Η Μελίνα της Ελλάδας, ο «οικονομικός» Ντασέν και ο μύθος του Χατζηδάκι με τα «Παιδιά του Πειραιά» (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Η Μελίνα της Ελλάδας, ο «οικονομικός» Ντασέν και ο μύθος του Χατζηδάκι με τα «Παιδιά του Πειραιά» (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Μια ταινία γεμάτη Ελλάδα, κέφι για τη ζωή, πλημμυρισμένη από μια αναπάντεχα μποέμικη, λυτρωτική ατμόσφαιρα. Μια ταινία όπου όλα τα καλά και κακά χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής βγαίνουν στην επιφάνεια και παρουσιάζονται ρεαλιστικά, χωρίς καμία πρόθεση εξευγενισμού τους. Φιλότιμο, χιούμορ, έξω καρδιά, πείσμα, αλλά και καχυποψία, αναβλητικότητα, χαλαρότητα, ματαιοδοξία αναδύονται μέσα από την ταινία-μύθο του ελληνικού κινηματογράφου «Ποτέ την Κυριακή», με έναν μοναδικό τρόπο, εντελώς διαφορετικό από τον τρόπο που το έκανε ο Φίνος και οι ταινίες του. Είναι σχεδόν μαγικός ο τρόπος που δύο ίδιες καταστάσεις μπορούν να παρουσιαστούν τόσο διαφορετικά από δύο διαφορετικούς σκηνοθέτες. Στην περίπτωση της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή», η οποία ήταν παραγωγή της United Artist, ο σκηνοθέτης ήταν ο Ζυλ Ντασέν, ο οποίος είχε γράψει και το σενάριο, έχοντας ως πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη. Ήταν η δεύτερη ταινία του Ντασέν, ενώ η πρώτη ήταν «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», κινηματογραφική διασκεύη του ομώνυμου έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Το «Ποτέ την Κυριακή» γυρίστηκε το 1960 εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα και είναι μία από τις διασημότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, κυρίως λόγω της βραβευμένης με Όσκαρ μουσικής που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις. Κατά πολλούς μελετητές του διεθνούς κινηματογράφου, η μουσική αυτή αποτελεί το κορυφαίο σάουντρακ που έχει γραφτεί ποτέ για ταινία. Δεν ξέρουμε εάν ακούγεται υπερβολικό ή όχι, ωστόσο απλά το καταθέτουμε.

«Φόρος τιμής στην Ελλάδα του διονυσιακού κεφιού και της απολλώνιας αρμονίας»

Οι φήμες αυτές όμως, έχουν και συνέχεια. Λένε λοιπόν, ότι ο Μάνος Χατζηδάκις είχε «μπουχτίσει» τόσο πολύ με την εμπορευματοποίηση του μουσικού θέματος της ταινίας, που πούλησε χωρίς δεύτερη κουβέντα τα δικαιώματα που είχε στη μουσική της ταινίας και με τα χρήματα που εισέπραξε..έφτιαξε τα δόντια του! Είναι από τις στιγμές που η σκληρότητα και η αλήθεια της ζωής, σε προσγειώνουν από τα όμορφα παραμύθια και τους ρομαντισμούς. Ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας είναι το γεγονός ότι ο Ζυλ Ντασσέν επέλεξε να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος, αντί να φέρει κάποιον «κανονικό» ηθοποιό, κι αυτό το έκανε όπως λένε οι φήμες, για λόγους οικονομίας. Πολλοί λένε μάλιστα ότι η τύχη της ταινίας θα ήταν πολύ καλύτερη (πόσο καλύτερη άραγε;) εάν σε αυτή πρωταγωνιστούσε ένας αναγνωρισμένος ηθοποιός και όχι ο ίδιος ο Ντασέν. Κάτι που φυσικά δεν θα μάθουμε ποτέ. Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές κριτικές που διαβάσαμε για την ταινία (μεστές και ουσιαστικές) είναι και εκείνη από το «Αθηνόραμα»: «Πρόκειται για μια θρυλική ταινία-φόρο τιμής του Ζιλ Ντασέν στην Ελλάδα του διονυσιακού κεφιού και της απολλώνιας αρμονίας, όπως αυτά διαιωνίζονταν στις αμόλυντες ψυχές των λαϊκών τύπων του Πειραιά του ’60».

«Η Ίλια συμβολίζει την Ελλάδα»

Το σενάριο της ταινίας φέρει την πρωταγωνίστρια Ίλια να είναι μία πόρνη στο λιμάνι του Πειραιά. Έχει όμως κάτι που την κάνει να διαφέρει από τις άλλες πόρνες του λιμανιού. Η Ίλια όχι μόνο διαλέγει τους πελάτες της, αλλά όταν έχει παραστάσεις το Ελληνικό Φεστιβάλ και όταν είναι Κυριακή δεν δέχεται ποτέ πελάτες. Από δώ προκύπτει και ο τίτλος της ταινίας άλλωστε.

Η ζωή τα φέρνει έτσι, ώστε η Ίλια να γνωρίσει τον Τόνιο (Γιώργος Φούντας), έναν όμορφο Ιταλοκερκυραίο, που την ερωτεύεται και προσπαθεί να την κάνει να δεσμευτεί μαζί του. Την Ίλια όμως δεν την κρατάει κανείς και τίποτα, όση αγάπη και αν της προσφέρει. Τον ίδιο καιρό έρχεται στον Πειραιά ο Αμερικανός "Πρόσκοπος" Όμερ (Ζυλ Ντασέν), που επηρεασμένος από τις φροϋδικές θεωρίες και μία ιδεαλιστική εικόνα που έχει για την Ελλάδα, θέτει ως σκοπό του να κάνει την Ίλια "καθώς πρέπει άνθρωπο". Την προσεγγίζει και βλέπει ότι η Ίλια έχει στρεβλή εικόνα για την αρχαία τραγωδία που όμως υπεραγαπάει. Ειδικά όταν φτάνει τον Όμερ στα όριά του λέγοντας του πως η Μήδεια δεν σκοτώνει τα παιδιά της, αλλά

"πάνε όλοι μαζί στην παραλία". Παίρνει λοιπόν την απόφαση ο Όμερ να την διδάξει αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Μουσική, Τραγούδι. Όμως ανακαλύπτει η Ίλια ότι ο αγαθών προθέσεων Όμερ χρηματοδοτείται από το μεγάλο προστάτη του λιμανιού. Τότε διώχνει τον Όμερ από δίπλα της και καλεί σε επανάσταση τις υπόλοιπες ιερόδουλες, με σκοπό να διεκδικήσουν πιο ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Όσο για τον Όμερ, στο τέλος φαίνεται ότι βρήκε την αλήθεια της ζωής που τόσο έντονα αναζητούσε: «Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι, να το κάνεις κάτι αλλιώτικο από αυτό που είναι πραγματικά, καμία “Ίλια”. Ακόμη και αν έχεις καλή πρόθεση και αρεστά μέσα, το λάθος είναι ένα… η αλλαγή», ανέφερε ο ίδιος αργότερα σε μια συνέντευξή του σχετικά με την ταινία.

Μία από τις πολλές κριτικές που γράφτηκαν για την ταινία, αναφέρει ότι το «Ποτέ την Κυριακή» είναι μια ταινία που λειτουργεί κατά κύριο λόγο συμβολικά. «Η Ίλια συμβολίζει την Ελλάδα, ο Όμερ αλλά και ο Τόνιο, συμβολίζουν εκείνους που προσπαθούν να την άλλάξουν, αλλά δεν το καταφέρνουν, παρά τις καλές τους προθέσεις και την αγάπη που έχουν για εκείνη. Η Ίλια είναι πολύ περήφανη και ευτυχισμένη για να αλλάξει, πόσο μάλλον αν προσπαθήσει να την αλλάξει κάποιος άλλος». Και κάπου εδώ υπεισέρχονται και τα ιδεολογικά «υπονοούμενα» και μηνύματα που ο Ντασέν κατά πολλούς περνάει μέσα από την ταινία. Ο ίδιος είχε εκδιωχθεί από τον μακαρθισμό λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Το γεγονός ότι πρότυπό του θεωρούσε τον Χίτσκοκ, τον οδηγεί στις ταινίες του να διαμορφώνει ενδιαφέροντα σενάρια, με ανατρεπτική πλοκή. Το ίδιο κάνει και στο «Ποτέ την Κυριακή». Η συγκεκριμένη ταινία όσο εύπεπτη και αν φαίνεται, ουσιαστικά παρουσιάζει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα διαχρονικά, ακόμα και σήμερα. Έτσι, τη χώρα μας συμβολίζει η χαρούμενη πόρνη Ίλια, που την θέλουν πάντα όλοι, οι οποίοι είναι φαινομενικά αγαθοί και καλοπροαίρετοι, αλλά στην ουσία θέλουν να την αλλάξουν στα πρότυπα που αυτοί επιθυμούν, κρύβοντας πάντα άλλα, πιο "ανεξιχνίαστα" κριτήρια.

Τα συμβάντα στο 13ο Φεστιβάλ των Καννών

Όπως ειπώθηκε και νωρίτερα, η ταινία ήταν χαμηλού προϋπολογισμού σε σχέση με τους εμπορικούς στόχους που είχε θέσει. Οι πληροφορίες λένε ότι το budget ήταν 151.000 δολάρια, ωστόσο απέφερε έσοδα 8 εκατ. δολαρίων διεθνώς! Στην χώρα μας έκοψε 184.524 εισιτήρια. Η επιτυχία της ταινίας στις ΗΠΑ ήταν αρκετά μεγάλη, γεγονός που οδήγησε τον Ζυλ Ντασέν και την Μελίνα Μερκούρη στην απόφαση να παρουσιάσουν μια θεατρική διασκευή - μιούζικαλ του «Ποτέ την Κυριακή» στο Μπρόντγουεϊ, στο θέατρο Μαρκ Χέλιντζερ, την περίοδο 1967-1968. Η σκηνοθεσία και διασκευή της παράστασης ήταν του Ζυλ Ντασέν και η μουσική και πάλι του Μάνου Χατζιδάκι. Μάλιστα και το μιούζικαλ αυτό ήταν υποψήφιο για 6 βραβεία Τόνι. Όσον αφορά στην κινηματογραφική ταινία, στο Φεστιβάλ των Καννών το 1960, το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά τελικά κέρδισε μόνο το βραβείο πρώτου Γυναικείου Ρόλου που απονεμήθηκε στην Μελίνα Μερκούρη, η οποία μοιράστηκε το βραβείο με τη Ζαν Μορό του Μοντεράτο Καντάμπιλε. Περισσότερο και από το βραβείο ερμηνείας της Μελίνας Μερκούρη για την Ίλια, εκείνο που πέρασε στην ιστορία του 13ου Φεστιβάλ των Καννών ήταν το γλέντι που ακολούθησε. Όπως αναφέρει το wikipedia, «πολλά θρυλούνται για εκείνη τη βραδιά και άλλα τόσα μετέφεραν οι δημοσιογράφοι της εποχής: τον Ντασέν να χορεύει χασάπικο πάνω σε τραπέζι, τον Γιώργο Φούντα να μαθαίνει ζεϊμπέκικο στη Χάγια Χαραρίτ, τη Μπέτσι Μπλερ να ακολουθεί στο τσα-τσα το Μάνο Χατζιδάκι και τον Ζορζ Σιμενόν να βγάζει την πίπα και να φωνάζει "κούκλα, να ζήσεις" στη Μελίνα Μερκούρη».

Η «ήττα» από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ

Το 1961 η ταινία ήταν υποψήφια για 5 Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για τον Πρώτο Γυναικείο Ρόλο για τη Μελίνα Μερκούρη, βραβείο το οποίο έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία το κέρδισε για την ταινία «Ζήσαμε στην Αμαρτία» (BUtterfield 8, 1960). Παράλληλα η ταινία ήταν υποψήφια για όσκαρ ενδυμασίας, για τα ενδύματα της Ντένης Βαχλιώτη, αλλά και σεναρίου και σκηνοθεσίας, για τον Ζυλ Ντασέν. Τελικά κέρδισε Όσκαρ μόνο για την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, για το τραγούδι «Τα Παιδιά του Πειραιά», τραγούδι με τις περισσότερες διασκευές σε όλο τον κόσμο και ένα από τα πιο διάσημα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Μάλιστα «Τα Παιδιά του Πειραιά» ήταν το πρώτο τραγούδι σε άλλη γλώσσα πλην της αγγλικής που έλαβε τη συγκεκριμένη διάκριση. Η ταινία διέθετε ένα σπουδαίο καστ ηθοποιών, όπως οι Γιώργος Φούντας (Tonio), Τίτος Βανδής (Γιώργος), Μήτσος Λυγίζος (Καπετάνιος), Θανάσης Βέγγος (Θανάσης), Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Ναύτης), Φαίδων Γεωργίτσης (Ναύτης), Νίκος Φέρμας (Σερβιτόρος), Δέσπω Διαμαντίδου (Δέσπω), Δήμος Σταρένιος (αντιπρόσωπος του Προστάτη), Αλέξης Σολωμός (ο προστάτης, ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο), Αρτέμης Μάτσας (η μία και μοναδική φορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που έπαιξαν μαζί οι δύο «δοσίλογοι και καρμίρηδες» Μάτσας και Σταρένιος), Κώστας Δούκας, Αλέκα Κατσέλη, Κούλα Αγαγιώτου κ.α.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία