Αργύρης Γιαννίκης: Μαθήματα τακτικής από τον μοναδικό Έλληνα προπονητή της Γερμανίας

Αργύρης Γιαννίκης: Μαθήματα τακτικής από τον μοναδικό Έλληνα προπονητή της Γερμανίας

bet365

Ο Αργύρης Γιαννίκης είναι ο νέος προπονητής του ΠΑΣ Γιάννινα, ένα όνομα όχι και τόσο γνωστό στο ελληνικό κοινό. Ο ίδιος είχε αποκαλυφθεί μέσω του gazzetta.gr σε μια μεγάλη συνέντευξη το 2018.

Ο Αργύρης Γιαννίκης είναι ο άνθρωπος που καλείται να επιστρέψει τον ΠΑΣ Γιάννινα στα μεγάλα σαλόνια και το gazzetta.gr σας θυμίζει τα όσα είχε πει στον Λευτέρη Ντανοβασίλη όταν τον είχε συναντήσει στην Γερμανία. Άλλωστε μιλάμε για έναν προπονητή που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ελληνικό κοινό ο οποίος όμως έρχεται με όρεξη κουβαλώντας όλη την τεχνογνωσία της Γερμανίας με τον ΠΑΣ και τον Γιώργο Χριστοβασίλη να εκπλήσσει ευχάριστα επενδύοντας σε ένα προπονητή με εντελώς διαφορετική ποδοσφαιρική κουλτούρα.

Ας την θυμηθούμε:

«Μα τον Δία! Έχουμε προπονητή!». Η λατρεία των Γερμανών για την ελληνική μυθολογία καμιά φορά φέρνει υπερβολές. Τουλάχιστον φαινομενικά. Διότι όταν ο παραπάνω τίτλος στο πιο γνωστό οπαδικό blog Ροτ Βάις Έσεν γραφόταν, η ιστορική ομάδα βρισκόταν μία θέση πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού στην τέταρτη κατηγορία με 13 βαθμούς έπειτα από ισάριθμα παιχνίδια.

Μετά την εντός έδρας ήττα από τη Βικτόρια Κολωνίας με 1-2 η διοίκηση αποφάσισε να απολύσει τον Σβεν Ντέμαντ και οι οπαδοί είδαν στο πρόσωπο του Αργύρη Γιαννίκη, που τον αντικατέστησε στον πάγκο, κάποιον με... υπερφυσικές δυνάμεις. Ήταν, λοιπόν, όντως τόσο μεγάλη η υπερβολή; Στο πρώτο του παιχνίδι η Έσεν κέρδισε ύστερα από 23 ολόκληρα χρόνια στην έδρα της Άαχεν, ενώ σε έξι παιχνίδια κατάφερε να μαζέψει τόσους βαθμούς όσους είχε ο προκάτοχός του σε 13! Η μεταμόρφωση είναι εντυπωσιακή.

Το FourFourTwo του gazzetta.gr ταξίδεψε στη Γερμανία για να συναντήσει τον Έλληνα τεχνικό και να μάθει από πρώτο χέρι πώς είναι δυνατόν να αλλάζει τόσο γρήγορα η εικόνα μίας ομάδας περιορισμένων δυνατοτήτων και πώς είναι οι σπουδές στην περίφημη σχολή της Κολωνίας, της οποίας είναι απόφοιτος. Το πρόγραμμα ήταν τόσο βαρύ, που το ραντεβού δεν δόθηκε σε κάποιο γραφείο, αλλά σε μία καφετέρια στο Ντόρτμουντ. Αφού μας έστειλε να βρούμε τραπέζι, έκατσε υπομονετικά στη σειρά να δώσει την παραγγελία και να μας σερβίρει. Έρχεται στο τραπέζι με έναν εσπρέσο για εμάς και έναν ελληνικό για εκείνον. Να το λάβουμε ως ένδειξη νοσταλγίας; Σε καμία περίπτωση. Ο Γιαννίκης έχει μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του: να πετύχει στη Γερμανία.

«Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την ενεργό δράση από πολύ νωρίς», εξομολογείται. «Ήμουν στις ακαδημίες της Καρλσρούη, αλλά είχα πολλούς τραυματισμούς». Βρέθηκε σε μία εποχή που η τάση ήθελε ανθρώπους στη δική του περίπτωση να παραμένουν στο ποδόσφαιρο. Εκείνος αρχικά διαφοροποιήθηκε. «Σπούδασα οικονομικές επιστήμες στο Μάνχαϊμ», αποκαλύπτει. Γρήγορα, όμως, τα πάντα άλλαξαν. «Ένιωσα ότι κάτι έλειπε από τη ζωή μου και αποφάσισα να πάρω το πρώτο δίπλωμα προπονητικής». «Για πλάκα», ξεκαθαρίζει. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Ξεκίνησε από μία μικρή ομάδα στο Μάνχαϊμ και γρήγορα έφτιαξε το όνομά του και οι προτάσεις από τις ακαδημίες των Χόφενχαϊμ και Καϊζερσλάουτερν έφτασαν. «Προτίμησα, όμως, την Καρλσρούη λόγω του παρελθόντος μου εκεί».

Πέρασε από όλα τα ηλικιακά γκρουπ, ανέλαβε το συντονισμό των ακαδημιών και τελικά βρέθηκε να είναι βοηθός του Καουτσίνσκι στην πρώτη ομάδα. Μαζί, κέρδισαν την άνοδο στη δεύτερη κατηγορία και την έφεραν στα ιστορικά μπαράζ ανόδου για την Bundesliga με το Αμβούργο. «Ήταν να γίνει», λέει με παράπονο και η φιλοσοφία ζωής του δεν του επιτρέπει καν να το σκέφτεται. «Ό,τι συνέβη στο παρελθόν, μένει εκεί. Κοιτάζω μόνο το παρόν και πώς αυτό μπορεί να με βοηθήσει στο μέλλον», συνεχίζει. Καταλαβαίνεις από το πόσο λίγο θέλει να μιλήσει για αυτό ότι σκοπός είναι να παραμείνει ως ανάμνηση σε μία μικρή γωνία του μυαλού του.

Θα περάσει ένας χρόνος από εκείνο το γκολ του Ντίας στις καθυστερήσεις, για να δει τη μεγάλη ευκαιρία να πλησιάζει. Ο Καουτσίνσκι είχε ήδη ανακοινώσει ότι θέλει μία νέα πρόκληση και ο Γιαννίκης ήταν το μεγάλο φαβορί να τον αντικαταστήσει στον πάγκο. Μάλλον, ήταν κάτι περισσότερο από φαβορί, καθώς ο τεχνικός διευθυντής Γιενς Τοντ τον είχε προτείνει, όπως και προπονητής που έφευγε. Στη διοίκηση, όμως, υπήρχε διχογνωμία και τελικά ο σύλλογος προχώρησε σε άλλη λύση, που στο τέλος έφερε την καταστροφή και τον υποβιβασμό.

Εκείνοι οι μήνες αποδείχθηκαν οι πιο δύσκολοι και απαιτητικοί στη ζωή του. Η σχολή προπονητικής της Κολωνίας είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη της καλύτερης στον κόσμο. Μπροστά στην προοπτική να γίνει πρώτος προπονητής ο Γιαννίκης κατέθεσε αίτηση για να πάρει το δίπλωμά του εκεί. Κάθε χρόνο κατά μέσο όρο οι αιτήσεις είναι 120 και εκείνοι που τελικά θα σπουδάσουν μόλις 24. Είναι σπάνιο φαινόμενο να δέχονται βοηθούς, καθώς η φιλοσοφία είναι απλή: «εκπαιδεύουμε προπονητές». «Πρέπει να δώσεις αρχικά τεστ για 1-2 ημέρες», θυμάται ο Γιαννίκης. «Στη συνέχεια με δικά τους κριτήρια επιλέγουν τους 24». Οι σπουδές διαρκούν 11 μήνες (Δευτέρα με Πέμπτη) και το κόστος μαζί με τη διαμονή μπορεί να ξεπεράσει τα 25.000 ευρώ!

Ο Έλληνας τεχνικός βρέθηκε στην ίδια φουρνιά με τους Νάγκλεζμαν (Χόφενχαϊμ), Τεντέσκο (Σάλκε), Νούρι (μέχρι πρότινος στη Βέρντερ), Στράσερ (Καϊζερσλάουτερν), Κότσακ (Ζάντχαουζεν). Πώς, λοιπόν, λειτουργεί η σχολή και τι την κάνει να ξεχωρίζει; «Δεν φτάνει μόνο να είσαι καλός προπονητής. Πρέπει οι 24 που θα επιλεγούν να μπορούν να συνεργαστούν με αρμονία». Συνεργασία; Γιατί; Στο μυαλό μας η μάθηση είναι κάτι το ατομικό. Είναι κάτι που κυριαρχεί συνολικά στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ο καθένας για τον εαυτό του. «Όχι», τονίζει και χαμογελάει. «Στη σχολή τα μαθήματα παραδίδονται από τις 8 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα (σ.σ. με τα ανάλογα διαλείμματα) και στη συνέχεια χωριζόμαστε σε γκρουπ 3-4 ατόμων, που θα πρέπει να κάτσουν μέχρι τις 11-12 το βράδυ να ετοιμάσουν την εργασία τους για την επόμενη μέρα».

Η διαδραστικότητα είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα δικά μας δεδομένα. Η επαφή, η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων, η αλληλεπίδραση είναι στοιχεία πολύ σημαντικά στην εξέλιξη του κάθε μυαλού και των ιδεών του. «Μετά το μάθημα καθόμασταν να συζητήσουμε, να αναλύσουμε αυτά που διδαχθήκαμε και να εξεταστούμε», συνεχίζει. «Γνωρίζεις άλλα μυαλά και ασχολείσαι μέρα νύχτα με το ποδόσφαιρο. Αν ανεβάσεις το επίπεδο των προπονητών σου, ανεβάζεις και το επίπεδο του ποδοσφαίρου», διαπιστώνει. Τέλος καλό, όλα καλά, καθώς αργότερα ολοκληρώθηκε και το τυπικό σκέλος των σπουδών του με την απόκτηση του διπλώματος.

Ύστερα από 9 συνολικά χρόνια στην Καρλσρούη, όπου από τα χέρια του πέρασαν μεταξύ άλλων οι Τσαλχάνογλου (Μίλαν), Γκρίφο (μεταγραφή 10 εκατ. ευρώ στη Γκλάντμπαχ) και Μαξ (διεθνής της Φράιμπουργκ), «αναγκάστηκε» να ακολουθήσει τον Καουτσίνσκι στην Ίνγκολσταντ στην Bundesliga (ξανά ως βοηθός). Η προσαρμογή ήταν δύσκολη, η αλλαγή από το στυλ του Χάζενχουτλ (σ.σ. νυν τεχνικός της Λειψίας) σε κάτι πιο ωραίο «αισθητικά» αποδείχθηκε αποτυχημένη και πριν συμπληρωθεί ο πρώτος γύρος αμφότεροι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Εκείνη την περίοδο είχε έρθει και η γέννηση του πρώτου του παιδιού (τον Μάρτιο περιμένει και το δεύτερο), με αποτέλεσμα η οικογένειά του να μην μπορεί να τον ακολουθήσει στη Βαυαρία.

Ποτέ, όμως, δεν έχασε τη σιγουριά για τον εαυτό του και τις ικανότητές του. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αναλάβει την ιστορική Έσεν (πρωταθλήτρια το 1955) δεν την άφησε να πάει χαμένη. Στη συνέντευξη η διοίκηση εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις του για την ομάδα και από το επίπεδο προετοιμασίας του. «Δεν θέλω να αφήνω τίποτα στην τύχη», λέει με αυτοπεποίθηση. Γιατί, όμως, να αναλάβει ομάδα τέταρτης κατηγορίας, τη στιγμή που θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι ήδη βοηθός στη Σάλκε ή στην Καϊζερσλάουτερν;

«Οι μέρες που ήμουν βοηθός έχουν περάσει», τονίζει με σταθερή φωνή, σχεδόν αυστηρή. Ένιωθε, άλλωστε, έτοιμος εδώ και μήνες σε εκείνη την αλληλουχία δύσκολων στιγμών. «Οι ομάδες με ιστορία θέλουν πάντα την υπέρβαση. Στην Έσεν έχουμε τέσσερα συμβούλια, πάνω από 8.000 μέσο όρο εισιτηρίων και μετά τις Ντόρτμουντ και Σάλκε είμαστε η τρίτη πιο προβεβλημένη ομάδα στον Τύπο», αποκαλύπτει. Η μεγάλη πίεση τον οδήγησε στο να αναλάβει το ρίσκο. Αυτό κι αν δείχνει αυτοπεποίθηση σε ένα τοξικό περιβάλλον. Αν πετύχαινε, μπορούσε να κάνει το επόμενο βήμα, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο.

Θεωρείται ένας από τους «laptop trainers», όρο που χρησιμοποίησε ο Μεχμέτ Σολ και κατάφερε να αποτυπώσει τη φράση με αρνητική έννοια στο υποσυνείδητο. Είναι κάτι, όμως, που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο Γιαννίκης φροντίζει να δει τουλάχιστον τα πέντε τελευταία παιχνίδια του επόμενου αντιπάλου του. «Αφού τελειώσει το δικό μας παιχνίδι, κάνω την ανάλυση το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα την παρουσιάζω στους παίκτες». Έχει αποδειχθεί ότι αυτό είναι από τα πιο βαρετά πράγματα στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή. «Για 10’, όχι παραπάνω», ξεκαθαρίζει γρήγορα. «Το αφήνουμε και περνάμε αμέσως στον επόμενο αντίπαλο. Από τα 320’ λεπτά παιχνιδιού που θα παρακολουθήσω, στο τέλος θα μείνουν πέντε σκηνές. Αυτός είναι ο στόχος», καταλήγει.

Αυτό, άλλωστε, στο τέλος μπορεί να κάνει τη διαφορά. «Δείχνω αυτά που πρέπει στους παίκτες 2-3 μέρες πριν το παιχνίδι και αμέσως θα δουλέψουμε το αμυντικό κομμάτι, βασισμένο στο πώς παίζει ο αντίπαλός μας. Την επόμενη μέρα θα κάνω το ίδιο με το επιθετικό κομμάτι. Η ανάλυση εκτός γηπέδου γίνεται σε 5’». Στον κόσμο της επικοινωνίας αυτό είναι πολύ σημαντικό. «Θέλω να το περάσω στους παίκτες όσο πιο ξεκούραστα γίνεται. Όσο καλύτερα είσαι προετοιμασμένος, τόσες περισσότερες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας. Θέλω η ομάδα να είναι προετοιμασμένη για τα πάντα».

Ο ανορθόδοξος τρόπος συνέντευξης παρουσιάζει νέες ευκαιρίες. Στο μυαλό μας στριφογυρίζει η περίφημη σκηνή σε εστιατόριο του Μονάχου, όταν συναντήθηκαν ο Πεπ Γκουαρδιόλα με τον Τόμας Τούχελ και έστησαν έναν αυτοσχέδιο πίνακα τακτικής στο τραπέζι του Καταλανού. Φυσικά, στη δική μας περίπτωση μόνο ένας μπορεί να το κάνει, οπότε πολύ γρήγορα το όνειρό μας γκρεμίζεται. Η συζήτηση κρατάει περισσότερο από το αναμενόμενο, οπότε φτάνει ο δεύτερος καφές, συνοδευόμενος αυτή τη φορά από γλυκά.

Ο Γιαννίκης περιμένει την επόμενη ερώτηση, έχοντας διάθεση να εξηγήσει τα πάντα. Τα δημιουργικά μυαλά της σχολής της Κολωνίας έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν απίστευτες ιδέες σχετικά με το πρέσινγκ. Ο Νάγκλεζμαν κάνει λόγο για το «Deckungsschatten», τη «σκιά του πρέσινγκ», ο Τεντέσκο για το «Pressingauslöser», «αυτό που πυροδοτεί το πρέσινγκ» και ο Γιαννίκης δεν διαφέρει και πολύ. «Η δική μου ιδέα είναι λίγο διαφορετική», σπεύδει, όμως, να ξεκαθαρίσει. «Βγαίναμε οι τρεις μας και το συζητούσαμε». Χαμογελάει και συνεχίζει. «Δίνω μεγάλη βάση στην οργάνωση. Είναι αδύνατο να εφαρμόσεις το έντονο πρέσινγκ για 90’. Θα πρέπει να επιλέξεις τη στιγμή που θα το κάνεις». Σιγά-σιγά γίνεται πιο εκφραστικός. Τα χέρια του αρχίζουν να σχηματίζουν συστήματα στο τραπέζι, στον αέρα, όπου κρίνεται απαραίτητο για να το οραματιστούμε μαζί του.

«Θέλω η ομάδα μου να έχει την κατοχή, αλλά όχι για ξεκούραση», λέει. «Αν σκεφτείς ότι κατά μέσο όρο μία ομάδα χρειάζεται 110 επιθέσεις για να σκοράρει ένα γκολ, πρέπει να βρεις τον τρόπο να κερδίσεις γρήγορα την μπάλα και να μην επιτρέψεις στον αντίπαλο να σε αιφνιδιάσει». Η ομάδα του παίζει άμεσα και πάντα υπάρχει αλληλοκάλυψη. Η συζήτηση πάει στα περίφημα «τρίγωνα» κάλυψης, αλλά στο μυαλό του υπάρχουν ακόμη πιο πολύπλοκες ιδέες. «Θέλω να παίζω με ρόμβο κάλυψης. Τέσσερις παίκτες, όχι τρεις. Το λιγότερο τέσσερις. Κάτι που είναι ακόμη πιο δύσκολο», εξηγεί.

Ποιο είναι το κατάλληλο σύστημα για να το πετύχει; Η απάντηση είναι απλή και κάπως διαφορετική από το αναμενόμενο: «το σύστημα δεν είναι η προϋπόθεση. Όλοι μας έχουμε αρχές και αυτές δεν εξαρτώνται από το σύστημα. Για παράδειγμα, πάντα έπαιζα με τετράδα στην άμυνα. Τώρα, όμως, που έχω δουλέψει και άλλα συστήματα, μπορώ να πω ότι πάντα από εδώ και στο εξής θα προτιμούσα να έχω τρεις παίκτες στο κέντρο της άμυνας». Γιατί; «Σου δίνει τη δυνατότητα να αλλάζεις συστήματα κατά τη διάρκεια του αγώνα. Μπορείς να αλλάξεις τον τρόπο που πρεσάρεις, σε κάνει ευέλικτο. Σήμερα η ευελιξία είναι το πιο σημαντικό. Πρέπει να βρεις τρόπους να είσαι δημιουργικός στον τρόπο που πρεσάρεις. Οι αρχές, όμως, παραμένουν οι ίδιες», αποκαλύπτει.

«Η προσαρμογή τακτικά ανάμεσα στα παιχνίδια και κατά τη διάρκειά τους είναι το βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας». Αυτή είναι η περιγραφή στο site του. Και λογικά «ταίριαξε» περισσότερο με τους Νάγκελζμαν και Τεντέσκο. «Ο Νάγκελζμαν μπορεί να παίζει 3-4 συστήματα στο ίδιο ματς», τονίζει, με τη γνώση ότι και η δική του ομάδα μπορεί να κάνει το ίδιο. Στην τέταρτη κατηγορία!

Στη χώρα μας έχουμε μάθει – και επιμένουμε σε αυτό – ότι υπάρχουν τρεις γραμμές στο ποδόσφαιρο. «Όχι», λέει κουνώντας το κεφάλι του με αυταπάρνηση. «Θέλω να έχω πέντε γραμμές. Έτσι, είμαι σίγουρος ότι αν χάσουμε μία μονομαχία, θα υπάρχουν τουλάχιστον άλλες τρεις γραμμές για κάλυψη». Μας λέει για τη σκέψη του στα στημένα να αφήνει τρεις παίκτες στην επίθεση όχι για να ψάξει το γκολ στην κόντρα, αλλά για να αναγκάσει τον αντίπαλο να μείνει πιο κοντά στη δική του εστία και να μην γεμίσει την περιοχή, δεσμεύεται στην επόμενη συνάντηση να μας δείξει όλα τα στάδια προετοιμασίας, ενώ με περηφάνια τονίζει ότι έχει «τουλάχιστον τρία Plan B» για κάθε περίπτωση. Για όταν η ομάδα προηγηθεί, για όταν βρεθεί πίσω στο σκορ, για όταν το αρχικό του πλάνο δεν δουλεύει όπως περίμενε.

Μοιραία, η κουβέντα πηγαίνει και στην προπόνηση. Η λογική λέει ότι όταν δεν έχεις κάνει προετοιμασία και αναλαμβάνεις μία ομάδα, η οποία δεν είναι σε καλή κατάσταση αγωνιστικά και ψυχολογικά, θα δυσκολευτείς να περάσεις τη φιλοσοφία σου. «Τακτικά, χρειάστηκα δύο μέρες να περάσω αυτά που ήθελα», λέει με σιγουριά. Δεν υπάρχει ίχνος αμφισβήτησης στο βλέμμα του. «Αν έχεις την προσοχή της ομάδας, την αφοσίωση στο αμυντικό κομμάτι, τρεις προπονήσεις είναι αρκετές. Η δική μου προπόνηση έχει πολλή δυναμική. Θέλω να είναι πιο δύσκολη από τα παιχνίδια. Αυτή είναι η επιδίωξή μου. Θέλω ο παίκτης να έχει την ψυχολογία ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Ότι αυτό που θα συναντήσει στο παιχνίδι θα είναι πιο εύκολο από την ένταση της προπόνησης. Να έχει αυτή την αίσθηση», τονίζει. Και πετυχαίνει; «Ναι», απαντάει με απόλυτη ηρεμία. Η κοφτή απάντηση δείχνει αυτοπεποίθηση ανάλογη με εκείνη που θέλει να έχουν οι παίκτες του.

Τα πάντα ξεκινούν από δύο πράγματα: την πειθαρχία και τους στόχους. «Όταν ξεκινάω τη δουλειά σε μία ομάδα ρωτάω τους παίκτες: τι είστε διατεθειμένοι να δώσετε για να υπάρχει πειθαρχία στην ομάδα; Όλοι τους έχουν μία κόλλα χαρτί και 10’ για να γράψουν οι ίδιοι τι χρειάζεται. Στη συνέχεια, μπαίνω στα αποδυτήρια, τα μαζεύω και τους ρωτάω αν είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έγραψαν. Τότε, τους ζητάω να υπογράψουν και οι κανόνες είναι πάντα καρφιτσωμένοι στον τοίχο». Ένας πολύ δημιουργικός τρόπος να εξασφαλίσεις ότι κανένας δεν πρόκειται να κάνει του κεφαλιού του. «Στη συνέχεια πρέπει να θέσουμε στόχους. Βραχυπρόθεσμους, μακροπρόθεσμους και να τα στηρίξουμε με διάφορα... στοιχήματα. Όλα αυτά είναι μέρος της ψυχολογίας ενός παίκτη», λέει. «Θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι επιτυχία για εμάς». Τα αποτελέσματα έχουν δικαιώσει και με το παραπάνω την προσέγγισή του.

Το συμβόλαιό του με την Έσεν φτάνει στο τέλος του το ερχόμενο καλοκαίρι. Λογικό, λοιπόν, η τελευταία ερώτηση να αφορά το μέλλον του. Η δήλωσή του ήταν απολύτως ακριβής: «τα πάντα θα έχουν ξεκαθαρίσει τις επόμενες ημέρες». Η δουλειά του δεν πέρασε και λίγες ώρες μετά τη συνάντησή μας η Άαλεν, ομάδα τρίτης κατηγορίας, ανακοίνωσε την πρόσληψή του από την επόμενη σεζόν σε διπλό ρόλο: του προπονητή και του τεχνικού διευθυντή. Η στιγμή που θα τεστάρει τις πρακτικές του σε υψηλότερο επίπεδο ήδη έφτασε...

 

SUPERLEAGUE 2 Τελευταία Νέα