Ο Φαν’τ Σχιπ ξαναέκανε ομάδα την Εθνική, και τώρα πρέπει να της διαμορφώσει χαρακτήρα νικήτριας

Ο Φαν’τ Σχιπ ξαναέκανε ομάδα την Εθνική, και τώρα πρέπει να της διαμορφώσει χαρακτήρα νικήτριας

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Ο Φαν’τ Σχιπ ξαναέκανε ομάδα την Εθνική, και τώρα πρέπει να της διαμορφώσει χαρακτήρα νικήτριας

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος θυμάται το «χθες» της Εθνικής, αξιολογεί το σήμερα, δηλαδή την πορεία της ομάδας στο Nations League, και γράφει για την πρόκληση που έχει μπροστά της στις δύο τελευταίες αγωνιστικές.

Συναρπαστικότερο παιχνίδι με Stop Loss, Partial και Auto Cash Out* (21+) *Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Πενήντα τέσσερις μέρες πίσω, στις 23 Αυγούστου, την ημέρα διεξαγωγής του τελικού του Champions League, συζητούσα με τον Τζον Φαν’τ Σχιπ σχετικά με την έναρξη του Nations League. «Πρέπει οπωσδήποτε να τερματίσουμε πρώτοι σε αυτόν τον όμιλο», ήταν η δική μου νοοτροπία. «Ναι, σωστά, αν το σκέφτεσαι ιστορικά έτσι είναι, πρέπει. Αλλά πρέπει να σκεφτούμε και ότι σήμερα η Εθνική Ελλάδας για κάποιο λόγο έχει βρεθεί στην 3η κατηγορία του Nations League. Κάπως έφτασε, κάπως έπεσε εδώ. Η κατηγορία δείχνει την δυναμική της στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Αρα αυτής της ομάδας η υποχρέωσή της είναι να γίνει ομάδα και να δημιουργήσει καλή προοπτική για το μέλλον της ώστε να φτάσει πάλι στην εποχή που η πρωτιά σε έναν όμιλο σαν αυτό να είναι απολύτως ρεαλιστική απαίτηση», ήταν η απάντησή του. Με ευγένεια και τρόπο, με έβαλε στη θέση μου. Μας έβαλε στη θέση μας.

Στην υπόθεση της Εθνικής ομάδας σκεφτόμαστε και στεκόμαστε στην κριτική της σημερινής πορείας σαν να έχουμε πλήρως διαγράψει από τη μνήμη μας όσα έχουν συμβεί στη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών. Πάμε, για παράδειγμα, στο ΟΑΚΑ με την απαίτηση να δούμε την Ελλάδα να νικά το Κόσοβο, σαν να ξεχνάμε εντελώς ότι στη διάρκεια των προηγούμενων 5 ετών η Ελλάδα έχει χάσει εντός έδρας από Φινλανδία, Ισλανδία, Λευκορωσία, Εσθονία, Ελβετία, Αρμενία, Β. Ιρλανδία, και από τα Νησιά Φερόε. Αυτή την Ελλάδα παρέλαβε τον Ιούλιο του 2019 ο Τζον Φαν’τ Σχιπ. Μια ομάδα κακοποιημένη, από τον Σεπτέμβριο του 2014 και – με μικρά διαλείμματα – για μια ολόκληρη πενταετία. Μια ομάδα που δεν ένιωθε αυτοπεποίθηση και δεν είχε την πίστη ότι υπερέχει ακόμη και όταν συναντούσε ορισμένες εκ των πιο αδύναμων ποδοσφαιρικών ομάδων της Ευρώπης.

Η δίκαιη και χρήσιμη κρίση επί του έργου του προπονητή στην Εθνική Ομάδα πρέπει να γίνεται σε σύγκριση με το χθες, όχι με τα περασμένα μεγαλεία. Μέχρι χθες, δηλαδή μέχρι τον Ιούλιο του 2019 η Εθνική δεν ήταν και δεν συμπεριφερόταν σαν ομάδα. Δεν διέκρινες ομαδικά στοιχεία στη συμπεριφορά της ούτε εντός ούτε εκτός τερέν. Και από εκεί, σε διάστημα 15 μηνών έχουμε φτάσει στην εποχή που η Εθνική τόσο εντός όσο και εκτός τερέν συμπεριφέρεται σαν ομάδα. Σαν σύνολο. Με λειτουργία που φανερώνει αρχές. Με σημάδια λογικής. Υπάρχει ξανά ένας προπονητής που έχει αγωνιστικό μοντέλο στο μυαλό του και βάσει αυτού διαμορφώνει το προπονητικό του μοντέλο, παίρνει στα χέρια του για 10 ημέρες τους ποδοσφαιριστές και καταφέρνει να παρουσιάζει μια ομάδα η οποία για 45’ λεπτά, στο α’ ημίχρονο, βγάζει στο τερέν τεχνική ποιότητα, έχει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης των επιθέσεων, μεταβαίνει άμεσα από την φάση επίθεσης στην φάση άμυνας, είναι πιεστική στον αντίπαλο, κάνει επιθετική άμυνα συντονισμένα, κάνει άμεσο πρέσινγκ συντονισμένα, με άλλα λόγια βγάζει στο τερέν μια σειρά από στοιχεία που φανερώνουν ότι: Α. Υπάρχουν ικανοί και αποτελεσματικοί εκπαιδευτές. Και Β: οι ποδοσφαιριστές εμπιστεύονται το σχέδιο και το ακολουθούν.

Εχω συμπληρώσει 20ετία στην επαγγελματική παρατήρηση και ανάλυση της πορείας της Εθνικής Ομάδας. Επειδή έχω ζήσει το «χθες» (2014-2019), το σήμερα μου δημιουργεί μια έντονη αίσθηση προόδου, δίχως φυσικά να προσπαθώ να πω ότι ο Φαν’τ Σχιπ τα κάνει όλα σωστά. Κοιτάζοντας την μεγάλη εικόνα, και όχι μόνο το β’ ημίχρονο του ματς με το Κόσοβο, στο οποίο η επίδραση του προπονητή ήταν, το λιγότερο, αναποτελεσματική, φτάνω με βεβαιότητα στην διαπίστωση ότι με τον Ολλανδό η Εθνική έχει κάνει πολλά βήματα προόδου. Αν κάποιος αμφιβάλει, ας βάλει τον εαυτό του στη δοκιμασία να παρακολουθήσει σήμερα το Ελλάδα – Αρμενία 2-3 (11/6/2019), δηλαδή το τελευταίο παιχνίδι της Εθνικής προτού την παραλάβει ο Φαν’τ Σχιπ. Αυτό το σκορποχώρι παρέλαβε ο Ολλανδός. Όχι την ομάδα που άφησε πίσω του ο Σάντος τον Αύγουστο του 2014.

Εμεινα με πολλές απορίες το βράδυ της Τετάρτης στο ΟΑΚΑ παρακολουθώντας το ματς με το Κόσοβο. Απόρησα με την επιλογή της αντικατάστασης των Μάνταλου και Ζέκα στο 62’, δεδομένου ότι επρόκειτο για τους δύο κορυφαίους σε απόδοση Ελληνες, και ο Μάνταλος ήταν ο παίκτης με την μεγαλύτερη επιθετική δυναμική στο ματς. Και απόρησα ακόμη περισσότερο που δεν μπήκε στο ματς εκείνη τη στιγμή ο Φορτούνης. Απόρησα που ο προπονητής δεν δοκίμασε αυτό που είχε δοκιμάσει στο φιλικό με την Αυστρία, δηλαδή τον Φορτούνη στην κορυφή της επίθεσης αντί του Παυλίδη, ενός φορ που σε ακόμη ένα ματς δεν έπαιρνε καλές αποφάσεις, δεν είχε αυτοπεποίθηση να τελειώσει τις φάσεις, δεν έμπαινε στα παπούτσια του σέντερ φορ. Απόρησα με την τακτική επιλογή του προπονητή να κρατά τον Χατζηδιάκο στο β’ ημίχρονο στην άμυνα και να μην του επιτρέπει να επιτεθεί στον χώρο που δημιουργούσε με τις κινήσεις του ο Λημνιός στην δεξιά πτέρυγα ώστε να βρει η Εθνική το πλάτος στις επιθέσεις της σε μια στιγμή που ο αντίπαλος είχε μαζευτεί στον κεντρικό άξονα και έκλεινε τους χώρους. Απόρησα σε ένα ακόμη ματς σχετικά με το πώς γίνεται να αδυνατεί να γίνει η Εθνική απειλητική έστω σε μια από τις 16 στατικές φάσεις (5 κόρνερ + 11 φάουλ). Προβληματίστηκα βλέποντας την Εθνική να αδυνατεί στα τελευταία 7’-8’ αγωνιστικά λεπτά να βγάλει χαρακτήρα και ενέργεια για να κλείσει τον αντίπαλο στην περιοχή του και να δημιουργήσει ευκαιρίες. Όλα αυτά μαζί όμως είναι πολύ ελαφρύτερα στην ζυγαριά της αξιολόγησης της απόδοσης της Εθνικής, διότι στην άλλη πλάστιγγα υπάρχουν όλα τα σημάδια που έχει δείξει η Εθνική στα προηγούμενα παιχνίδια, υπάρχει το πρώτο ημίχρονο του ματς με το Κόσοβο, κατά του οποίου τη διάρκεια η Ελλάδα παρουσίασε το καλύτερο κομμάτι παιχνιδιού που έκανε στο Nations League, και υπάρχει και η υγεία των αποδυτηρίων, η οποία αναβλύζει μέσα από την συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών – τόσο εντός όσο και εκτός τερέν.

Είναι τυχεροί, ο Φαν’τ Σχιπ και οι συνεργάτες του, που τους τα έφερε έτσι η μπάλα που τώρα ζουν με την υποχρέωση να κάνουν δύο νίκες στα δύο τελευταία παιχνίδια. Διότι αυτή η συνθήκη δημιουργεί πίεση. Και τώρα θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμαστούν όλοι, προπονητές και ποδοσφαιριστές, σε συνθήκες πίεσης, δηλαδή σε συνθήκες εξομοίωσης των συνθηκών που θα επικρατούν σε όλα τα παιχνίδια της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Η αξιολόγηση της πορείας της Ελλάδας στο Nations League θα γίνει όταν αυτή ολοκληρωθεί, δηλαδή σε έναν μήνα και τρεις μέρες από σήμερα. Μας εύχομαι το τέλος της διαδρομής να μας βρει με την Εθνική στην 1η θέση, διότι αυτό δεν θα σημαίνει απλώς ότι μετά από χρόνια και ζαμάνια η Εθνική πέτυχε έναν στόχο, αλλά και ότι βρήκε/διαμόρφωσε τον χαρακτήρα για να το επιτύχει και ότι αυτό το έκανε με κόντρα τον άνεμο. Ανάμεσα σε μια πορεία – τρένο με νίκες και μια πορεία με τις απαιτήσεις που εμφανίστηκαν στην σημερινή, ένας προπονητής σίγουρα θα επέλεγε τη δεύτερη. Διότι ο στόχος δεν ήταν απλώς η πρωτιά· ήταν να ξαναγίνει ομάδα η Εθνική. Χωρίς δοκιμασίες οι ομάδες δεν σκληραίνουν, δεν συσπειρώνονται, ούτε χτίζουν την αυτοπεποίθηση και τη νοοτροπία που δημιουργεί μια επιτυχημένη παράσταση ανατροπής της κατάστασης.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.