Ο ρατσισμός μέσα μας

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Ο ρατσισμός μέσα μας
Το να βγαίνεις και να κατακεραυνώνεις διάφορες ακραίες και ασόβαρες φωνές-αναρτήσεις στα social με συνέπεια και δημοκρατική ευαισθησία, σε μερικές περιπτώσεις μοιάζει σαν να παραβιάζεις ανοικτές πόρτες ή να κλέβεις το αφύλακτο παγκάρι.

Το να βγαίνεις και να κατακεραυνώνεις διάφορες ακραίες και ασόβαρες φωνές-αναρτήσεις στα social με συνέπεια και δημοκρατική ευαισθησία σε μερικές περιπτώσεις μοιάζει σαν να παραβιάζεις ανοικτές πόρτες ή να κλέβεις το αφύλακτο παγκάρι. Η φαιδρότητα περιπτώσεων τύπου Τσιάρτα, Αλεξανδρή, Στηβ Γιατζόγλου και άλλων ανοήτων ή ιδιοτελών που αναζητούν πρόσβαση σε μια πολιτική καριέρα από την κερκόπορτα της ακροδεξιάς, δεν είναι ενδεικτική της σοβαρότητας του ρατσιστικού και ξενοφοβικού φαινομένου, το οποίο διαποτίζει τους ιστούς της ελληνικής κοινωνίας και σε περίπτωση που δεν το αντιλαμβανόμαστε ή δεν το παραδεχόμαστε και τους δικούς μας ιστούς.

Η εύκολη κριτική

Είναι εξαιρετικά ασφαλές να εκφράζω για παράδειγμα την αλληλεγγύη μου σε πρόσφυγες και μετανάστες και να διατρανώνω ότι πρέπει να μεταφερθούν από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, όταν είμαι βέβαιος ότι δε θα έρθουν και πολύ κοντά μου. Λυπάμαι που το τοποθετώ έτσι ωμά αλλά είναι ελαφρώς περιορισμένο το δικαίωμά μου να κρίνω τους κατοίκους των Γιαννιτσών, των Σερρών, του Ωραιοκάστρου, του Κιλκίς και άλλων τοπικών κοινωνιών, όταν δε ζω εκεί και δεν έχω την πρόθεση να ζήσω εκεί, αντιθέτως απολαμβάνω τη σιγουριά ότι δεν θα ταράξει κάτι την καθημερινότητά μου σε μια μεγαλοαστική γειτονιά όπου κατοικεί η πλειοψηφία της επιχειρηματικής – κοινωνικής ελίτ της πόλης μου. Δε ζω βέβαια και στο Μανχάταν ή την Εκάλη αλλά κατ’ αντιστοιχία ο κάτοικος των ακριβών προαστίων της Αθήνας δεν μπορεί αβασάνιστα να μιλάει για το Μενίδι, για το Ζεφύρι και για άλλες μη προνομιούχες περιοχές.

Για να αναμετρηθούμε με το ρατσισμό και την ξενοφοβία, πρέπει πρώτα να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας, με τον καθρέφτη μας κι όχι με τις θέσεις και τις απόψεις άλλων. Τι έχει πραγματικά αλλάξει στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια με την έξαρση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών; Στη δική μας ζωή συγκεκριμένα, όχι στη ζωή γενικά και αόριστα. Έχει κινδυνέψει η θέση εργασίας μου από ξένους που βρέθηκαν στην Ελλάδα; Έχει διαταραχτεί η καθημερινότητά μου, δηλαδή οι μετακινήσεις μου, η πρόσβασή μου στη δημόσια υγεία, στο δημόσιο σχολείο, στις υπηρεσίες γενικότερα; Αν το παιδί μου πηγαίνει σε ένα φτηνό ή ακριβό ιδιωτικό σχολείο κι αν επισκέπτομαι τα εξωτερικά ιατρεία μιας ιδιωτικής κλινικής κι όχι ενός δημόσιου νοσοκομείου, μήπως είμαι πολύ μακριά από την πραγματικότητα της καθημερινότητας; Πόσες φορές έχουμε την πολυτέλεια ορισμένοι από μας να «αποφύγουμε» τους ξένους και το κάνουμε χωρίς να το διατυμπανίζουμε για να μη φανούμε ρατσιστές και ξενοφοβικοί; Και πόσοι μετά με ευκολία αναδημοσιεύουμε συγκινητικά video και φωτογραφίες από προσφυγόπουλα σε καταυλισμούς εξαντλώντας στο πληκτρολόγιο τον ανθρωπισμό μας; Έμπρακτα όμως πόσοι απλώσαμε το χέρι μας;

Η ξενοφοβία μέσα μου

Ρατσιστικές και ξενοφοβικές απόψεις, με τη στενή επιστημονική έννοια του όρου ακούω καθημερινά από ανθρώπους που σέβομαι, που εκτιμώ, που αγαπώ γιατί είναι δικοί μου άνθρωποι, φίλοι μου και συγγενείς μου από πάντα και για να λέμε και όλη την αλήθεια, μερικές φορές τις ακούω κι από τον εαυτό μου σε κάποιες απαντήσεις που εκπλήσουν ακόμα και τ’ αυτιά μου. Δεν ήμασταν συνηθισμένοι, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, δε μας βρήκε η συγκυρία σε μια περίοδο οικονομικής ευμάρειας για να δράσουμε γρήγορα με υποδομές και σε μια περίοδο κοινωνικής γκρίνιας και μιζέριας, το προσφυγικό – μεταναστευτικό ρεύμα ήρθε σαν σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Και ναι δεν είναι φυσιολογική αυτή η μαζική μετακίνηση πληθυσμού. Θεωρώ την ξενοφοβία κυρίως αμετάβατη κατάσταση, ο φόβος κυριεύει εμένα μερικές φορές, δεν έχω πρόθεση να βλάψω κάποιον, δε με ανακουφίζει ο φόβος. Το να δράσω ρατσιστικά είναι σαφώς μεταβατική απόφαση με αφετηρία την πεποίθησή μου ότι είμαι ανώτερος από το συνάνθρωπό μου κι ελπίζω ότι δεν το έχω πράξει-πάθει ακόμα.

Η αλληλεγγύη

Η αλληλεγγύη είναι μια βασανισμένη λέξη της ελληνικής γλώσσας διαχρονικά αλλά ειδικά στην εποχή του «έχω περισσότερα άρα ζω καλύτερα», η έννοιά της τείνει να αποκτήσει ουτοπικές διαστάσεις. Μην πάμε στον ξένο, ας μείνουμε στη γειτονιά μας, σε αυτούς που γνωρίζουμε από παιδιά. Η αλληλεγγύη δε φαίνεται στους διαδικτυακούς εράνους της έσχατης απέλπιδας προσπάθειας αλλά στα μικρά, στα καθημερινά. Ανοίξτε τις ντουλάπες των σπιτίων σας. Πόσα αφόρετα ρούχα θα βρείτε; Πόσα μη χρησιμοποιούμενα αντικείμενα; Δεν τα λέω άχρηστα, γιατί για άλλους μπορεί να είναι χρήσιμα. Τα βλέπουμε μια στις τόσες και θυμόμαστε τι ξοδέψαμε για να τα αποκτήσουμε. Σιγά μην τα αποχωριστούμε. Ακόμα κι αν δεν τα χρειαστούμε ποτέ πια. Ακόμα κι αν κάποιος τα χρειάζεται επιτακτικά.

Πάμε στα μεγάλα, στα σπουδαία; Τράπεζες αίματος, τράπεζες αιμοπεταλίων, δωρεές οργάνων, παιδικά ιδρύματα, αδέσποτα ζώα. Τεράστιες οι ανάγκες, πενιχρή η διαθεσιμότητα. Και βαυκαλιζόμαστε ότι είμαστε μια δυτικότροπη ευρωπαική κοινωνία έτσι; Ανήκουμε στη Δύση και στην Ευρώπη, της οποίας τις αξίες υποτίθεται ασπαζόμαστε και υπερασπιζόμαστε. Δοξάζουμε την τύχη μας να είμαστε Ευρωπαίοι αλλά τι έχει κάνει η Ευρώπη και οι Μεγάλες Δυνάμεις της σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο με ευκολία παραλείπουμε. Εννοείται πως προτιμώ να πάω στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη αντί της Δαμασκού, της Βαγδάτης και του Ισλαμαμπάντ αλλά όταν ως Ευρώπη μπορούσα να απλώσω το χέρι και να αρπάξω κάτι, το ονόμαζα εκπολιτισμό, όχι κλοπή.

Αλληλεγγύη όχι στους ξένους λένε κάποιοι, μόνο σε Έλληνες. Σε ποιους Έλληνες όμως; Πόσο τυχερός ή άτυχος πρέπει να αισθάνεται ο κάτοικος της Σάμου, της Χίου, της Λέσβου έναντι εκείνου των Γιαννιτσών, των Σερρών, του Ωραιοκάστρου; Ή εκείνου της Λιβαδειάς, του Πύργου, των Τρικάλων; Πόσα λεφτά πρέπει να εξασφαλίσουμε για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ώστε να υποδεχτούν όλο το κύμα των προσφύγων-μεταναστών και να τους κρατήσουν εκεί, για να μη διαταραχτεί η δική μας καθημερινότητα; Η δική τους ζωή άλλαξε για τα καλά, η δική μας γιατί όχι;

Το να βροντοφωνάζουμε τώρα «όχι άλλοι ξένοι στην Ελλάδα» είναι περίπου σαν να λέμε να μην ξαναβρέξει. Θα έρθουν κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Είναι ζήτημα γεωγραφίας ανόητε. Και είναι ζήτημα πολιτικής η απόφαση για το μετά. Ονειρεύεστε κάποιοι φυλακές; Οι φυλακές γεμίζουν. Ονειρεύεστε ερημονήσια να τους στιβάξουμε εκεί; Μην παραπονιέστε μετά, όταν αυτά τα νησιά δε θα είναι πια ελληνικά. Ονειρεύεστε να τους βουλιάζουμε ή να τους πυροβολούμε για να μην έρχονται; Προσωπικά δε σηκώνω όπλο σε θαλασσοπνιγμένους, αν είστε τόσο Ευρωπαίοι και παλληκάρια σηκώστε το εσείς. Θέλετε να βασανίσουμε το μυαλό μας για την καλύτερη δυνατή λύση; Θέλετε την επόμενη φορά που θα ψηφίσουμε να μην εμπιστευτούμε τις τύχες μας μόνο με βάση οικονομικά προγράμματα αλλά και κοινωνικά; Θέλετε να μην ξαναεμπιστευτούμε τηλε-ευαγγελιστές που πουλάνε το φάρμακο κατά της φαλάκρας, ενώ οι ίδιοι είναι φαλακροί;

Μη διαλέγεις εύκολο στόχο

Ο Αλέκος ο Αλεξανδρής είναι πολύ εύκολος στόχος. Όσοι πήγαν να ψήσουν χοιρινό για να την πουν σε Μουσουλμάνους είναι εύκολος στόχος, θλιβερός. Ο φασίστας στη Βουλή και στο πεζοδρόμιο του web είναι εύκολος στόχος, αστείος. Το χαριτωμένο πιτσιρίκι από το Αφγανιστάν που έφεραν στο σχολείο του παιδιού σου είναι δύσκολος στόχος. Όπως ήταν παλιά το αλβανάκι και πιο παλιά το τσιγγανάκι. Αν το παιδί σου είναι στο Κολλέγιο Αθηνών ή στο Ανατόλια κι έρθει το Αφγανάκι με Range Rover η συζήτηση αλλάζει. Αν 5 μαυράκια έρθουν στην τάξη του σχολείου αλλοιώνουν τον πληθυσμό. Αν παίζουν καταπληκτικό ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, μας βοηθούν να κερδίσουμε και να σηκώσουμε τη σημαία ψηλά. Ο καθρέφτης είναι πολύ δύσκολος στόχος. Πως να αντιπαλέψεις τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, τους φίλους σου; Θες να συνομιλήσεις με το ρατσισμό μέσα σου; Θέλω να συνομιλήσω με το ρατσιμό μέσα μου;

Κανείς δε θα γίνει σοφότερος διαβάζοντας ένα τέτοιο κείμενο. Κάποιοι πιθανώς μπερδευτούν περισσότερο. Αυτό το μπέρδεμα κυριεύει κι εμένα. Για αυτό προσπαθώ να μη λέω μεγάλες κουβέντες πριν ρίξω μια ματιά στον καθρέφτη. Αν βριστούμε όλοι μεταξύ μας στα social, δε θα απομείνουν πολλοί για να συνομιλούμε. Και το κυριότερο; Τα social δεν είναι η πραγματική ζωή, ούτε η τηλεόραση είναι. Το τι κάνουμε εμείς κάθε μέρα είναι η πραγματική ζωή. Με αυτό πρέπει να αναμετρηθούμε.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.