Ζάετς στο gazzetta.gr: «'Κάηκα' στον πάγκο του Παναθηναϊκού, έγκλημα η Ριζούπολη»

Ζάετς στο gazzetta.gr: «'Κάηκα' στον πάγκο του Παναθηναϊκού, έγκλημα η Ριζούπολη»

bet365

Ο τεράστιος Βέλιμιρ Ζάετς στη συνέντευξη της ζωής του στο gazzetta.gr με αποκαλύψεις για τον Παναθηναϊκό. Τι λέει για Αλαφούζο, Δώνη, Βαρδινογιάννη, Όσιμ, Σαραβάκο, Σουμ, Ριζούπολη, Λίβερπουλ και το τάκλιν που του έκοψε την καριέρα! Η κατάθεση ψυχής του «Λαγού» για τις τρεις θητείες του στους «πράσινους».

Αρχοντικός, αέρινος, ευφυής, βιρτουόζος ένας πραγματικός μαέστρος στο γήπεδο. Χαιρόσουν να τον βλέπεις. Ο Βέλιμιρ Ζάετς από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του Παναθηναϊκού, αλλά και της πάλαι ποτέ ενωμένης Γιουγκοσλαβίας συνέδεσε το όνομα του με δύο ομάδες.

Τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ και τον Παναθηναϊκό. Υπηρέτησε τους «πράσινους» σε τρεις διαφορετικές θητείες. Στη δεκαετία του '80 ως ποδοσφαιριστής, στη δεκαετία του '90 ως προπονητής και στη δεκαετία του 2000 ως τεχνικός διευθυντής.

Προτού έρθει στον Παναθηναϊκό θεωρούνταν ήδη ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής, όντας αρχηγός της εθνικής Γιουγκοσλαβίας με παρουσία στο Μουντιάλ του 1982 και το Euro '84. Μετά από μια γεμάτη καριέρα στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ, με 238 συμμετοχές, 13 γκολ και συγκομιδή 1 πρωτάθλημα και 2 κύπελλα Γιουγκοσλαβίας, αν και είχε προτάσεις από τη Νότιγχαμ Φόρεστ του Κλαφ και το Αμβούργο προτιμά στα 28 του, τον Παναθηναϊκό.

Με τον Ρότσα θα συνθέσει ένα αχτύπητο δίδυμο στο χώρο του κέντρου ενώ ο ταχύτατος Σαραβάκος γίνεται αποδέκτης των εμπνεύσεων του αρτίστα του ποδοσφαίρου Ζάετς. Με άψογη τεχνική κατάρτιση, μεταβιβάσεις ακριβείας, ντρίμπλες και φαντασία στο παιχνίδι του, έκανε την διαφορά.

Ο «Ζέκο» μεγαλούργησε στον Παναθηναϊκό αφού στην τετραετία που φόρεσε τη φανέλα του «τριφυλλιού» (1984/88), οι «πράσινοι» κατέκτησαν το νταμπλ το 1986, το Κύπελλο το 1988, ενώ το 1985 έφτασαν μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Μάλιστα το 1986 αναδείχθηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής σε ολόκληρη την Γιουγκοσλαβία, δείγμα της αδιαμφισβήτητης κλάσης του.

Σε αντίθεση με την ποδοσφαιρική καριέρα του, μια σειρά από συγκυρίες δεν επέτρεψαν στον Βέλιμιρ Ζάετς να βιώσει ανάλογες επιτυχίες στον Παναθηναϊκό ως προπονητής, αφού οι «πράσινοι» την σεζόν 1996/97 έμειναν εκτός Ευρώπης με το γκολ του Κουτσουπιά στο ματς με τον ΟΦΗ. Ο «λαγός» πήρε το αίμα του πίσω εφτά χρόνια αργότερα (2003/04) αφού ως τεχνικός διευθυντής του Παναθηναϊκού πανηγύρισε το νταμπλ!

Ο Βέλιμιρ Ζάετς σε μια κατάθεση ψυχής στο gazzetta.gr μίλησε για πρώτη φορά για όλα όσα έζησε στον Παναθηναϊκό. Από την μέρα που πρωτοφόρεσε τα πράσινα μέχρι την αποχώρηση του τον Νοέμβριο του 2004 όπου είχε διετελέσει αθλητικός διευθυντής.

Ο «Ζέκο» αναφέρθηκε στους λόγους που αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση του «τριφυλλιού», το κλίμα που επικρατούσε στην ομάδα στα '80ς, την ποιότητα του Σαραβάκου, το «δολοφονικό» τάκλιν του Παπαδόπουλου που δεν του ζήτησε όπως σημειώνει ποτέ συγνώμη για τον τραυματισμό που τον οδήγησε στην αποχώρηση του από την ενεργό δράση, την «τεσσάρα» επί του Ολυμπιακού, το γεγονός πως «κάηκε» ως προπονητής το '97, την επιλογή Σουμ, το πολυσυζητημένο ματς της Ριζούπολης, αλλά και την ευθύνη των βετεράνων στην φθίνουσα πορεία που ακολούθησε ο Παναθηναϊκός. Παράλληλα, είχε μόνο καλά λόγια να πει για τον Γιάννη Αλαφούζο για το γεγονός πως στήριξε τις επιλογές του (Ουζουνίδης, Δώνης), παλεύοντας δίχως οικονομική στήριξη.

Την εποχή που πήρατε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, ήσασταν αρχηγός στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας και ένας από τους καλύτερους παίκτες στη χώρα. Πως αποφασίσατε να συνεχίστε την καριέρα σας στην Ελλάδα;

«Στην Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή ίσχυε ένας νόμος που δεν σου επέτρεπε να φύγεις από την χώρα εάν δεν είσαι 28 ετών. Είχα προτάσεις από το εξωτερικό αρκετά χρόνια προτού έρθω στον Παναθηναϊκό, αφού ήμουν αρχηγός της εθνικής Γιουγκοσλαβίας σε μια ομάδα που διέθετε πάρα πολλούς σπουδαίους παίκτες, όπως ήταν οι Σούσιτς, Σούριακ, Βούγιοβιτς, Πέτροβιτς, Στόικοβιτς. Μεγάλα ονόματα εκείνη την εποχή. Επίσης ήμουν αρχηγός στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ, με την οποία κατακτήσαμε το 1982 το πρωτάθλημα έπειτα από 24 χρόνια, ενώ αναδείχθηκα δύο φορές καλύτερος παίκτης της χρονιάς στη Γιουγκοσλαβία.

Είχα φτιάξει καλό όνομα και κανείς δεν περίμενε να έρθω στον Παναθηναϊκό από την στιγμή που είχα προτάσεις από τον Μπράιαν Κλαφ στη Νότιγχαμ και το Αμβούργο που με παρακολουθούσε. Όλοι αυτοί περίμεναν να ολοκληρωθεί το Euro '84 στη Γαλλία για να προχωρήσει η διαδικασία, όμως εγώ επιθυμούσα να τελειώσει το θέμα της μεταγραφής μου από νωρίς ώστε να μην έχω κανένα άγχος γι' αυτό. Ήθελα να πάω σε μια ομάδα με μέλλον, προοπτική και ποδοσφαιρικό κίνητρο.

Είχα έρθει στην Αθήνα τον χειμώνα πριν το Euro σε ένα παιχνίδι και συναντήθηκα με τον 'καπετάνιο', τον Γιώργο Βαρδινογιάννη όπου μιλήσαμε για να συνεχίσω την καριέρα μου στον Παναθηναϊκό μετά το Euro. Μου άρεσε η Αθήνα και το κλίμα στην πόλη, μου άρεσε επίσης αυτός ο χαμός με τον κόσμο που εκδηλώνεται τόσο έντονα και ήξερα πως μπορώ να κάνω καριέρα στην Ελλάδα. Ήταν και τα λεφτά, όπως και στις άλλες ομάδες.

Ξέρετε, ήταν ρίσκο αν περίμενες πολύ εκείνη την εποχή γιατί υπήρχαν μόνο δύο θέσεις για ξένους, δεν είναι όπως τώρα που μπορείς να πας όπου θέλεις. Διάλεξα τον Παναθηναϊκό και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Μου φέρθηκαν αρκετά καλά. Μπορεί να μην βρισκόμαστε τόσο πολύ πλέον με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη και τον 'Τζίγκερ', ωστόσο παραμένουμε φίλοι.

Ο καθένας έχει την ζωή του. Πέρασα πολύ καλά εδώ. Έκανα σπουδαία καριέρα στον Παναθηναϊκό φτάνοντας μέχρι τους '4' του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στους '8' του Κυπέλλου UEFA, ενώ πήραμε νταμπλ. Ο κόσμος με αγαπούσε για αυτό έπαιξα με χαρά και όρεξη μέχρι το τέλος της καριέρας μου. Είχα βέβαια ατυχία με τον τραυματισμό μου, αλλά δεν μετάνιωσα ούτε μια φορά που ήρθα στον Παναθηναϊκό».

Το 1985 φτάσατε μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Υπάρχει κάποια πικρία για το πλασματικό 4-0 στο «Άνφιλντ» από την Λίβερπουλ;

«Εμείς κατά κάποιο τρόπο ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι που είχαμε φτάσει μέχρι εκεί. Το να βρίσκεσαι ανάμεσα στις τέσσερις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης δεν είναι εύκολο, ειδικά μια ομάδα που για πολλά χρόνια δεν είχε κάνει ανάλογη πορεία. Από το 1971 είχε να φτάσει ο Παναθηναϊκός τόσο μακριά.

Και τότε το ποδόσφαιρο ήταν πολύ δυνατό και ο ανταγωνισμός μεγάλος. Υπήρχαν τότε δυνατές ομάδες όπως ήταν οι Γιουβέντους, Μίλαν, Λίβερπουλ, γερμανικές ομάδες, η Γκέτεμποργκ στη Σουηδία. Ήταν σαν να είχαμε φτάσει στον τελικό με την ομάδα που διέθετε η Λίβερπουλ. Ήταν πάρα πολύ δυνατή κάτι που αποδείχθηκε και στη συνέχεια. Σε εκείνο το ματς μπήκαμε με λίγο τρακ. Δεν ήταν εύκολο να παίζεις σε ένα γήπεδο όπως το 'Άνφιλντ' το οποίο προσωπικά θεωρώ πως έχει την καλύτερη ατμόσφαιρα στον κόσμο. Ειδικά όταν ακούς πριν το ματς τους οπαδούς να τραγουδούν τον ύμνο 'Υοu' ll never walk alone', ανατριχιάζεις και σου κόβονται τα πόδια. Αν παίζαμε διαφορετικά θα μπορούσαμε να κάνουμε το κάτι παραπάνω. Το γκολ του Ρότσα κακώς ακυρώθηκε, ήταν κανονικό.

Αν είχε μετρήσει δεν θα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα για την Λίβερπουλ. Έγιναν και κάποια λάθη στην άμυνα, λίγο ο Λαφτσής, λίγο ο Καρούλιας, λίγο όλοι μαζί και τελικά δεχθήκαμε τέσσερα γκολ. Δεν το αξίζαμε. Εδώ στη ρεβάνς θεωρητικά είχαμε κάποιες ελπίδες, αλλά ήταν απίθανο κόντρα στη Λίβερπουλ. Ο κόσμος μας είχε υποστηρίξει και πίστευε σε μας. Αυτό έδειχνε την δύναμη της ομάδας. Είχαμε ένα ισορροπημένο σύνολο με πολύ καλούς παίκτες όπως οι Μαυρίδης, Κυράστας, Καρούλιας, Αντωνίου στα δεξιά, ο Ρότσα, εγώ, Σαραβάκος, Δημόπουλος μπροστά.

Ήταν μια καλή ομάδα που έδωσε δύσκολα ματς, αλλά με τις μονάδες που διέθετε μπορούσε να βρει λύσεις. Ήταν όλοι τους καλοί άνθρωποι στην ομάδα, αυτό είναι το σημαντικότερο. Δεν ήταν απατεώνες, επικρατούσε όμορφη ατμόσφαιρα και ευχαριστήθηκα την παρουσία μου στην ομάδα».

Είχατε άψογη συνεργασία στον αγωνιστικό χώρο με τους Ρότσα και Σαραβάκο. Ο τελευταίος θεωρείτε πως μπορούσε να πάρει μεταγραφή σε μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο;

«Ο Σαραβάκος θα μπορούσε να παίξει σε μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα. Ήταν πάρα πολύ γρήγορος και είχε αίσθηση του γκολ Εγώ ειδικά μαζί του είχα την δυνατότητα να περάσω δύο-τρεις παίκτες και να του βγάλω την μπάλα σε κενό χώρο προκειμένου να σκοράρει ή να βγάλει σέντρα. Είχε πάρα πολύ καλό σουτ και ήταν γρήγορος όπως προανέφερα.

Μπορεί να μην είχε ντρίμπλα, αλλά δεν χρειαζόταν να έχεις τα πάντα. Βλέπετε και ο Εμπαπέ δεν έχει ντρίμπλα, αλλά φεύγει σαν σφαίρα. Ο Σαραβάκος είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος και μεγάλος παίκτης. Μπορούσε να παίζει σίγουρα όπου ήθελε».

Μετά από τόσα χρόνια πως θυμάστε το σκληρό τάκλιν του Παπαδόπουλου; Σας ζήτησε τελικά ποτέ συγνώμη;

«Είπε πως δεν φταίει, πως δεν είχε πρόθεση και δεν ζήτησε συγνώμη. Δυστυχώς αυτό είναι στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Δεν φαίνεται ότι είναι πάρα πολύ καλό παιδί, αλλά δεν πειράζει η ζωή συνεχίζεται. Έκανε ένα σκόπιμο πράγμα, το οποίο του το συγχώρεσα αμέσως. Έτσι, όμως δεν παίζεις ποδόσφαιρο, αλλά κάτι άλλο. Δεν γίνεται να πας επίτηδες να σπάσεις το πόδι ενός ποδοσφαιριστή».

Πιστεύετε ο σοβαρός τραυματισμός σας επηρέασε σε σημείο να εγκαταλείψετε την ενεργό δράση το 1988 σε ηλικία μόλις 32 ετών;

«Βέβαια, με επηρέασε πολύ ο τραυματισμός. Δεν πάταγα καλά. Δεν είχα δύναμη και ταχύτητα, ενώ ένιωθα συνεχείς πόνους. Φοβόμουν για ένα διάστημα. Όταν σταμάτησα από τον Παναθηναϊκό δεν θέλησα να πάρω χρήματα αν και μπορούσα βάσει συμβολαίου για τον τελευταίο χρόνο.

Ίσως να μην ήταν λογικό αυτό που έκανα, αλλά είμαι τέτοιος άνθρωπος. Είχα τότε πρόταση από τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ για να επιστρέψω στην ομάδα. Είχα δώσει ένα φιλικό αγώνα και ένιωθα καλά. Με λίγη προπόνηση θα μπορούσα να παίξω ακόμα ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε η θέληση εκείνη την εποχή από πλευράς Παναθηναϊκού, αλλά και από την δική μου να συνεχίσουμε την συνεργασία μας.

Μάλλον ήταν η κατάλληλη στιγμή να χωρίσουμε και έφυγα με ψηλά το κεφάλι από την ομάδα. Εκείνη την εποχή έχασα και την γυναίκα μου και έπρεπε να γυρίσω στην Κροατία, αφού τα παιδιά ήταν μικρά. Αυτός ήταν και ο πιο σοβαρός λόγος».

Ήταν τελικά το 1986 όταν κατακτήσατε το νταμπλ με τον Παναθηναϊκό η κορυφαία χρονιά της καριέρας σας;

«Το 1986 ήμουν στην καλύτερη ποδοσφαιρικά ηλικία και να φανταστείτε αναδείχθηκα εκείνη την χρονιά κορυφαίος ποδοσφαιριστής σε ολόκληρη την Γιουγκοσλαβία, μολονότι δεν αγωνιζόμουν εκεί. Ήμουν σε καλή κατάσταση, ώριμος, οι συμπαίκτες μου, με γνώριζαν καλύτερα και ήξεραν πότε θα μου δώσουν την μπάλα.

Από την πλευρά μου τους βοηθούσα, όσο καλύτερα μπορούσα και είχαμε πολύ καλή χημεία ως ομάδα. Ήταν η καλύτερη χρονιά της ζωής μου. Παίζαμε ωραίο ποδόσφαιρο με τον Παναθηναϊκό και μάλιστα στον τελικό του Κυπέλλου εκείνης της χρονιάς νικήσαμε τον Ολυμπιακό με 4-0. Είχε καλή ομάδα ο Ολυμπιακός με τους Αναστόπουλο και Μητρόπουλο και τους υπόλοιπους παίκτες.

Θυμάμαι το Ολυμπιακό Στάδιο κατάμεστο δίχως αστυνομία με τους οπαδούς του Ολυμπιακού να βρίσκονται αριστερά και οι δικοί μας από την δεξιά πλευρά δίχως να γίνει το παραμικρό. Θυμάμαι επίσης, πως οι οπαδοί του Ολυμπιακού αποχώρησαν από το γήπεδο μετά το 70' όταν είχε γίνει το 3-0, αφού έβλεπαν πως η ομάδα τους δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήταν μια στιγμή που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου».

Μπορεί να μην σκοράρατε συχνά, αλλά όποτε το κάνατε ήταν συνήθως με θεαματικό τρόπο. Ποιο είναι το γκολ που ξεχωρίζετε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού;

«Ένα γκολ που θυμάμαι ήταν με τον ΠΑΟΚ. Ξεκίνησα με την μπάλα στα πόδια από την δική μας περιοχή και άλλαξα με τρεις συμπαίκτες μου. Έπαιξα το ένα-δύο και στη συνέχεια πέτυχα το γκολ. Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα γκολ που πέτυχα ποτέ. Δεν ήμουν όμως εγώ για να σκοράρω μολονότι είχα καλό σουτ.

Φημιζόμουν περισσότερο για τις ντρίμπλες, αλλά και στις κεφαλιές αφού είχα καλό τάιμινγκ. Πιο πολύ ήμουν plamaker βγάζοντας μπαλιές για τους συμπαίκτες μου».

Το 1996 αναλάβατε χρέη πρώτου προπονητή στον Παναθηναϊκό, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα περιμένατε αφού η ομάδα έμεινε εκτός Ευρώπης. Τι έφταιξε;

«Ήμουν από το 1993 μέχρι το 1996 τεχνικός διευθυντής στις ακαδημίες του Παναθηναϊκού. Μπορώ να πω πως μετά την απόσυρση μου από την ενεργό δράση αυτά ήταν τα καλύτερα μου χρόνια γιατί δουλεύαμε πολύ σκληρά. Είχαμε το ελεύθερο στην Παιανία από τον πρόεδρο που μας βοηθούσε και βγάλαμε εκείνη την φουρνιά παικτών με τους Γκούμα, Μπασινά, Καραγκούνη, Χαλκιά, Αλεξόπουλο. Πάρα πολλοί καλοί παίκτες με τους οποίους κατακτήσαμε τρία πρωταθλήματα σε επίπεδο Νέων κάνοντας εξαιρετική πορεία. Δέχθηκα την πρόταση που μου έγινε στη συνέχεια αναλαμβάνοντας καθήκοντα προπονητή το 1996.

Το χειρότερο είναι όταν αναλαμβάνεις μέσα στη σεζόν διαδεχόμενος κάποιον άλλο προπονητή. Νόμιζα πως ήμουν έτοιμος επειδή γνώριζα τους παίκτες. Δυστυχώς μεσούσης της περιόδου έφυγε ο Μπορέλι για την Οβιέδο, ενώ χρησιμοποιούσα τους πιτσιρικάδες επειδή ήταν πολιτική της ομάδας προκειμένου να τους αναδείξουμε. Τα παιδιά βέβαια βγήκαν στην πορεία, αλλά εγώ έφυγα από τον Παναθηναϊκό. 'Κάηκα' εκεί γιατί πίστευα πως μπορούσαμε να πάμε καλύτερα. Μάλιστα φτάσαμε στον τελικό του Κυπέλλου (σ.σ.: με την ΑΕΚ), αλλά η διαιτησία δεν μας πήγε καλά. Δεν ψάχνω ωστόσο για δικαιολογίες.

Νομίζω πως ήμουν πολύ μικρός και άπειρος για να κοουτσάρω την πρώτη ομάδα, παρότι είχα χτίσει ένα όνομα. Ξέρετε, όταν κάποιος είναι μεγάλο όνομα στο ποδόσφαιρο ισχυρίζονται πως δεν μπορεί να γίνει εξίσου καλός ως προπονητής. Αυτό προσπαθούν να περάσουν τα media και όλοι οι υπόλοιποι. Το κάνουν από κόμπλεξ; Δεν ξέρω, πάντως δεν είναι αλήθεια. Εγώ θεωρώ πως ξέρω μπάλα γιατί έχω ζήσει όλη τη ζωή μου στο ποδόσφαιρο και βέβαια όσο μεγαλώνεις μαθαίνεις περισσότερο. Είσαι πιο ώριμος, ξέρεις περισσότερα και γίνεσαι καλύτερος.

Εγώ δεν ήθελα να γίνω προπονητής γιατί ήξερα πόσο δύσκολη δουλειά είναι και δεν εξαρτάσαι μόνο από τον εαυτό σου. Εξαρτάσαι από πολλούς παράγοντες προκειμένου να γίνεις καλός προπονητής και να πετύχεις. Από τους παίκτες, την διοίκηση... Δεν μπορώ να πω πως αυτό ήταν κάτι ωραίο για μένα, αλλά τι να κάνουμε. Στη ζωή και ειδικά στο ποδόσφαιρο υπάρχουν σκαμπανεβάσματα».

Πως οδηγηθήκατε ως τεχνικός διευθυντής στην πρόσληψη του Γιτζάκ Σουμ; Η ιστορία έδειξε πως δικαιωθήκατε...

«Για να είμαι ειλικρινής ο κ. Σουμ δεν ήταν δική μου επιλογή. Μου πρότειναν τρεις-τέσσερις προπονητές με τους οποίους μίλησα. Ο Σουμ σε σχέση με τους υπόλοιπους μου φάνηκε πιο σοβαρός, πως διαθέτει την απαραίτητη πείρα για να προσφέρει στον Παναθηναϊκό, αλλά και το γεγονός πως έδειξε διάθεση για συνεργασία.

Ασφαλώς χρειάζεται συνεργασία ανάμεσα στον προπονητή και τον αθλητικό διευθυντή για πολλούς λόγους. Στην επιτυχία συνήθως ο προπονητής είναι εκείνος που αναγνωρίζεται, αλλά αν διαθέτεις έναν αθλητικό διευθυντή με την σωστή νοοτροπία που γνωρίζει τους παίκτες και έχει κερδίσει τον σεβασμό τους είναι το ιδανικό. Νομίζω πως βοήθησα πολύ την χρονιά του νταμπλ, αλλά ο Σουμ ήταν εκείνος που πήρε το νταμπλ και αυτό έχει σημασία.

Φέραμε καλούς παίκτες, κάναμε και λάθος επιλογές, αλλά το πιο σημαντικό ήταν πως δεν κόστιζαν. Φέραμε παίκτες που δεν χρειάζονταν να καταβάλλουμε χρήματα στις ομάδες τους κάτι που θέλει ψάξιμο και δεν είναι εύκολο».

Πολλοί βέβαια υποστήριζαν εκείνοι την εποχή πως εσείς ουσιαστικά κάνατε κουμάντο στον Παναθηναϊκό στη χρονιά του νταμπλ...

«Το δίκαιο είναι να παίρνει την δόξα ο προπονητής. Έτσι πρέπει να γίνεται. Εμείς είμαστε άνθρωποι που δουλεύαμε από πίσω και δουλειά μας ήταν να βοηθάμε την ομάδα. Βέβαια στις κρίσιμες στιγμές πρέπει και εμείς να βγαίνουμε μπροστά, όμως οι άνθρωποι που δουλεύουν πρέπει να γνωρίζουν την δόξα. Προσωπικά χόρτασα από δόξα στη ζωή μου.

Δούλευα όσο μπορούσα, όπως είπα οι παίκτες με σέβονταν και με τον Σουμ μιλούσαμε για όλα τα ζητήματα. Ποτέ δεν έκανα παρεμβάσεις για το ποιος θα παίξει. Ήταν κάτι που άφησα στον προπονητή. Ο Σουμ ήταν συνεργάσιμος και πρέπει να τον συγχαρώ για όσα πέτυχε. Δυστυχώς, δεν έπρεπε να φύγει αλλά στον Παναθηναϊκού δεν υπάρχει υπομονή από τα MME μέχρι τους φιλάθλους. Ο καθένας ακολουθεί την δική του πολιτική και έχει τις δικές του προτιμήσεις, αλλά εγώ θα άφηνα τον Σουμ να δουλέψει και άλλο. Για παράδειγμα χαίρομαι που πλέον ο Παναθηναϊκός επιλέγει καλούς προπονητές και τους δίνει ευκαιρίες.

Στον Δώνη έδωσαν ευκαιρίες να δείξει τι αξίζει. Βλέπουν ότι ξέρει ποδόσφαιρο και δεν υπάρχει λόγος να τον αντικαταστήσουν. Το ίδιο ισχύει και για τον προκάτοχο του, τον Μαρίνο Ουζουνίδη, ο οποίος έκανε καλή δουλειά και στις κρίσιμες στιγμές δεν τον έδιωξαν. Πρέπει να πω μπράβο στον Αλαφούζο σε αυτό το κομμάτι. Δεν γίνεται να κάνουν όλοι κουμάντο».

Ήσασταν παρών και στο περιβόητο ντέρμπι της Ριζούπολης. Έπρεπε τελικά να διεξαχθεί εκείνο το ματς;

«Νομίζω δεν έπρεπε να γίνει το ντέρμπι της Ριζούπολης. Τα έζησα όλα από κοντά αφού βρισκόμουν στα αποδυτήρια. Δεν μπορούσαν οι ποδοσφαιριστές να αγωνιστούν με κανένα τρόπο. Ήταν άδικο αυτό που συνέβη, ήταν ένα έγκλημα. Οι φωτοβολίδες έπεφταν στα κεφάλια μας όταν βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο.

Δεν έπρεπε να γίνει αυτό το ματς. Ο διαιτητής επέμενε και μόνος αυτός ξέρει γιατί τελικά το ντέρμπι διεξήχθη. Έπρεπε να τιμωρηθεί ο Ολυμπιακός, αλλά όπως δεν τιμωρήθηκαν Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ που επειδή είναι μεγάλες ομάδες έχουν εύνοια, έτσι έγινε και με τον Ολυμπιακό. Δυστυχώς έτσι είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ελπίζω κάποια στιγμή να σταματήσει αυτό, εάν θέλουμε να αλλάξει κάτι».

Αν σας καλούσαν ξανά από τον Παναθηναϊκό θα επιστρέφατε στην ομάδα για να βοηθήσετε;

«Δεν ξέρω. Έχω πιο πολύ πείρα πλέον, αλλά δεν είμαι άνθρωπος που προβάλλει τον εαυτό του. Δυστυχώς μερικοί βετεράνοι έκαναν ζημιά στον Παναθηναϊκό. Δεν θέλω να πω ονόματα. Ξέρουν ποιοι είναι. Αναφέρομαι στην εποχή μετά τον Βαρδινογιάννη και τον Πατέρα.

Νόμιζαν πως είναι εύκολο να κάνεις κουμάντο και να κάθεσαι. Πρέπει να δουλεύεις πολύ. Δεν ξέρω τι θα έκανα. Εξαρτάται από το ποιος θα με καλούσε. Αν έβλεπα κάποια σοβαρότητα μπορεί να δεχόμουν, αν και θα ήταν δύσκολο».

Πως βλέπετε τον τωρινό Παναθηναϊκό; Πιστεύετε θα καταφέρει να επιστρέψει κάποια στιγμή στην κορυφή;

«Δυστυχώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αναμίχθηκαν μετά τον Βαρδινογιάννη προκάλεσαν μεγάλα χρέη στην ομάδα. Δεν ξέρω το ακριβές μέγεθος. Θέλω να δώσω συγχαρητήρια στον Αλαφούζο γιατί βλέπω πως δίνει λεφτά και αγαπάει τον Παναθηναϊκό χωρίς να έχει καμία στήριξη.

Δεν ξέρω όμως τι χρέος υπάρχει γιατί τα πάντα εξαρτώνται από το οικονομικό. Ο Παναθηναϊκός ακολούθησε μια σωστή πολιτική με νεαρούς ποδοσφαιριστές βγάζοντας παίκτες από τις ακαδημίες κάτι που μου θύμισε την δική μου εποχή, απλά τώρα ήταν αναγκαίο να γίνει. Έφεραν πάρα πολλούς παίκτες και πλήρωσαν 'τσάμπα' λεφτά. Αυτά ήταν απαράδεκτα.

Ξοδεύτηκαν λεφτά για το τίποτα. Εγώ πιστεύω πως με την δουλειά που γίνεται μπορεί ο Παναθηναϊκός να επιστρέψει στις καλές εποχές εάν δεν έχει οικονομικά προβλήματα. Βλέπω γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια».

Για τον Όσιμ λένε πολλοί πολύ πως εφάρμοσε μια πρώιμη μορφή τίκι-τάκα στις ομάδες που δούλεψε...

«Ο Όσιμ και ο Ίβιτς εφάρμοσαν το τίκι-τάκα. Ποιο πολύ ο Όσιμ έπαιξε με πρώτη και δεύτερη μπαλιά, απλό ποδόσφαιρο στην κίνηση, αλλά ασφαλώς δεν είναι Κρόιφ. Ο Κρόιφ ήταν πολύ καλύτερος από τον Όσιμ, αλλά μπορούμε να πούμε πως ο Όσιμ είναι ένας από αυτούς που το ξεκίνησαν».

Καταφέρατε έπειτα από πρoτροπή του φίλου σας και πρώην ιδιοκτήτη της Πόρτσμουθ, Μίλαν Μάνταριτς να εργαστείτε στον σύλλογο της Premier League, τόσο ως αθλητικός διευθυντής όσο και ως προπονητής. Πως ήταν σαν εμπειρία;

«Η Premier League είναι το πιο δυνατό πρωτάθλημα στον κόσμο, μπορεί να μην είναι Μπαρτσελόνα ή Ρεάλ, αλλά υπάρχουν αντιστοίχως Μάντσεστερ Σίτι, Γιουνάιτεντ και Λίβερπουλ. Έχει τρομερό πάθος εκεί, υπάρχει οργάνωση, έχουν λεφτά, όπως επίσης η παιδεία και η κουλτούρα που χαρακτηρίζει τους Άγγλους σε ότι αφορά το ποδόσφαιρο. Ήμουν πάρα πολύ ευτυχισμένος και χαρούμενος που βρέθηκα εκεί.

Βέβαια με βοήθησε πολύ ο Παναθηναϊκός σε αυτό, αφού είδαν τι δουλειά έκανα, όπως και πιο πριν στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Μην ξεχνάτε ότι στο Champions League το 1998, ήμουν προπονητής της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, μολονότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου προπονητή. Στα τρία παιχνίδια που ήμουν στον πάγκο της ομάδας συγκεντρώσαμε εφτά βαθμούς.

Κερδίσαμε στο Ζάγκρεμπ την Πόρτο που είχε στον πάγκο τον φίλο μας Φερνάντο Σάντος, ο οποίος στη συνέχεια ανέλαβε και τον Παναθηναϊκό και την Εθνική, επικρατήσαμε εκτός έδρας του Άγιαξ με 1-0, ενώ φέραμε ισοπαλία εντός έδρας (1-1) με τον Ολυμπιακό σε ένα παγωμένο γήπεδο. Σε αυτό το ματς έπρεπε να νικήσουμε 2-0 για να περάσουμε. Τότε προκρίνονταν μόνο ο πρώτος.

Με αυτά τα αποτελέσματα ίσως άξιζα κάτι καλό. Πήγα λοιπόν στην Πόρτσμουθ, αλλά δεν μπορούσα να μείνω πάνω από έναν χρόνο, αφού δεν γινόταν να σου δώσουν άδεια εργασίας για περισσότερο διάστημα. Ο Μάνταριτς ήθελε να πουλήσει την ομάδα, όπως και έκανε αργότερα.

Ήμουν τυχερός που δούλεψα εκεί, όμως πάλι έχω ένα παράπονο. Όπως στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ που πούλησαν το χειμώνα τον Μαρκ Βίντουκα που ήταν ο καλύτερος παίκτης και επίσης τραυματίστηκε ο Προσινέτσκι, όπως στον Παναθηναϊκό που πούλησαν τον Μπορέλι και δεν ήρθε αντικαταστάτης, έτσι και στην Πόρτσμουθ παραχώρησαν τρεις-τέσσερις παίκτες που ήταν βασικοί και δεν έκαναν μεταγραφές.

Αυτές είναι λεπτομέρειες που ένας προπονητής δεν πρέπει να επιτρέπει να γίνονται. Εγώ το άφησα και είναι λάθος μου. Το Πόρτσμουθ είναι μια μικρή πόλη με σπουδαίους φιλάθλους και χαίρομαι πολύ που ήμουν εκεί».

Ο Εμάνουελ Ολισαντέμπε επίσης αγωνίστηκε σε Παναθηναϊκό και Πόρτσμουθ με κομβικό ρόλο στο νταμπλ έτσι;

«Ο Ολισαντέμπε πήγε μετά από μένα. Στον Παναθηναϊκό ήταν ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές. Φοβερό παιδί, γρήγορος, ήξερε να βάλει την μπάλα στα δίχτυα. Πολύ καλός ποδοσφαιριστής».

Δείτε τον σπουδαίο Ζάετς εν δράσει...

Οι Μάχες Των Play Off είναι στο Gazzetta.gr

Τα πιο συναρπαστικά Play Off της δεκαετίας είναι στο Gazzetta.gr! Όλα τα αθλητικά νέα για την αγαπημένη σου ομάδα, σε συνεχή ενημέρωση. Ακολούθησε το Gazzetta και θα είσαι πάντα ενημερωμένος για το πρόγραμμα των Play Off, την βαθμολογία των ομάδων, τις μεταδόσεις και φυσικά παρακολουθείτε live τα Play Off μέσα από το Game Center!

 

SUPERLEAGUE Τελευταία Νέα