Το come back του Ηλιόπουλου, ο Φρέντ Αστέρ και το «ψέμα» του Γιάννη Δαλιανίδη (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Το come back του Ηλιόπουλου, ο Φρέντ Αστέρ και το «ψέμα» του Γιάννη Δαλιανίδη (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Η ταινία του Νίκου Κούνδουρου με τον τίτλο «Ο Δράκος» μπορεί να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του ελληνικού κινηματογράφου και να ανάδειξε τον Ντίνο Ηλιόπουλο ως έναν απολύτως ολοκληρωμένο ηθοποιό, που μπορεί να κινηθεί σε υψηλά ερμηνευτικά standards ακόμα και ενός δραματικού ρόλου, ωστόσο την ίδια στιγμή έκανε ένα μεγάλο «κακό» στον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό: τον κατέταξε στους «αντιεμπορικούς» ηθοποιούς εκείνης της περιόδου (η ταινία γυρίστηκε το 1956), με αποτέλεσμα οι κινηματογραφικές εταιρείες να δυσκολεύονται να επενδύσουν και πάλι στον ίδιο, στεκόμενες αμήχανα απέναντι στην επιτυχία του «Δράκου». Χρειάστηκε να περάσουν 4 ολόκληρα χρόνια για να συμβεί αυτό και «αιτία» για την εξέλιξη αυτή ήταν η συμμετοχή του Ηλιόπουλου στην ταινία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», στην οποία πρωταγωνίστησε ο ίδιος, με την Τζένη Καρέζη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και την Ρίκα Διαλυνά. Η επιτυχία της ταινίας αυτής «ξεκλείδωσε» και την μεγάλη καριέρα του Ηλιόπουλου.

«Κωμωδία παρεξηγήσεων»

Η ταινία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» ανήκει σε μια αμφιλεγόμενη κατηγορία ταινιών που χαρακτηρίζονται ως «κωμωδίες παρεξηγήσεων». Και λέμε «αμφιλεγόμενη», διότι ως είδος κωμωδίας θεωρείται διαχρονικά «δεύτερης κατηγορίας», αφού οι κριτικοί εκτιμούσαν ότι οι σεναριακές ακρότητες που αυτές αποτύπωναν δεν λειτουργούσαν θετικά στο τελικό αποτέλεσμα και αδικούσαν τις ερμηνείες ακόμα και σπουδαίων ηθοποιών που συμμετείχαν σε αυτές. Στον ελληνικό κινηματογράφο βέβαια, δεν είναι και πολλές οι ταινίες που μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία. Και ευτυχώς δηλαδή, δεδομένου ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν χαμηλού προϋπολογισμού και μέτριου ποιοτικά αποτελέσματος. Στην περίπτωση όμως της συγκεκριμένης ταινίας, μιλάμε για κάτι το διαφορετικό, για μια ταινία που έκανε τη διαφορά και που μέχρι σήμερα βλέπεται ευχάριστα, προκαλώντας χαμόγελο στον θεατή. Γι’ αυτό άλλωστε και η ελληνική τηλεόραση συνεχίζει να την προβάλλει. Στα θετικά της, οι νοσταλγικές εικόνες της Αθήνας και της παραλιακής λεωφόρου της δεκαετίας του 60’, στο ξεκίνημα της ταινίας. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη, σε παραγωγή των εταιρειών Αφοι Ρουσσόπουλοι - Λαζαρίδης Γ. - Σαρρής Δ. - Ψαρράς Κ. Ωστόσο, το σενάριο στηρίζονταν στο ομώνυμο θεατρικό έργο των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη.

Το κοροϊδάκι που τελικά νικάει

Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Ο βιομήχανος Τέλης Καράλης (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), Διευθύνων Σύμβουλος μεγάλης εταιρείας χάλυβα, έχει ως υπάλληλό του τον ντροπαλό λογιστή Γρηγόρη, τον οποίο υποδύεται ο Ηλιόπουλος και ο οποίος εξαιτίας σειράς παρεξηγήσων έχει πέσει σε δυσμένεια από τον πρώτο. Στην κορύφωση των παρεξηγήσεων, ο Γρηγόρης κάποια στιγμή απολύεται από τον βιομήχανο. Επειδή όμως κατά λάθος πήρε τα διπλά βιβλία της εταιρείας, τα οποία τηρεί ο βιομήχανος κρυφά από τους μετόχους, ο τελευταίος φοβούμενος ότι μπορεί να τον «καρφώσει» στην εφορία, τον προσλαμβάνει εκ νέου και βάζει την κόρη του Τζούλια (Τζένη Καρέζη) να του κάνει τα γλυκά μάτια για να πάρουν πίσω τα βιβλία. Ωστόσο, στο τέλος παγιδεύονται οι ίδιοι και ο ντροπαλός νέος δεν είναι πλέον κοροϊδάκι αλλά νικητής, αφού η Τζούλια τον ερωτεύεται στην πραγματικότητα και οι δύο νέοι παντρεύονται. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα ο Σταύρος Ξενίδης, η Τζόλυ Γαρμπή, ο Νίκος Φέρμας, ο Γιώργος Τσιτσόπουλος, ο Άγγελος Μαυρόπουλος, ο Κώστας Παπαχρήστος, ο Διονύσης Παγουλάτος και η Λουίζα Μπατίστα. Η ταινία είναι διάρκειας μόλις 67 λεπτών και έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 14 Μαρτίου του 1960, κόβοντας 115.029 εισιτήρια. Θεωρήθηκε επιτυχημένη για τους στόχους της, ωστόσο το μεγαλύτερο κέρδος ανήκε στον Ηλιόπουλο, ο οποίος είχε την ευκαιρία να αναδείξει εκ νέου το ταλέντο του στην κωμωδία και να μπει και πάλι στα «ραντάρ» των κινηματογραφικών εταιρειών της εποχής και φυσικά και του Φίνου. Εκτός από το υποκριτικό του ταλέντο βέβαια, ο Ηλιόπουλος στην ταινία αυτή αναδεικνύει και το μεγάλο ταλέντο του στον χορό, το οποίο καλλιέργησε έχοντας ως πρότυπο τον μεγάλο αμερικανό χορευτή Φρέντ Αστέρ. Ενδεικτικό στοιχείο των επιρροών του Ηλιόπουλου από τον Φρέντ Αστέρ είναι το γεγονός ότι στη σκηνή που μαζί με την Καρέζη τραγουδούν και χορεύουν το ομώνυμο τραγούδι της ταινίας, οι χορευτικές του φιγούρες θυμίζουν ανάλογες του αμερικανού χορευτή. Η μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκι.

Το μεγάλο...κόλπο του Διαλιανίδη

Την ταινία συνοδεύει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παρασκήνιο, το οποίο αποκάλυψε ο ίδιος ο Γιάννης Δαλιανίδης στην αυτοβιογραφία του. Σύμφωνα με τα όσα είπε, η ταινία συνάντησε πολλές δυσκολίες στο να τελειώσει. Ο λόγος είναι μάλλον...περίεργος, αν και όχι τελείως παράλογος: Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας το ίδιο χρονικό διάστημα έπαιζαν με τον θίασό τους το ίδιο έργο στο θέατρο. Οι εισπράξεις εκεί πηγαίναν πολύ καλά και από το φόβο ότι η κινηματογραφική εκδοχή θα «έκοβε» την θεατρική κίνηση, οι ηθοποιοί έβρισκαν διάφορες προφάσεις για να αρνούνται να παρευρεθούν στα γυρίσματα. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έλεγαν την αλήθεια στον Δαλιανίδη, ωστόσο ο τελευταίος, όντας άνθρωπος «της πιάτσας» και ιδιαίτερα έμπειρος και έξυπνος, δεν άργησε να καταλάβει την αιτία των καθυστερήσεων. Η ευφυία του μάλιστα τον οδήγησε ένα βήμα παρακάτω, με το οποίο παρέκαμψε το πρόβλημα. Λέγοντας στους ηθοποιούς ότι το σενάριο της ταινίας θα «ανοίξει» σε κάποια σημεία, δεν τους αποκάλυπτε το τέλος και κατάφερε να ολοκληρώσει τα γυρίσματα χωρίς οι ηθοποιοί να το καταλάβουν!

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία