Σήφης Βαλυράκης: Οι 15 κινηματογραφικές αποδράσεις και ο εφιάλτης στην Αλβανία

Gazzetta team
Σήφης Βαλυράκης: Οι 15 κινηματογραφικές αποδράσεις και ο εφιάλτης στην Αλβανία
Ο Σήφης Βαλυράκης είχε κάνει πάνω από 15 απόπειρες απόδρασης από τη φυλακή στα χρόνια της δικτατορίας, με τη ζωή του να μοιάζει με κινηματογραφική ταινία.

Ο Σήφης Βαλυράκης, βουλευτής και υπουργός του ΠΑΣΟΚ για περίπου τέσσερις δεκαετίες, ο οποίος βρέθηκε νεκρός το βράδυ της Κυριακής στη θάλασσα της Ερέτριας, στην Εύβοια, ήταν ένας άνθρωπος με σημαντική αντιστασιακή δράση, την περίοδο της δικτατορίας.

“Δεν άφησα φυλακή που να μην προσπάθησα να αποδράσω, έχω περισσότερες από 15 απόπειρες και δύο επιτυχείς” είχε αναφέρει ο ίδιος ο Σήφης Βαλυράκης στο ντοκιμαντέρ “Η άγνωστη αντίσταση κατά της Δικτατορίας” της ΕΡΤ πριν από αρκετά χρόνια. Για ποιο λόγο, όμως, ο νεαρός τότε Βαλυράκης είχε γίνει κόκκινο πανί για την δικτατορία; Ο πατέρας του Γιάννης Βαλυράκης είχε ήδη συλληφθεί από τη χούντα των συνταγματαρχών και ο Σήφης (Ιωσήφ) έφυγε με πλαστό διαβατήριο από την Ελλάδα στην Ιταλία, φοβούμενος ότι θα συλλάβουν και εκείνον.

Εκεί οι σύντροφοι τού του συνέστησαν να μεταβεί στο Μόναχο για να φιλοξενηθεί από τον Γιάννη Σακελαρίου, ο οποίος αργότερα θα γινόταν ο πρώτος, ελληνικής καταγωγής, ευρωβουλευτής της Γερμανίας. Εκείνος τον φέρνει σε επαφή με την Αγγέλα Κοκκόλα, στη Στοκχόλμη όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ιδρύσει, ήδη από το 1968, το ΠΑΚ. Ο νεαρός Βαλυράκης θα ενταχθεί στον ένοπλο βραχίονα του ΠΑΚ. Το 1971, μέσω Μονάχου θα φτάσει στην Ιταλία και στη συνέχεια με πλοίο θα έρθει, σε ειδική αποστολή, στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα διαμένει στο σπίτι μίας ξαδέλφης του περιμένοντας να του δώσουν το πράσινο φως για να τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό. Λίγο πριν την πυροδότηση στο σημείο που του είχαν υποδείξει, τον συλλαμβάνει η αστυνομία που γνώριζε όλες του τις κινήσεις, καθώς άνθρωποι της δικτατορίας είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν στο ΠΑΚ.

Απόδραση από τον ΕΑΤ ΕΣΑ

Ο Βαλυράκης συνελήφθη και οδηγήθηκε στον ΕΑΤ ΕΣΑ. Από τα κρατητήρια της Στρατιωτικής Αστυνομίας όπου τον βασάνιζαν σε καθημερινή βάση, απέδρασε μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Κατάφερε να κόψει τα κάγκελα του κελιού του και στην συνέχεια με μία φουρκέτα προκάλεσε βραχυκύκλωμα στο ηλεκτρικό δίκτυο των φυλακών. “Γύρω στις δύο την νύχτα, βγαίνοντας από το πλέγμα, σηκώθηκα και κυκλοφόρησα κανονικά ως μέλος της φρουράς, έφθασα στις τουαλέτες και από εκεί στην ταράτσα, πέρασα στο ΝΙΜΙΤΣ και μετά έμεινα στην Αθήνα για περίπου 15 ημέρες” θυμάται ο ίδιος. Παντού όμως έβρισκε πόρτες κλειστές. “Όλοι μου έδιναν λεφτά αλλά κανείς δεν μου έδωσε στέγη”. Προσπάθησε να βγει εκτός Ελλάδας μέσω Πάτρας με το πλοίο για Ιταλία, αλλά δεν τα κατάφερε. Δοκίμασε τότε να ταξιδεύσει στην Γιουγκοσλαβία στην οροφή ενός τρένου. Ούτε αυτή η απόπειρα στέφθηκε με επιτυχία. Για κακή του τύχη λίγο πριν περάσει τα σύνορα το τρένο σταματάει για ανεφοδιασμό και ένας προβολέας ρίχνει μία δέσμη φωτός επάνω του. Συλλαμβάνεται για άλλη μία φορά και οδηγείται πίσω στην ΕΑΤ ΕΣΑ με χειροπέδες στα χέρια.

“Η ΕΑΤ ΕΣΑ δεν θύμιζε σε τίποτα τις φυλακές που είχα αφήσει πίσω μου πριν από λίγες ημέρες. Είχαν κλείσει τα πάντα, είχαν χτίσει τα παράθυρα και η διαφυγή ήταν σχεδόν αδύνατη” αναφέρει στο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ. Μετά τη δεύτερη σύλληψη του θα καταδικαστεί από το έκτακτο Στρατοδικείο σε ποινή κάθειρξης επτά ετών. Κατά την ακροαματική διαδικασία ο 28χρόνος κρατούμενος ανέφερε:

"Δεν αναγνωρίζω το δικτατορικό καθεστώς, παλεύω για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας. Αισθάνομαι αιχμάλωτος με υποχρέωση να δραπετεύσω. Αφιερώνω τη σκέψη και τον χρόνο μου σε αυτό. Είμαι ήδη με την σκέψη μου ελεύθερος."

Στην συνέχεια οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Έφτασε κι εκεί κοντά στην απόδραση. Κατάφερε να ανοίξει μια τρύπα στο κελί του πίσω από τον νιπτήρα, αλλά το σχέδιό του θα μείνει στη μέση. Μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, κι εκεί μαζί με τον Μπάμπη Γεωργακάκη και την βοήθεια του Γιάννη Κλωνιζάκη οργανώνουν μία νέα απόδραση. Με πριονάκια αργυροχρυσοχοΐας αρχίζουν να κόβουν τα κάγκελα του κελιού την ώρα του βόλεϋ ώστε να μην ακούγεται ο θόρυβος. Βαλυράκης και Γεωργακάκης καταφέρνουν από το μικρό πέρασμα ανάμεσα στα κομμένα σίδερα να βρεθούν εκτός κελιού και να σκαρφαλώσουν στην ταράτσα της φυλακής, με τη βοήθεια μίας αυτοσχέδιας σκάλας που έφτιαξαν από τις σανίδες του κρεβατιού. Γίνονται αντιληπτοί από τους φρουρούς, οι οποίοι ρίχνουν το φως του προβολέα πάνω τους και ζητούν από τους φύλακες να πυροβολήσουν τους δύο υποψήφιους δραπέτες. Ο Βαλυράκης πηδάει από ύψος 10 μέτρων και με την βοήθεια του καλωδίου του ΟΤΕ προσγειώνεται ομαλά στον εξωτερικό χώρο της φυλακής. Αντίθετα ο Γεωργακάκης κατά την πτώση του σπάει την κνήμη του και ακινητοποιείται.

Η περιπέτεια στην Αλβανία

“Ήμουν μόνος μου και η μόνη επιλογή που είχα ήταν η απόδραση στην Αλβανία. Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έβαλα σε μία νάιλον σακούλα για να τα έχω στεγνά όταν φτάσω, αλείφτηκα με μαγειρικό λίπος που είχα κλέψει από τα μαγειρεία ώστε να αντέχω στο κρύο και έπεσα στην θάλασσα. Ξεκίνησα να κολυμπάω και έφθασα εξουθενωμένος, σχεδόν λιπόθυμος στις αλβανικές ακτές. Ντύθηκα τουρτουρίζοντας και στριμώχτηκα σε κάτι θάμνους μέχρι να έρθει το πρωί. Την άλλη ημέρα είχα ανακτήσει τις δυνάμεις μου και ήμουν χαρούμενος καθώς θεωρούσα ότι πλέον βρισκόμουν σε ελεύθερη γη”.

Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή απ' αυτή που περίμενε. Ο Βαλυράκης θεωρούσε ότι θα τον υποδέχονταν έως έναν αντιστασιακό στη δικτατορία. Όμως, συνελήφθη, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα.

“Μετά το λαϊκό δικαστήριο με οδήγησαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Βόρεια Αλβανία σε πρώτη φάση, λίγο στα Τίρανα και μετά στο Φιέρι όπου ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Ακριβώς το σταλινικό στρατόπεδο με τον κρύο, την πείνα, τα έντομα και τους κοριούς. Δικαιούμουν 15 γραμμάρια κρέας την ημέρα!”

Κανείς από τους συντρόφους του δεν γνώριζε αν ήταν ζωντανός. “Προσπαθούσα από την αρχή να επικοινωνήσω, έστελνα γράμματα για μήνες αλλά αυτά δεν έφευγαν. Κάποιος μου πρότεινε να γεμίσω το γράμμα με γραμματόσημα με το κεφάλι του Εμβέρ Χότζα και στις δύο πλευρές και όντως το γράμμα που έστελνα στην μητέρα μου έφτασε στον αποδέκτη. Η μητέρα μου το έδωσε στην δημοσιότητα, έτσι και η οργάνωση μου έμαθε μετά από μήνες ότι ζω και ότι βρίσκομαι στην Αλβανία”.

Ακολούθησε διεθνής κινητοποίηση. Αυτός που μεσολάβησε στον Χόντζα ήταν ο πρίγκιπας Σιχανούκ της Καμπότζης. Υπήρξε πίεση και από άλλες πλευρές και τελικά το καθεστώς της γειτονικής χώρας απελευθέρωσε τον Βαλυράκη.

“Με πήραν με ένα τζιπ και με μετέφεραν στην βόρεια άκρη της Αλβανίας όπου με έκλεισαν μέσα σε μία πολυκατοικία. Εκεί άρχισαν να με ταΐζουν. Το φαγητό ήταν πλούσιο και λιπαρό ώστε να πάρω ξανά το βάρος που είχα χάσει. Μου πήραν μέτρα για ένα κοστούμι, μου έδωσαν πέντε δολάρια για τυχαία έξοδα και με έβαλαν στο αεροπλάνο που πήγαινε Ρώμη”.

Έτσι, τελείωσε η "κινηματογραφική" περιπέτειά του. Οι πρώτοι που θα τον συναντούσαν ήταν ο Αλέκος Παναγούλης και η Οριάνα Φαλάτσι. Η Αμαλία Φλέμινγκ με ειδική άδεια της ιταλικής κυβέρνησης, τον φιλοξένησε στο σπίτι της. Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η χούντα μετρούσε μήνες και η επιστροφή τους στην Αθήνα ήταν κοντά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ