Το τέλος της 17Ν μέσα από τα βιβλία του Κουφοντίνα και του Χρυσοχοΐδη: Επιτυχία της ΕΛ.ΑΣ ή αστοχία της οργάνωσης;
29 Ιουνίου του 2002. Απομένουν δυο χρόνια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και τα θέματα ασφάλειας είναι στην ημερησία διάταξη της Ελληνικής Αστυνομίας. Εκείνο το βράδυ ακούγεται μια δυνατή έκρηξη στον Πειραιά. Ο εκκωφαντικός θόρυβος της θα προκαλέσει «σεισμό» σε λίγες ώρες σε ολόκληρη την Ελλάδα και όχι μόνο. Ήταν το τέλος της 17 Νοέμβρη.
«Έχουμε ρολόγια»
Ο τότε αρχηγός, Φώτης Νασιάκος, τηλεφωνεί στον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ο οποίος βρισκόταν στη Βέροια. «Υπουργέ, το περιστατικό στο λιμάνι είναι πολύ σοβαρό». Σύμφωνα με αυτά που δημοσιεύθηκαν τότε στις εφημερίδες και πλέον έχουν περάσει στη… σφαίρα του μύθου, αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Νασιάκου στον Χρυσοχοΐδη. Όταν ο υπουργός ρώτησε «πόσο σοβαρό», ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας του απάντησε: «Έχουμε ρολόγια»! Αυτή ήταν η κωδική ονομασία που είχαν δώσει οι αστυνομικοί της αντιτρομοκρατικής στα μέλη της «17 Νοέμβρη».
Μετά από λίγες ώρες επαναλαμβάνεται το ίδιο τηλεφώνημα. Ο Νασιάκος από τη μια άκρη της γραμμής και ο Χρυσοχοΐδης από την άλλη. Αυτή τη φορά στη συνομιλία υπάρχει βεβαιότητα. «Υπουργέ, έχουμε τη 17Ν»! Δεν υπήρχε, πλέον, καμία αμφιβολία.
«Οι συνθήκες άλλαξαν άρδην το βράδυ τους Σαββάτου της 29ης Ιουνίου, όταν έσπασε μια βομβα. Η βομβα εξερράγη κατά λάθος στα χέρια του ανθρώπου που επιχειρούσε να την τοποθετήσει στα εκδοτήρια της εταιρείας των Flying Dolphins στον Πειραιά. Το όνομά του ήταν Σάββας Ξηρός
Το Σάββατο 29 Ιουνίου (σ.σ. 2002) ήμουν στη Βέροια με καλούς φίλους από τα παλιά... Λίγο μετά τις έντεκα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ηταν ο Νασιάκος, ο αρχηγός της αστυνομίας. «Εχουμε ένα περιστατικό στο λιμάνι του Πειραιά, μια έκρηξη βόμβας, και υπάρχει τραυματίας», μου είπε. «Σε παρακαλώ, κοίτα να μην το φορτωθούμε κι αυτό», του είπα, θεωρώντας ότι είναι δικαιοδοσία του λιμενικού, λόγω του τόπου της έκρηξης. Αλλά τότε μου είπε τη φράση-κλειδί: «Είναι σοβαρό, κύριε υπουργέ, γιατί ο τραυματίας είναι ο δράστης».
Ο Σύρος κι εγώ πιστεύουμε ότι είναι πολύ πιθανό να έχουμε εδώ 17 Νοέμβρη, γιατί ο μηχανισμός ενεργοποίησης της βόμβας ήταν ρολόι, χαρακτηριστικό των δικών τους ενεργειών» περιγράφει ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Στον ίδιο δρόμο» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
1 Ιουνίου 2002. Η Ελληνική Αστυνομία ανακοινώνει το ονοματεπώνυμο του πολυτραυματία. Επικρατεί ένα πανδαιμόνιο στην ελληνική κοινωνία, με τις εξελίξεις να είναι καταιγιστικές και οι πληροφορίες διαδέχονται η μια την άλλη με ρυθμούς πολυβόλου...
«Την Τετάρτη (3 Ιουνίου) το μεσημέρι, και ενώ στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων φιγουράριζε από το πρωί η φωτογραφία του Σάββα Ξηρού, μου τηλεφώνησε ο Αντώνης Καρακούσης, διευθυντής τότε στην εφημερίδα «Καθημερινή», λέγοντάς μου ότι μια κυρία είδε στην εφημερίδα τη φωτογραφία του τρομοκράτη και τον αναγνώρισε. Της τηλεφώνησα αμέσως και η κυρία μού είπε ότι το εν λόγω άτομο ερχόταν τακτικά σε ένα διαμέρισμα ακριβώς απέναντι από το σπίτι της, στην οδό Πάτμου στα Πατήσια. Νωρίς το απόγευμα, με ένα από τα κλειδιά του Ξηρού, ο Δημητρόπουλος με τους άντρες του άνοιξε το διαμέρισμα της Πάτμου και επικοινώνησε μαζί μας λέγοντάς μας ότι βρισκόταν αναμφίβολα μέσα σε γιάφκα της οργάνωσης. Μου μιλούσε στο κινητό και η φωνή του τρεμόπαιζε από συγκίνηση. Μου ανέφερε τι έβλεπε καθώς κινούνταν μέσα στο διαμέρισμα: «Τώρα βλέπω μπροστά μου τη σημαία της 17Ν… Τώρα…». Εμεινε άφωνος, καθώς βρέθηκε μπροστά στον τοίχο, φωτογραφία του οποίου είχε στείλει στις εφημερίδες η οργάνωση, με τη σημαία περιστοιχισμένη από πορτρέτα του Μαρξ, του Αρη Βελουχιώτη και του Τσε Γκεβάρα, και από κάτω στημένα διάφορα όπλα» διαβάζουμε σε ένα άλλο απόσπασμα του βιβλίου του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
4 Ιουνίου 2002. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, ανακοινώνει με κάθε επισημότητα αυτό που όλοι φανταζόντουσαν. Η έκρηξη στον Πειραιά είχε οδηγήσει την αντιτρομοκρατική στην αρχή του ξηλώματος της «17Ν»! Η γιάφκα της οργάνωσης στα Πατήσια είχε «πέσει».
«Έξι βήματα»
Μετά από πολλές εβδομάδες με συλλήψεις και αποκαλύψεις, ένα ταξί σταματάει μπροστά από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Ένας περήφανος άνδρας βγαίνει μέσα από το αυτοκίνητο, πηγαίνει στο φυλάκιο που βρίσκεται ο σκοπός, τον πλησιάζει και με ήρεμο ύφος του λέει: «Είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ήρθα να παραδοθώ». Οι τίτλοι τέλους είχαν πέσει.
Στο βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα με τίτλο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» διαβάζουμε την αυτοβιογραφία του και τον απολογισμό της δράσης του.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας: «Εγώ, από τη μεριά μου, ανέλαβα την προσωπική μου ευθύνη. Και, τώρα, ανοιχτά, σε πρώτο πρόσωπο, μιλώ για τη βιωματική πορεία, τη διαμόρφωση της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας που με μετέτρεψε στον Αντώνη του παράνομου αγώνα».
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του διαβάζουμε για όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ στον Πειραιά, την νύχτα δηλαδή που «σκοτείνιασε το μεταπολιτευτικό αντάρτικο της πόλης».
Ακόλουθεί το απόσπασμα του βιβλιου του Δ. Κουφοντίνα:
«Έξι βήματα. Άλλα τρία. Και άλλα έξι. Μετρούσα τα βήματα. Βάδιζα αργά, δίχως βιασύνη. Αργά προχωρούσε και η ενέργεια στον Πειραιά. Κρατούσαμε δύο μικρές βόμβες. Το χτύπημα θα γινόταν σε δύο εταιρείες που ανήκαν σε δύο από τους πιο σκληρούς εφοπλιστές της ακτοπλοΐας. Συμβολικά. Αλληλεγγύη στους απεργούς ναυτεργάτες...
Αρχικά είχαμε σκεφτεί δυνατό χτύπημα... Ισχυρές βόμβες στα κεντρικά γραφεία τους. Είχαμε περάσει αρκετά από τα προηγούμενα βράδια παρατηρώντας τα, την ίδια ώρα που θα γινόταν η ενέργεια. Τελικά, την απορρίψαμε αυτή την ιδέα, μπορεί να κινδύνευαν άσχετοι άνθρωποι, περίοικοι.
Περπατούσα αργά, ξοπίσω μου βάδιζε ο Σάββας...
Εκείνο το βράδυ, Σάββατο 29 Ιουνίου 2002, είχαμε ξεκινήσει από το σπίτι στο Παγκράτι, Αλλάξαμε ταξί στη μέση της διαδρομής. Έλεγξα πρώτα τον τόπο της ενέργειας – όλα ήσυχα, όπως τα ξέραμε. Στο σημείο που είχαμε επιλέξει από πριν, βάλαμε τους δύο πυροκροτητές στην πρώτη βόμβα. Διπλό κύκλωμα, δύο ρολόγια - για ασφάλεια...
Πλησιάζαμε. Άνοιξε το φανάρι για τα αυτοκίνητα. Γύρισα το βλέμμα στον Σάββα. Μεταξύ μας δεν χρειάζονταν τα ειδικά σινιάλα της oργάνωσης, ύστερα από τόσα χρόνια. Καταλάβαινε ο ένας τις κινήσεις. τις σκέψεις του άλλου...
Έστριψε στο διάδρομο ανάμεσα στους θάμνους. Έξι βήματα δικά μου μέχρι να τον περπατήσει. Τρία βήματα να ακουμπήσει την μπλε σακούλα. Και άλλα έξι να επιστρέψει, να βγει στο πεζοδρόμιο. Ακριβώς τη στιγμή που θα άνοιγε το φανάρι για τους πεζούς...
Δύο ώρες πριν, καθώς οδηγούσα το σταρλετάκι προς το σπίτι της οργάνωσης στο Παγκράτι, σκεφτόμουν ξανά πως εκείνη η ενέργεια δεν μου πήγαινε καλά. Έπρεπε να γίνει με ωρολογιακούς μηχανισμούς που να διαφέρουν από τους κλασικούς μηχανισμούς της οργάνωσης. Δίχως εκείνα τα μεγάλα κινέζικα ξυπνητήρια που έδιναν την ασφάλεια του παλιού γνώριμου...
Εκείνη τη μέρα, στο σπίτι στο Παγκράτι, πήγα να ελέγξουμε μαζί τα πράγματα: Μηχανισμούς, τον πιεσμένο δυναμίτη, τα δοκιμαστικά λαμπάκια, τα όπλα.
Αναποδιά. Είχε αφοσιωθεί πρώτα στην κατασκευή των ωρολογιακών μηχανισμών με εκείνα τα πλαστικά γερμανικά ρολόγια και τώρα συσκεύαζε το δυναμίτη.
Βγήκα πρώτος από το σπίτι. Ο δρόμος μάς υποδέχτηκε στην τελευταία κοινή διαδρομή με τον Σάββα. Τελευταία φορά που τον είδα σωματικά ακέραιο...
Έψαξα γύρω, μέσα στον καπνό, τη σκόνη, τα σπασμένα κλαδιά, τα πεσμένα φύλλα. Έψαχνα το όπλο, τις χειροβομβίδες, τη μικρή τσάντα. Πουθενά. Αργότερα θα τα βρει η αστυνομία κάτω από το κοντέινερ των γραφείων ή γαντζωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Γύρισα ξανά στον πεσμένο σύντροφο. Τον αγκάλιασα, το αίμα πότισε τα ρούχα μου. «Πώς είσαι; Μπορείς να περπατήσεις;». Ξανά η σιγανή φωνή, τα ήρεμα λόγια που έσπαγαν λίγο, μου τόνιζε; «Φύγε εσύ...».
Πήγα γρήγορα στο ασθενοφόρο. «Εκεί στους θάμνους είναι ένας τραυματίας, πηγαίνετε γρήγορα». Ο οδηγός απρόθυμος κάτι μουρμουρητά, ότι κάτι περίμεναν, κάτι τέτοιο. «Γρήγορα, βοηθήστε τον». Ήρεμα και εγώ, μόνο το χέρι έσφιγγε, μέσα από την τσέπη του μπουφάν το σαρανταπεντάρι...
Ξεκίνησαν αργά. Περίμενα να φτάσουν στον Σάββα. Από μακριά ακούγονταν οι πρώτες σειρήνες των περιπολικών. Απομακρύνθηκα στα σκοτεινά της προβλήτας. Σκοτείνιαζε ήδη για το μεταπολιτευτικό αντάρτικο της πόλης...».
Πηγή: Kathimerini, «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», εκδόσεις Λιβάνη