Αυτούς τους δύο χαίρομαι περισσότερο από την ομάδα του Euro 2004

Αυτούς τους δύο χαίρομαι περισσότερο από την ομάδα του Euro 2004

Αυτούς τους δύο χαίρομαι περισσότερο από την ομάδα του Euro 2004

bet365

Ανήμερα της επετείου από την νίκη της Ελλάδας επί της Τσεχίας το 2004, ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για τις περιπτώσεις δύο πρώην ποδοσφαιριστών που έχουν επιλέξει να ζήσουν έκτοτε “στον κόσμο τους”, μακριά από την κεντρική σκηνή του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Τούτες τις μέρες, που συμπληρώνονται 17 χρόνια από την κατάκτηση του Euro 2004, ο καιρός με βρίσκει να μιλώ πιο συχνά από ποτέ με ξένους συναδέλφους μου σε συζητήσεις ανάλυσης εκείνης της επιτυχίας. Μου συμβαίνει επειδή πριν από περίπου 25 ημέρες κυκλοφόρησε η αγγλική έκδοση του βιβλίου μου, που αναλύει εκείνη την επιτυχία. Σε αυτές τις συζητήσεις δύο είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που εισπράττω από τους συνομιλητές μου: ο σεβασμός που δείχνουν προς εκείνο το επίτευγμα, που είναι σήμερα μεγαλύτερος συγκριτικά με αυτόν που έδειχναν τον καιρό της επιτυχίας, και η έκπληξη των συνομιλητών μου όταν απαντώ στο “τι κάνουν σήμερα οι Πρωταθλητές του 2004;” ερώτημά τους.

Σχετικά με τον σεβασμό, δεν χρειάζεται μεγάλη ανάλυση: στην εξέλιξη του χρόνου οι σημερινοί αναλυτές του ποδοσφαίρου είδαν πολλές εκδόσεις ομάδων, εθνικών ή συλλόγων, που πέτυχαν πολλά δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην φάση της άμυνας συγκριτικά με την σημασία που έδωσαν στα συστήματα ανάπτυξης των επιθέσεων. Είδαν τις ομάδες του Ζοσέ Μουρίνιο, τις ομάδες του Ντιέγκο Σιμεόνε και άλλες “αμυντικές” φιλοσοφίες που πέτυχαν στόχους. Και κάπως έτσι έμαθαν να εκτιμούν περισσότερο ή να σέβονται λίγο παραπάνω την δουλειά που έκρυβε εκείνη η έκπληξη. Κάπως έτσι όλο και λιγότεροι την απαξιώνουν, ακόμη και αν δεν την θαυμάζουν εκείνη τη συνταγή και εκείνη την ομάδα.

Σχετικά με την έκπληξη για το γεγονός ότι σήμερα η πλειονότητα των συντελεστών της μεγαλύτερης εθνικής επιτυχίας δεν λειτουργεί στο ποδόσφαιρο, αυτή γίνεται μεγαλύτερη όταν κάνουν την δεύτερη ερώτηση, την “καλά, όχι αυτοί, δηλαδή ποιοι;” ερώτηση. Με άλλα λόγια, όταν πρέπει να εξηγήσω πώς λειτουργεί το εθνικό ποδόσφαιρο και ποιοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, όταν πρέπει να αναφέρω ότι υπήρξαν πρώην ποδοσφαιριστές - μέλη εκείνης της ομάδας που έμειναν εκτός του νέου διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδίας παρ’ όλο που οι σπουδές και η διοικητική εμπειρία τους έδειχνε ότι έχουν το υπόβαθρο για να στηρίξουν την προοπτική αυτοί να αποδειχθούν ικανοί να προσφέρουν στο ποδόσφαιρο ως παράγοντες. Όταν χρειάστηκε να αναφέρω τα ονόματα και τις περιπτώσεις πρώην ποδοσφαιριστών - μελών εκείνης της ομάδας που πήραν ευκαιρίες μηνών προτού τους “τελειώσουν”, ή όταν εξήγησα ότι η επικρατούσα κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχει οδηγήσει πολλά από εκείνα τα παιδιά στην επιλογή να ιδιωτεύουν παρ’ όλο που είχαν διάθεση να προσφέρουν και το επιχείρησαν από διαφορετικές θέσεις και πόστα.

Συμβαίνει να μιλώ με δημοσιογράφους και κριτικούς ποδοσφαιρικών βιβλίων που έρχονται από χώρες στις οποίες η διοίκηση των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών και ειδικά η διεύθυνση των εθνικών ομάδων και του αναπτυξιακού ποδοσφαίρου, όπως και η εκπαίδευση των προπονητών και των στελεχών του ποδοσφαίρου έχει εδώ και χρόνια περάσει, αν δεν ήταν από “πάντα”, στα χέρια ανθρώπων που είχαν παραστάσεις, και γι’ αυτό επίγνωση, του ποδοσφαίρου του κορυφαίου επιπέδου.

Αν δεν υπήρχαν οι εξαιρέσεις του Ζαγοράκη, και των τριών - τεσσάρων (Φύσσας, Νικοπολίδης, Κατεργιαννάκης, Γεωργιάδης), που βρίσκονται σήμερα στο ποδόσφαιρο θα γιορτάζαμε την επέτειο των 17 χρόνων από την κατάκτηση του Euro 2004 με την θλιβερή διαπίστωση ότι όλοι αυτοί που έκαναν την μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ζουν σήμερα μακριά από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Με άλλα λόγια, με την εξαίρεση του Θοδωρή Ζαγοράκη, ο οποίος τουλάχιστον θεωρητικά είναι στην θέση της μεγαλύτερης ευθύνης, ως πρόεδρος της ΕΠΟ, όλους τους υπόλοιπους έχουμε καταφέρει να τους κάνουμε “τσολιαδάκια” - τους έχουμε μόνο για να τους δείχνουμε και να θυμόμαστε ένα μέρος όσων νιώσαμε το καλοκαίρι του 2004.

Στα δικά μου μάτια, την καλύτερη επιλογή την έχουν κάνει δύο από εκείνα τα παιδιά: ο Μιχάλης Καψής και ο Βασίλης Λάκης.

Ο Καψής επέστρεψε στον κόσμο του. Απαρνήθηκε πλήρως τον κόσμο του ποδοσφαίρου, και επέλεξε την γαλήνια ζωή που του προσφέρει η ζωή μακριά από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Απολαμβάνω κάθε φορά που έχω την χαρά να συνομιλήσω για λίγο μαζί του· νιώθω ότι μιλάω με κάποιον του οποίου η ψυχή δεν έχει φθαρεί καθόλου από την αντιμετώπιση της οποίας έτυχε από τον ελληνικό κόσμο του ποδοσφαίρου μετά το 2004. Δεν έχει μαυρίσει η ψυχή του.

Ο Λάκης επέλεξε να μείνει στο ποδόσφαιρο, αλλά μακριά από την υψηλή κοινωνία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στην πραγματικότητα, δημιούργησε τον κόσμο του, δηλαδή μια ακαδημία που λειτουργεί πάρα πολύ καλά, αν κρίνω από όσα ακούω από γονείς που εμπιστεύονται σε αυτή τα παιδιά τους ή από προπονητές που έχουν εργαστεί εκεί. Ξεκίνησε με μια ακαδημία στο Μαρούσι, κι ύστερα πέτυχε να συνδέσει την ακαδημία με ένα ποδοσφαιρικό σωματείο, τον Ατρόμητο Χαλανδρίου, και σήμερα ζει την φάση της υλοποίησης του οράματός του για την δημιουργία και την εξέλιξη των ποδοσφαιριστών που μεγαλώνουν στα χέρια του και φτάνουν να γίνονται ενήλικες ποδοσφαιριστές.

Η ιστορία της σχέσης της πλειονότητας των υπολοίπων συντελεστών εκείνης της επιτυχίας με το ελληνικό ποδόσφαιρο με στεναχωρεί. Όχι επειδή περίμενα, ή πίστευα ότι πρέπει να τους δώσουν αξιώματα και θέσεις ευθύνης δικαιωματικά, αλλά επειδή στην συντριπτική πλειονότητά τους αυτοί οι πρώην ποδοσφαιριστές έχουν μεγαλώσει ωραία και έχουν πολύ καλές ιδέες και πολλή διάθεση προσφοράς, και αρκετοί από αυτούς έχουν κάνει σημαντικά βήματα επιμόρφωσης. Και επειδή οι περισσότεροι έχουν εδώ και χρόνια λυμένο το οικονομικό τους ζήτημα, στην πλειονότητά τους είναι άνθρωποι που σε πείθουν ότι ήθελαν να λειτουργήσουν με ανιδιοτέλεια στο ποδόσφαιρο.

Δεν έχω λόγους να ελπίζω ότι θα αλλάξει η κατάσταση, διότι δεν έχω λόγους να πιστεύω ότι θα αφήσουν τον Θοδωρή Ζαγοράκη να την αλλάξει. Γι’ αυτό και στεναχωριέμαι κάθε φορά που ένα νέο παιδί μου μιλά για το 2004 και μου εκφράζει τη στεναχώρια του που “δεν είχα γεννηθεί” ή “δεν είχα μεγαλώσει για να το ζήσω”. Στεναχωριέμαι όχι μόνο επειδή ξέρω ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί, αλλά επειδή δεν ελπίζω ότι θα ξαναζήσει το εθνικό ποδόσφαιρο μια εποχή σαν εκείνη της περιόδου 2001-2014 ώστε να την ευχαριστηθούν έστω χωρίς τρόπαια. Ακόμη περισσότερο όμως με πονούν όλες αυτές οι καθημερινές ιστορίες που ακούω σχετικά με τη συμπεριφορά του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου και της ομοσπονδίας προς ποδοσφαιριστές, προπονητές και άλλους επιστήμονες του ποδοσφαίρου που επιχειρούν να σταθούν σε αυτό τον χώρο με διάθεση να δουλέψουν και να προσφέρουν, να παράξουν έργο. Σε κάποια κομμάτια του, το ελληνικό ποδόσφαιρο θα ήταν αλλιώς αν όλους αυτούς δεν τους είχαμε κάνει μόνο “τσολιαδάκια”.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.