακριβώς το ίδιο – δηλαδή τον τρόπο που ήταν γραμμένα τα τραγούδια μου”.

Θα αρνηθεί τη... νύχτα!

image

Βράχος ακλόνητος

Ο ήλιος του Τσιτσάνη θα δύσει στο “Χάραμα”. Ή δεν θα δύσει ποτέ. Εκεί, δίπλα στο σκοπευτήριο Καισαριανής, σ' έναν λιτό, όχι πολύ μεγάλο, χώρο ο Τσιτσάνης θα αρνηθεί τη... νύχτα! Οι νότες του ταξιδεύουν και το νυχτερινό κέντρο γίνεται το απάγκιο του. Τη δεκαετία του '70 είναι το πιο γνωστό μαγαζί της Αθήνας και τόπος που χωρούσε όλον τον κόσμου! Ηθοποιούς, πολιτικούς διανοούμενους, απλούς ανώνυμους ανθρώπους. Η παρουσία των Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Σωτηρία Μπέλλου καθηλώνει, γοητεύει, λυτρώνει τους θαμώνες του.

Το κέντρο ξεκίνησε να λειτουργεί μετά τον πόλεμο και έγινε πιο γνωστό όταν το αγόρασε ο Κίμωνας Φαραντζής. Ο Φαραντζής διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Παπαϊωάννου και τον έπεισε να εμφανιστεί στο μαγαζί. Από το τραγούδι του “Πριν το χάραμα μονάχος” πήρε το όνομα του. Δυο χρόνια μετά θα κάνει πρόταση στον Τσιτσάνη ο οποίος στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τον Παπαϊωάννου. Το “Χάραμα” γίνεται στέκι. Το 1973 πεθαίνει ο Παπαϊωάνου και έρχεται η Μπέλλου για να συνεργαστεί με τον Τσιτσάνη. Στην κουζίνα του μαγαζιού θα ηχογραφηθεί ο δίσκος του Τσιτσάνη που κατέκτησε το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας “Charles Gross”.

Ο Τσιτσάνης, ο μάγκας, το αλάνι... Όχι το ζωνάρι δεν το χε ποτέ λυμένο για καβγά. Δεν ψαχνόταν για σφιχταγκαλιάσματα και ζοριλίκια, ούτε κόζαρε περίεργα. Ντόμπρος, δουλευταράς, σίγουρος για τη δουλειά και τον λόγο του. Αλάνι, γιατί δεν έκανε εκπτώσεις στη δουλειά του, τίποτα δεν τον πτοούσε και μάγκας γιατί ήταν γενναιόδωρος δημιουργικά, ήξερε πότε θα μιλήσει και τι θα πει. Λόγια σταράτα και πράξεις καθαρές, δίχως φόβο και πάθος μπροστά στο κοινό, βράχος ακλόνητος στο πάλκο και στον πολιτισμό μας.

*Οι φωτογραφίες του άρθρου παραχωρήθηκαν από το Κέντρο Έρευνας Μουσείο Τσιτσάνη Τρίκαλα, από το αρχείο Κώστα Χατζηδουλή. Τα δικαιώματα ανήκουν στο Μουσείο Τσιτσάνη και τον Κώστα Χατζηδουλή. Ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθεια.

Πηγές

-Κώστα Χατζηδουλή “Βασίλης Τσιτσάνης. Η ζωή μου, το έργο μου” [Εκδ. Νεφέλη]

-Κέντρο έρευνας μουσείο Τσιτσάνη Τρίκαλα [mouseiotsitsani.gr]

- “Μηχανή του Χρόνου” [Χριστούγεννα στο “Χάραμα”]