Το τρελό άλογο!

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Το τρελό άλογο!

bet365

Ο «Επαναστάτης χωρίς συνείδηση», Τζόνι Νιούμαν φορά τις φανταχτερές γραβάτες του και οδηγεί τα πανάκριβα αυτοκίνητα του στον Παράδεισο και ο Βασίλης Σκουντής κατευοδώνει έναν άνθρωπο που αγαπήσαμε αλλά μας αγάπησε και ο ίδιος πολύ…

Το ΄χω γράψει κι άλλες φορές ότι σε τέτοιες πένθιμες περιστάσεις, νιώθω σαν να κηδεύω τη νιότη μου…

Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή που σκόρπισε τη θλίψη προχθές το βράδυ, όταν έγινε γνωστό το άγγελμα του θανάτου του Τζόνι Νιούμαν…

Θυμάμαι πως κάθε φορά που άνοιγε η κουβέντα για τον εκλιπόντα, όλοι θυμόντουσαν μονάχα τη σπρωξιά στον Ιταλό διαιτητή Γκρόσι, που προκάλεσε κιόλας τη διακοπή του αγώνα Ερυθρός Αστέρας-ΠΑΟΚ στις 8 Νοεμβρίου 1988 και είχε ως αποτέλεσμα να τιμωρηθεί ο ίδιος με διετή αποκλεισμό, να απειληθεί μα απέλαση από τη χώρα (με εισήγηση του τότε ΓΓΑ Γιώργου Κασιμάτη) και να χάσει τη δουλειά του καθώς ο ΠΑΟΚ τον αντικατέστησε με τον Κώστα Πολίτη…

Αυτή είναι μια σκηνή που τη θυμάμαι και… φρίττω, διότι έτυχε να μεταδίδω εκείνο τον αγώνα από το στούντιο και επειδή δεν ήξερα τι συμβαίνει, έχασα τη λαλιά μου και απλώς έκανα εικασίες!

Μιας και το ΄φερε η κουβέντα σε τηλεοπτικές μεταδόσεις, τρεις μέρες νωρίτερα έτυχε επίσης να μεταδίδω τον αλήστου μνήμης αγώνα της 5ης Νοεμβρίου του 1988, όταν ο ΠΑΟΚ με προπονητή τον Νιούμαν νίκησε τον Αρη με 81-78 και τερμάτισε το επί 80 συναπτά ματς αήττητο σερί του.

Φοβερή συγκυρία ήταν αυτή διότι ο δόλιος μέσα σε 72 ώρες έγινε από ήρωας μοιραίος!

Λέω όμως να ξετυλίξω το κουβάρι από την αρχή διότι τα… φιρκιά του μπάσκετ (οι «άνορακ», όπως τους λέει ο Κωστής Ζομπανάκης) δεν περίμεναν να δουν τον Νιούμαν στην Ελλάδα για να μάθουν το ποιόν κάποιου, ο οποίος στα νιάτα του μπήκε στην ίδια πρόταση με τον Πιτ Μάραβιτς και τους υπόλοιπους μεγάλους κανονιέρηδες του παγκοσμίου μπάσκετ.

Ο γεννημένος στις 11 Σεπτεμβρίου του 1950 στο Μέμφις, Νιούμαν, έπαιξε μόλις μια σεζόν (1970-71) στο Ole Miss, μα αυτή ήταν αρκετή για να του προσπορίσει τα παράσημα του τρομερού σκόρερ: εκείνη τη χρονιά είχε μέσο όρο 40.1 πόντους και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον «Pistol Pete», που είχε κατακτήσει αυτόν τον τίτλο τις προηγούμενες τρεις σεζόν με μέσο όρο 43.8 την πρώτη, 44.2 τη δεύτερη και 44.5 την τρίτη, με ατομικό ρεκόρ τους 63 εναντίον του Λουζιάνα Στέιτ στις 30 Ιανουαρίου του 1971.

Με τον Μάραβιτς και τον Νιούμαν έκλεισε το… εργοστάσιο! Μέχρι τότε μονάχα ένας παίκτης, ο Φρανκ Σελβι του Φέρμαν το 1954 είχε τελειώσει μια σεζόν με μέσο όρο πάνω από σαράντα πόντους (41.7), αλλά μετά το «τρελό άλογο» του Μισισίπι κανείς άλλος μέχρι τις μέρες μας δεν βρέθηκε σε τέτοια… ονείρωξη διαρκείας!

Το καλοκαίρι του ’71 ο Τζόνι επιλέχθηκε από τους Μπουλς στο Νο 98 του ντραφτ και για τα επόμενα επτά χρόνια έπαιξε στο ΑΒΑ και στο ΝΒΑ (Μέμφις, Γιούτα, Βιρτζίνια, Ιντιάνα, Μπάφαλο, Λέικερς) με μέσο όρο 13.2 πόντους, 2.7 ριμπάουντ και 3.0 ασίστ.

«Είχε πολύ υψηλό δείκτη νοημοσύνης» του επιδαψίλευσε κάποτε τον δημόσιο έπαινο ο σπουδαίος προπονητής Λάρι Μπράουν, που παρεμπιπτόντως υπήρξε μέντορας και του Ρικ Πιτίνο.

Το καλοκαίρι του 1978 ήρθε για πρώτη φορά στα μέρη μας, αγωνιζόμενος στην Γκαμπέτι Καντού, την οποία οδήγησε ως πρώτος σκόρερ όλης της διοργάνωσης στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1979. Στον τελικό που διεξήχθη στο Πόρετς οι Ιταλοί νίκησαν με 83-73 την ολλανδική Ντεν Μπος με τον «λευκό Χάρλεμ Γκλομπτρότερ» (όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί) να σκοράρει 20 πόντους και να ρουφά το νέκταρ του θριάμβου μαζί με τον συμπατριώτη του Ντέιβιντ Μπάτον, τον Πιερλουίτζι Μαρτοζράτι, τον Ρέντσο Μπαριβιέρα, τον Κάρλο Ρεκαλκάτι, τον Φαμπρίτσιο Ντελα Φιόρι κοκ.

Στη συνέχεια πέρασε για ένα φεγγάρια από τη Γερμανία, όπου εγκαινίασε κιόλας την προπονητική καριέρα του προτού αρχίσει να περιδιαβαίνει στο Βέλγιο, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στο Ισραήλ, στη Σαουδική Αραβία, στον Λίβανο (μάλιστα κοούτσαρε την Εθνική ομάδα στο Mundobasket 2002 στην Ιντιανάπολις), στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στη Ρουμανία, ενώ στην πατρίδα του διετέλεσε προπονητής στο CBA (φτάνοντας στους τελικούς με αντιπάλους τον Τζορτζ Καρλ και τον Φιλ Τζάκσον) στο GΒΑ και τα τελευταία ίχνη του είχαν βρεθεί στη σχολική ομάδα South Panola στο Μισισίπι.

Σε όλη του τη ζωή ο Νιούμαν ήταν ξεχωριστός: ένας sui generis τύπος, ενίοτε παλαβιάρης, πάντοτε θεοσεβούμενος και γενικώς απρόβλεπτος στις αντιδράσεις του…

Τη σεζόν 1978-79 που αγωνιζόταν στην Ιταλία με την Καντού, μεσούντος ενός αγώνα στον οποίο επιδιδόταν στο συνηθισμένο εμπρηστικό παιχνίδι του, κάποιος οπαδός της αντίπαλης ομάδας έβρισε τη μητέρα του Νιούμαν, ενώ αυτός εκτελούσε ελεύθερες βολές.

Ο Τζόνι τρελάθηκε. Τα πήρε στο κρανίο. Άφησε την μπάλα κάτω. Στο επόμενο κλικ κατέβασε το σορτσάκι του και έστρεψε τα οπίσθια του του προς τον οπαδό κτυπώντας τα ελαφρά με τα χέρια του! Ο Ταουριζάνο τον απέσυρε για να μην κλιμακωθεί η ένταση και την ώρα που πήγαινε στον πάγκο έκανε νόημα στους θεατές να κοιτάξουν τον πίνακα του σκορ!

Στις 3 Νοεμβρίου του 1993 που ήρθε στην Ελλάδα ως προπονητής του Πεζοπορικού για τον αγώνα του Κυπέλλου Κόρατς με τον Πανιώνιο πήγε στο Κολωνάκι και έδωσε 400.000 δραχμές για να αγοράσει έντεκα μεταξωτά πουκάμισα! Λίγες ώρες αργότερα μετά το ματς στο οποίο η κυπριακή ομάδα ηττήθηκε με 89-69, είπε «δεν θα ξαναέρθω στην Ελλάδα, διότι εδώ είσαστε όλοι τρελοί».

Το είπε και το ξέχασε, διότι δεν θα μπορούσε να μην έρθει στον τόπο της δεύτερης γυναίκας του (η οποία ήταν υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας και τη γνώρισε επί των ημερών του στο Παγκράτι) και εδώ όπου μάλιστα ζούσε ο γιος του, ο οποίος αγωνιζόταν στην ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού: ο γεννημένος το 1996 μεσοεπιθετικός (με το Νο 10 κιόλας) Μιχάλης-Πίτερ Νιούμαν, τον οποίο οι Πράσινοι είχαν αποκτήσει με μεταγραφή από τον Φοίβο Βάρης και έμεινε εκεί έως το 2016.

Με την Ελληνίδα σύζυγο του ο Τζόνι απέκτησε έναν γιο και μια κόρη και μάλιστα η οικογένεια είχε ένα σπίτι στη Γλυφάδα.

Α, για να μην το ξεχάσω: σε εκείνο το ματς στη Νέα Σμύρνη, ο Νιούμαν μόστραρε το λαβράκι που είχε ανακαλύψει, τον Αμερικανό Ντάρελ Αρμστρονγκ, ο οποίος σκόραρε 43 πόντους, έχοντας μάλιστα 11/18 τρίποντα και στη συνέχεια έπαιξε για 13 σεζόν στο ΝΒΑ, ενώ από το 2009 βρίσκεται στο τεχνικό επιτελείο των Μάβερικς.

Ρέκτης πραγματικός ο Τζόνι Νιούμαν. Τολμηρός, ενίοτε και παράτολμος. Ένας άνθρωπος που δεν εννοούσε ποτέ να καθίσει στ’ αυγά του, με αποκορύφωμα αυτό που διέπραξε το 2013, όταν σε ηλικία 63 ετών επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Μισισίπι, όχι ως προπονητής, αλλά ως φοιτητής για να πάρει το πτυχίο του στη δημοσιογραφία και τους υπολογιστές, μάλιστα η καθηγήτρια του έμεινε εντυπωσιασμένη από το πόσο επιμελής ήταν στη φοίτηση του.

«Θέλω να δώσω ένα παράδειγμα στους νέους για να καταλάβουν πόσο σημαντικές είναι οι σπουδές για να έχουν ένα πολύτιμο εφόδιο στη ζωή τους, όταν σταματήσουν τον αθλητισμό» εξήγησε ο ίδιος ο Νιούμαν, ο οποίος μάλιστα εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα με την εξάχρονη κόρη του Εσμεράλντα που έπασχε από ένα σπάνιο νεφρωσικό σύνδρομο.

Ο Νιούμαν ανήκε σε αυτό που ο σπουδαίος Αμερικανός δημοσιογράφος Αλεξάντερ Γουλφ κωδικοποίησε ως χαμένη γενιά, μάλιστα το 1989 υπήρξε ένας από τους 12 μεγάλους σκόρερς του NCAA οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν στο αφιέρωμα του στο περιοδικό «Sport Illustrated» με τίτλο «The Lost Generation». το

Στην ίδια ενότητα ανήκαν ο Πιτ Μάραβιτς, ο μετέεπιτα παίκτης του Ηρακλή Εκζέιβιερ Μακ Ντάνιελ και ο Χαρν Κέλι, που μάλιστα ντρεπόταν και δεν θέλησε να φωτογραφηθεί!

«Ήμουν ένας επαναστάτης χωρίς συνείδηση» είπε στον Γουλφ, ο οποίος εξιστόρησε τον βίο και την πολιτεία του Νιούμαν…

«Το 1971 παράτησα το κολέγιο, δυο αγωνιστικές πριν από τη λήξη της σεζόν λέγοντας ότι ήθελα να βοηθήσω την οικογένεια μου. Ο πατέρας μου ήταν ανήμπορος να δουλέψει και εγώ ήθελα να επιλεγώ στο ντραφτ και μάλιστα στα 19 μου υπέγραψα τη ρήτρα και πήρα ένα πενταετές συμβόλαιο 2.000.000 δολαρίων από το Μέμφις έχοντας την ευκαιρία να φτιάξω τη ζωή μου. Οι δημοσιογράφοι με λοιδόρησαν και μου χάλασαν το προφίλ. Δεν μπορούσαν να με κρίνουν αρνητικά ως παίκτη και μου επιτέθηκαν επειδή αγόρασα και οδηγούσα μια Ferrari, ή μια Jaguar».

Ο Τζόνι ήθελε να κοουτσάρει στην πατρίδα του, αλλά δεν του… έκατσε, πέρα από κάποια φεγγάρια στις αναπτυξιακές λίγκες. «Εχει την ικανότητα οποιουδήποτε μεγάλου προπονητή κάνει καριέρα στο ΝΒΑ» είπε κάποτε ο Τζον Λιγκαμς, τζένεραλ μάνατζερ των Main Luberjacks, ομάδας του CBA στην οποία εργάσθηκε τη σεζόν 1984-85. «Εχει καταπληκτική αίσθηση του παιχνιδιού και οι γνώσεις του είναι τρομερές, αλλά ως ανθρώπινη οντότητα είναι ένας… γυμνοσάλιαγκας! Αναξιόπιστος, ανεύθυνος, αφερέγγυος».

Λίγο καιρό μετά την απόλυση του ο Νιούμαν τηλεφώνησε στον Λίγκαμς και τον ρώτησε εάν θα του έδινε συστατική επιστολή για να διεκδικήσει μια άλλη δουλειά. «Ασφαλώς αρκεί να περάσεις από τεστ ναρκωτικών» του είπε ειρωνικά ο Λίγκαμς. Τότε ο Τζόνι του είπε «thanks, but no thanks», αλλά κατόπιν ωρίμου σκέψεως, μετά από μερικές ημέρες δέχθηκε την πρόκληση!

Υποβλήθηκε σε drug test και βγήκε καθαρός από χρήση κοκαίνης ή ηρωίνης, αλλά ο γιατρός βρήκε ίχνη μαριχουάνας. Ο Λίγκαμς του τηλεφώνησε για να του ζητήσει εξηγήσεις και τότε ο Τζόνι του έδωσε μια τρομερή απάντηση...

«Με έπρηξες και πήρα λίγη μαριχουάνα για να χαλαρώσω»!

Ο ΠΑΟΚ τον προσέλαβε το καλοκαίρι του 1987, στη θέση του Ορέστη Αγγελίδη. Τότε ο Νιούμαν βρισκόταν εκτός μπάσκετ και πούλαγε αυτοκίνητα στο Bay!

Το Παγκράτι τον εμπιστεύθηκε μετά την αποχώρηση του από τον ΠΑΟΚ, από το 1989 έως το 1991, τη σεζόν 1992-93 κάθισε στον πάγκο του Ηρακλή, ενώ έξι χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Φιλίππου Θεσσαλονίκης στην Α2.

Η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι και μας άφησε παρακαταθήκη κάμποσες μυθικές ατάκες, από τις οποίες σταχυολογώ μερικές:

  • Είναι μεγάλη υπόθεση για κάποιον να ξέρει μπάσκετ και να παίζει καλό μπάσκετ. Ακομη κι αν κάνει φόνο, εάν είναι τέτοιος, δεν θα μπει στη φυλακή!

  • Είχα πολύ ταλέντο, αλλά στα νιάτα μου ήμουν λίγο τρελούτσικος και το πέταξα μαζί με την μπάλα στο καλάθι και πολλές φορές στη ζωή μου φέρθηκα σαν… κόπανος! Είχα πολλά λεφτά από μικρός και όλα μου ήρθαν εύκολα, αλλά σοκαρίστηκα όταν πέθανε ο πατέρας μου και προσπάθησα να αλλάξω λίγο τη ζωή μου.

  • Δεν είμαι ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ούτε περίεργος. Είμαι απλά πολύπλοκος!

  • Όταν έπαιζα στην Καντού, ήμουν ο Γκάλης της Ιταλίας!

  • Ημουν ο πρώτος προπονητής που έφερα στον ΠΑΟΚ συστήματα. Όχι ένα, αλλά δέκα τέσσερα

  • Δεν θα καθόμουν ποτέ στον πάγκο του Αρη, αλλά θα ήθελα να γίνω φίλος με τον Γιάννη Ιωαννίδη

  • Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά μαζί μου ο Παναγιώτης Φασούλας έκανε και υπερωρίες στην προπόνηση.

  • Μακάρι να ήξερε ο Θύμιος Μπακατσιάς πόσο καλός παίκτης μπορεί να γίνει.

  • Δυστυχώς κατέστρεψα την καριέρα μου τότε στο Βελιγράδι, αλλά είδα δυο τύπους να θέλουν να μας κλέψουν και θόλωσα. Έπρεπε να προστατεύσω την ομάδα μου και γι αυτό δεν μετάνιωσα ποτέ μου.

  • Ναι θέλω τρίποντα, γι’ αυτό φωνάζω «Give me three» στις προπονήσεις και στους αγώνες. Τρεις πόντοι είναι καλύτεροι από δυο. Και κυρίως είναι περισσότεροι! Ας σουτάρουμε τρίποντα στον αιφνιδιασμό αρκεί να είναι κάπου κοντά στο καλάθι ο Ερλ Χάρισον για να γραπώσει το ριμπάουντ.

  • Νιώθω τυχερός που είχαν προέδρους σαν τον Νίκο Βεζυρτζή στον ΠΑΟΚ και τον Φώτη Αθανασόπουλο στο Πσαγκράτι.

  • Όταν νικήσαμε τον Αρη ένιωσα σαν ο πιο περιζήτητος γαμπρός του κόσμου. Μετά τις ήττες όμως ένιωθα ότι κάποιος είχε πεθάνει και πηγαίναμε στην κηδεία του!

  • Ολοι οι καλοί παίκτες πρέπει να είναι λίγο εγωιστές και αλαζόνες. Εγώ ήμουν λίγο παραπάνω αλαζών απ’ όσο έπρεπε. Και ανυπάκουος επίσης. Και αρκετά κακομαθημένος. Άλλαζα πανάκριβα αυτοκίνητα κάθε εβδομάδα και μου άρεσε να επιδεικνύομαι. Ύστερα ωρίμασα, σοβάρεψα, έγινα πιο ταπεινός, αυτομαστιγώθηκα και έβαλα πολλές φορές τα κλάματα.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3