Θα μου ζητάς και την μπάλα!

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Θα μου ζητάς και την μπάλα!
Ένας μήνας απέμεινε για το τζάμπολ του Μουντομπάσκετ και ο Βασίλης Σκουντής βγάζει από τη ναφθαλίνη τις αναμνήσεις του από τις προηγούμενες περιηγήσεις του, αρχής γενομένης από εκεί η του ’86 στην Ισπανία…

Μπόχουμ - Μπίλεφελεντ με αξεπέραστο Live Στοίχημα και 150+ ειδικά στοιχήματα! (21+)

Πέρασαν κιόλας τριάντα τρία χρόνια από την πρώτη φορά: από την παρθενική συμμετοχή της Εθνικής (που ακόμη δεν είχε βαπτιστεί «Eπίσημη Αγαπημένη») σε Μουντομπάσκετ, που επίτηδες το γράφω τοιουτοτρόπως…

Ναι, βρε αδερφέ, εδώ και πέντε χρόνια, έχει… ποδοσφαιροποιηθεί και από τις 26 Ιανουαρίου του 2012 αποκαλείται FIBA World Cup, αλλά, όπως έλεγε σε τέτοιες περιπτώσεις και ο Μανώλης Μαυρομμάτης, «έτσι μας το είπανε, έτσι σας το λέμε»!

Κι εμάς τότε, έτσι μας το είπανε, έτσι σας το λέω κι εγώ τώρα: Mundobasket, ένα όνομα που ταίριαζε κιόλας στη χώρα στην οποία έλαβε χώρα (Ισπανία), αργότερα μετονομάσθηκε σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, τo 1998 στην Αθήνα o συχωρεμένος ο Πάτρικ Μπάουμαν είχε την ιδέα να το λανσάρει άπαξ ως Cosmobasket και τώρα πια σουλατσάρει στην ατζέντα μας ως Παγκόσμιο Κύπελλο, με διαταραγμένη κιόλας τη συχνότητα διεξαγωγής του. Ο λόγος; Ενώ μέχρι και το 2014 το είχαμε συνηθίσει ανά τετραετία, τώρα πέρασαν πέντε χρόνια από το προηγούμενο, ώστε να εξελίσσεται ομαλά η αλληλουχία των μεγάλων τουρνουά…

Πίσω στο μακρινό 1986, λοιπόν, όταν αξιωθήκαμε κι ελόγου μας να σκάσουμε μύτη σε μια διοργάνωση που λαχταράγαμε να δρέψουμε τους καρπούς και τους χυμούς της επί 36 συναπτά έτη: από το πολύ πιο μακρινό 1950, όταν άνοιξε η αυλαία της στο Luna Parkτου Μπουένος Αίρες, με νικήτρια την Αργεντινή, ήρωα τον Οσκαρ Φούρλονγκ και παρόντα, ως παίκτη της Γιουγκοσλαβίας, τον τότε εικοσιπεντάχρονο κτηνίατρο και μετέπειτα προπονητή και επίτιμο γενικό γραμματέα της FIBA, Mπόρισλαβ Στάνκοβιτς.

Τα χρόνια της απαντοχής και του ξεροσταλιάσματος ήταν όντως πολλά. Πολλοί και οι δαίμονες που μας κατέτρυχαν, αλλά τους ξορκίσαμε ένα ατέλειωτο βράδυ στο Εκεντρεβίλ. Σε εκείνη την μέχρι τότε άγραφτη στο χάρτη γαλλική κωμόπολη, στις 21 Νοεμβρίου του 1985, η Εθνική έριξε στο κανναβάτσο τους τρικολόρ με 130-126, σε ένα θρίλερ με τρεις παρατάσεις και κλείδωσε την παρθενική πρόκριση της στο μπασκετικό Μουντιάλ.

Είχε το χάζι του εκείνος ο αγώνας πολλώ λογιώ. Ενας από αυτούς; Η αντίδραση του Παναγιώτη Φασούλα, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και αγωνιζόταν στο North Carolina State, όταν τηλεφώνησε στο Φιλίππου για να μάθει το αποτέλεσμα. Του είπε λοιπόν το σκορ ο Νίκος και τότε ο «Πάνυ» γύρισε και του είπε…

«Ρε μαλάκα το δικό μας σκορ σε ρώτησα, όχι πόσο ήρθαν οι Λέικερς με τους Σέλτικς»!

Δίκιο είχε ο Φασούλας. Εκείνη τη σεζόν άλλωστε τα δυο ματς των Σέλτικς με τους Λέικερς έληξαν με σκορ 110-95 και 105-99!

Μέχρι τότε το βεληνεκές της Εθνικής ήταν περιορισμένο και πάντως δεν εκτεινόταν πέρα από τo Eurobasket και αυτό πάλι όχι επί μονίμου βάσεως. Την προηγούμενη χρονιά (1985) η Εθνική είχε απουσιάσει από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το οποίο διεξήχθη στη Γερμανία. Η ευτυχής συγκυρία τονιζόταν κι από έναν επί πλέον λόγο: η Ελλάδα επρόκειτο να είναι η οικοδέσποινα της διοργάνωσης του 1987 η οποία έμελλε να προκαλέσει την έκρηξη και την απογείωση σε σφαίρες που δεν είχαμε καν διανοηθεί.

Αίφνης λοιπόν από τις «μετρίως μέτριες» παρουσίες στα Ευρωμπάσκετ και από τις Βαλκανιάδες και τους Μεσογειακούς αγώνες, η Εθνική βρέθηκε στην ελίτ. Και πώς; Μέσα από μια κολασμένη προκριματική φάση, στη διάρκεια της οποίας επέζησε του ψυχοδράματος του Εκεντρεβίλ, όντας ατσαλωμένη από την περιοδεία της στις ΗΠΑ. Το είχε τολμήσει αυτό ο συχωρεμένος ο Κώστας Πολίτης και αποδείχθηκε ότι δεν έσφαλε Ουδέν κακόν αμιγές καλού: σε εκείνη την τουρνέ η Εθνική γνώρισε βαριές ήττες, αλλά αυτή η σκληραγώγηση της φάνηκε πολύ χρήσιμη για τη συνέχεια...

Δεν θυμάμαι εναντίον ποίου αντιπάλου συνέβη, αλλά σε έναν από αυτούς τους αγώνες στις ΗΠΑ, η Εθνική ενώ είχε ποσοστό ευστοχίας 65%, εντούτοις ηττήθηκε με διαφορά τριάντα πόντων, διότι ασφυκτιούσε από το πιεστικό man to man και το zone press που αντιμετώπισε και περνούσε με το ζόρι το κέντρο του γηπέδου!

Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ελληνική ομάδα προκρίθηκε στην τελική φάση του Mundobasket, που φιλοξενήθηκε στην Ισπανία και απέβη ο προπομπός των θριάμβων που έμελλε να ακολουθήσουν. Αυτή πράγματι ήταν ταξίδι στο όνειρο για την ίδια την ομάδα, όσο και για όλους εκείνους οι οποίοι (ευλογημένοι από την τύχη) ανακατευόμασταν τότε με το μπάσκετ και την ακολουθήσαμε στη Σαραγόσα, στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή στην αναχώρηση της αποστολής από το (τότε) Δυτικό Αεροδρόμιο; Ήμουν μαζί με τον συχωρεμένο τον Φίλιππο Συρίγο, τον Χάρη Αλευρόπουλο και τον σπίκερ του κρατικού ραδιοφώνου Μιλτιάδη Παναγιωτόπουλο, που κρατώντας το boarding pass στα χέρια του κι ενώ ετοιμαζόμασταν για την επιβίβαση στο αεροπλάνο είπε μια μυθική ατάκα που μάλιστα έκανε και ρίμα...

«Πω, πω ένας Μίλτος από τα Λιόσα, στη Σαραγόσα»!!!

Φτάσαμε λοιπόν από τα... Λιόσα και από κάθε άλλη αφετηρία στον μεγάλο προορισμό, χωρίς να νιώθουμε σαν τους λαθρεπιβάτες του ονείρου: το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά και αυτό το Μουντομπάσκετ πέρα από «Αποκάλυψη, τώρα» ήταν και η εκκίνηση σε μια μακρά και πολύχρονη διαδρομή που συνεχίζεται από τότε με ελάχιστες παρακάμψεις από τους ενδιάμεσους σταθμούς των μεγάλων διοργανώσεων...

Περισσότερο από τα αποτελέσματα, τις κατατάξεις και αγωνιστικά γεγονότα (που άλλωστε είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, σε ειδικές εκδόσεις και σε αφιερώματα του παρελθόντος), προτιμώ σε αυτό το ταξίδι στον χρόνο να ανακαλέσω εικόνες από το προσωπικό αρχείο και από τη μνήμη η οποία ευτυχώς δεν με έχει προδώσει ακόμη...

Με το που έφτασε η αποστολή στη Σαραγόσα και πήγε στο γήπεδο για προπόνηση πέσαμε πάνω σε έναν ξακουστό παίκτη που δεν τον είχαμε αντικρίσει ποτέ από κοντά: τον Οσκάρ Σμιντ, τον «Πελέ του μπάσκετ», που ήταν τότε στα νουζένια του και με το πληθωρικό επιθετικό ταλέντο του προκαλούσε σοκ και δέος σε κάθε άμυνα. Θυμάμαι μάλιστα ότι με το που τον είδαμε στην προπόνηση, κάποιος από τους υπόλοιπους παίκτες γύρισε και είπε γελώντας στον Φάνη Χριστοδούλου, «Μπέμπη αυτός θα σε κάνει να μετανιώσεις που ασχολείσαι με το μπάσκετ». Πράγματι ο Οσκάρ ήταν από άλλο ανέκδοτο και μετά από τέσσερις μέρες πέτυχε 40 πόντους, κόντρα στον... αλαλιασμένο Φάνη, οδηγώντας τη Βραζιλία στη νίκη με 115-95. Μαζί με τον Οσκάρ σε εκείνη την πρώτη προπόνηση της Βραζιλίας γνωρίσαμε και τον πρόεδρο της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας, τον Έλληνα Γεράσιμο Μποζίκη, ο οποίος είχε παίξει μπάσκετ στον Σπόρτιγκ και εν συνεχεία μετανάστευσε στη χώρα της σάμπας, όπου εκτός από το μπάσκετ διέπρεψε και στον επιχειρηματικό τομέα.

Στην πρεμιέρα η ελληνική ομάδα νίκησε με 110-81 τον Παναμά του περιβόητου Ρολάντο Φρέιζερ, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Γκάλη, ο οποίος με το καλημέρα έδειξε το ποιόν του, πετυχαίνοντας 53 πόντους, που αποτελούν το ατομικό ρεκόρ του στην Εθνική! Ο «γκάνγκστερ» αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του Παγκοσμίου πρωταθλήματος με 337 πόντους σε δέκα ματς, αφήνοντας πίσω του (χάρη στους 48 πόντους που έβαλε στον αγώνα κατάταξης με την Κίνα) τον Οσκάρ Σμιντ (310).΄

Έμενα στο ίδιο ξενοδοχείο με την Εθνική και δεν θα ξεχάσω ποτέ τον διάλογο που διημείφθη ένα μεσημέρι στο εστιατόριο του «Melia Castilla». Την ώρα του δείπνου, ο Καμπούρης ζήτησε από τον Γκάλη να του δώσει δυο φέτες ψωμί από το πανεράκι το οποίο είχε μπροστά του και τότε ο Νικ του είπε μια ατάκα που μας έκανε όλους να πέσουμε ξεροί: «Αργύρη, κακή αρχή κάνεις. Σήμερα μου ζητάς μια φέτα ψωμί κι αύριο στο ματς θα μου ζητάς και την μπάλα»! Παρεμπιπτόντως ο σέντερ του Ολυμπιακού κλήθηκε σε εκείνη τη διοργάνωση να επωμιστεί βαριές ευθύνες, λόγω της απουσίας του Παναγιώτη Φασούλας, ο οποίος μετά την επιλογή του στο ντραφτ του ΝΒΑ από το Πόρτλαντ αναζητούσε το «American dream». Ο Αργύρης ο οποίος έναν χρόνο αργότερα θα σφράγιζε το έπος του θριάμβου ανταποκρίθηκε με μεγάλη συνέπεια, αν και (θα πρέπει να) ήταν ο μοναδικός σέντερ μεταξύ όλων των ομάδων που δεν εκτέλεσε ούτε μία ελεύθερη βολή!

Στις 7 Ιουλίου σε ένα δραματικό ματς στη Σαραγόσα η Εθνική κυνήγησε τη μεγάλη έκπληξη απέναντι στην οικοδέσποινα Ισπανία από την οποία ηττήθηκε με 87-86. Ο συχωρεμένος Αντόνιο Ντιαθ Μιγκέλ έβαλε τον Χοακίμ Κόστα και τον (νυν τζένεραλ μάνατζερ της Μπαρτσελόνα) Τζουάν Κρέους να παίζουν over play τον Γκάλη επί σαράντα λεπτά, ενώ στην τελευταία και –όπως αποδείχτηκε-καθοριστικότερη επίθεση, ο Γιαννάκης βιάστηκε να σουτάρει τρίποντο χωρίς να βρει τον στόχο. Στη συνέχεια οι Ισπανοί κράτησαν την μπάλα και μαζί της τη νίκη, ενώ την επόμενη μέρα το «Φως των Σπορ» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο, που χαρακτήριζε ως «έγκλημα» το σουτ του «Δράκου». Παρ’ όλα αυτά ο Παναγιώτης είχε δίκιο στην επιλογή του, που μπορεί να φάνηκε ενστικτώδης, αλλά είχε προπονητικά ερείσματα και την τεκμηρίωσε: «Έκανα γρήγορα το σουτ για να περισσέψουν μερικά δευτερόλεπτα και να έχουμε άλλη μια επίθεση στο τέλος για να τη διαχειριστούμε αναλόγως με το σκορ». Δικαιολογημένο το σκεπτικό του, αλλά δεν μας έκατσε...

Η ατραξιόν του Μουντομπάσκετ άκουγε στο όνομα του Τάιρον Μπογκς. Δίπλα στον Ντέηβιντ Ρόμπινσον, τον (δικό μας, τότε παίκτη του Syracuse) Ρόνι Σεϊκέλι, τον Σον Ελιοτ, τον Στιβ Κερ, τον Μπράιαν Σο, τον Κένι Σμιθ, τον Κρις Σμιθ, τον Ντέρικ Μακ Κι, τον Αρμον Γκίλιαμ και τους λοιπούς κολεγιόπαιδες, ο κοντοπίθαρος (1μ.60) πόιντ γκαρντ του «Wake Forest» ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα και έγινε από την πρώτη στιγμή το αξιοθέατο της ομάδας των ΗΠΑ, ειδικότερα δε όταν χωνόταν μέσα στα σκέλια του κατά σχεδόν σαράντα πόντους ψηλότερου Ντράζεν Πέτροβιτς.

Μια μέρα δεν άντεξα και υπέκυψα στον πειρασμό: πήρα μια γραβάτα και όταν τον συνάντησα στο γήπεδο, του τη φόρεσα και τον φωτογράφισα! Ο «Muggsy» απόρησε με αυτή την κίνηση και με ρώτησε τι συμβολίζει. Του απάντησα ότι στην Ελλάδα βάζουμε γραβάτες στους σπουδαίους ανθρώπους (όπως συμβαίνει με τις τηβέννους στους δικαστές) για να αναδείξουμε το μεγαλείο τους και έδειξε να κολακεύεται εξόχως από την απάντηση μου, μάλιστα έτρεχε να το πει καμαρωτός στους συμπαίκτες του. Στην πραγματικότητα και μέσα στη νεανική διαστροφή μου, απλώς ήθελα αυτή τη φωτογραφία για να γράψω στον «Ελεύθερο Τύπο» ένα θέμα για πάρτη του, με τίτλο το σουξέ της Ρίτας Σακελλαρίου: «Είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα»! Με τον «Muggsy» ξανασυναντηθήκαμε τον Φεβρουάριο του 2017 στο περιθώριο του All Star Game του ΝΒΑ στη Νέα Ορλεάνη και δεδομένου ότι το έγκλημα είχε παραγραφεί, του αποκάλυψα το ψέμα που του είπα και ξεκαρδίστηκε με το ελληνικό καλαμπούρι!

Στον πάγκο της αμερικανικής ομάδας βρισκόταν ο ασπρομάλλης Λιουτ Ολσον (από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα), ενώ στα δημοσιογραφικά θεωρεία κάθονταν ως παρατηρητές δυο από τις επιφανέστερες προσωπικότητες του παγκόσμιου μπάσκετ με τους οποίους, βιώνοντας τη φάση της απόλυτης έκστασης, έσπευσα αμέσως να φωτογραφηθώ και να τους αρπάξω και μερικά λόγια: ο Μπιλ Ράσελ και ο Μπόμπι Νάιτ!

·Στη δεύτερη φάση, η Εθνική, όπως και οι υπόλοιπες ομάδες διέμεναν στο ξενοδοχείο Calderon της Βαρκελώνης, όπου οι «τρεις καμπαλέρος» της Λιθουανίας έκαναν τη νύχτα μέρα. Κάθε βράδυ καθόμασταν στο σαλόνι μέχρι πολύ αργά και γύρω στις δυο η ώρα τρεις φιγούρες που δεν μπορούσαν κιόλας να περάσουν απαρατήρητες ξεμύτιζαν από τα δωμάτια τους και την έκαναν για το περιβόητο στριπτιζάδικο «Beirut» και διάφορα άλλα κλαμπ γύρω από τη Rabla. Ποιοί ήταν οι λεγάμενοι; Ο Bαλντεμάρας Χόμιτσους, ο Ρίμας Κουρτινάιτις και ο Αρβιντας Σαμπόνις, που λειτουργώντας ως μια (λιθουανική) συμμορία μέσα στους κόλπους της ενιαίας σοβιετικής ομάδας, έτρωγαν μαζί με τους συμπαίκτες τους, αποσύρονταν στα δωμάτια τους κι όταν πια ήταν σίγουροι ότι όλοι οι υπόλοιποι είχαν κοιμηθεί, έβγαιναν για να διασκεδάσουν και γύριζαν το ξημέρωμα! Το δικό του στασίδι στο σαλόνι του «Calderon» είχε ο τότε προπονητής της Ατλάντα (και νυν της Εθνικής Ουκρανίας) Μάικ Φρατέλο, που λιγουρευόταν τον Φάνη Χριστοδούλου, τον οποίο οι Χοκς επέλεξαν στο Νο 90 του ντραφτ της επόμενης χρονιάς, αλλά, ως γνωστόν, ο «Μπέμπης» αγρόν ηγόραζε για το ΝΒΑ και για τα μπασκετικά λούσα!

Ολα τα ‘χε η Μαριορή, ο φερετζές των βιορυθμών της έλειπε! Ο παλαίμαχος διεθνής γκαρντ του Παγκρατίου και του Ολυμπιακού, Νίκος Σισμανίδης που βρισκόταν στο πλευρό του Κώστα Πολίτη ως γυμναστής της ομάδας, είχε μανία με την επίδραση των βιορυθμών στην απόδοση των παικτών και επί τη βάσει αυτών, προέβλεπε εάν κάποιος θα παίξει καλά ή όχι. Δεν τον πολυπιστεύαμε και τον κοροϊδεύαμε, αλλά αυτός συνέχιζε τον χαβά του, μάλιστα πριν από την έναρξη της δεύτερης φάσης, δίκην Κασσάνδρας, πανικόβαλε όλη την ομάδα λέγοντας ότι οι βιορυθμοί του Γκάλη βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο.

Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε και μάλιστα πανηγυρικά, καθώς ο Νικ έβαλε μόλις 18 πόντους με την Κούβα του εντυπωσιακού γκαρντ Λεονάρντο Πέρεζ και 20 με το Ισραήλ, ο προπονητής του οποίου Σβι Σερφ τον αντιμετώπισε με άμυνα «box and one», βάζοντας πάνω του τον Χεν Λίπιν και στέλνοντας τον (όπως έκανε ο Θόδωρος Ροδόπουλος στα ντέρμπι ΠΑΟΚ-Αρης) στο κέντρο της ρακέτας, όπου τον περίμενε είτε ο Λαβόν Μέρσερ, είτε ο Χάουαρντ Λάσοφ. Η Εθνική γνώρισε τρεις ήττες σε ισάριθμα ματς στη Βαρκελώνη (από Κούβα, Ισραήλ, Σοβιετική Ένωση) και προ του κινδύνου να συνεχιστεί ο κατήφορος, αφίχθη εσπευσμένως η τότε σύζυγος του Νικ, η συχωρεμένη Τζένη Ρήγα, παρέα με τον Βασίλη Γκούμα! Θυμάμαι ότι την είχα ρωτήσει εάν έφερε μαζί της το αντίδοτο για τους πεσμένους βιορυθμούς και μου είπε ότι το πιο αξιόπιστο γιατρικό θα ήταν να γίνει αλλαγή αίματος! Δαγκώθηκα για να μη γελάσω, και τότε με έβγαλε από τη δύσκολη θέση ως από μηχανής θεός ο Γκούμας: «Τζενάρα εγώ λέω να τηλεφωνήσω σε μια θεούσα θεια μου στον Βόλο για να τον ξεματιάσει και να τελειώνουμε»!

·Πέρα από τους βιορυθμούς, ο «Μποντ», όπως είναι το παρατσούκλι του Σισμανίδη (λόγω της αγάπης του για τα όπλα και τις ταινίες του πράκτορα 007) είχε βρει τον μπελά του κι από πριν, με αφορμή τον τραυματισμό του Νίκου Λινάρδου, που αποκλείστηκε από την αποστολή, αφού δεν πρόλαβε να αποθεραπευθεί από τον τραυματισμό του. Σε μια εποχή που οι πλάκες βρίσκονταν στην ημερησία διάταξη και δεν αποτελούσαν αντικείμενο παρεξηγήσεων, έκανα κι εγώ τη δική μου.

Πήρα ένα χαρτί Α4, έγραψα στη γραφομηχανή μου (μια Brother, που μόλις είχα αγοράσει) μια υποτιθέμενη επιστολή διαμαρτυρίας του Πανιωνίου για τις μεθόδους εκγύμνασης τις οποίες ακολουθούσε ο Σισμανίδης, την έστειλα στα γραφεία της εφημερίδας στην Αθήνα με φαξ και ζήτησα να μου την ξαναστείλουν πίσω , όπερ και εγένετο. Την πήρα λοιπόν φρέσκια και ζεστή μόλις βγήκε από το φαξ και του την έδειξα, ζητώντας του να απαντήσει για να ολοκληρώσω το ρεπορτάζ μου. Θύμωσε και ενώ άρχισε να συντάσσει μια απάντηση σε οργίλο ύφος, του αποκάλυψα τη σκευωρία που του είχα στήσει και έβαλα φτερά στα πόδια μου για να μη με καρυδώσει!

Στην Ισπανία πήγα για να καλύψω το Μουντομπάσκετ ως απεσταλμένος του «Ελεύθερου Τύπου», ενώ παράλληλα από το 1985 εργαζόμουν και στην ΕΡΤ. Στη Σαραγόσα φορώντας μάλιστα ένα καρό σακάκι που είχα αγοράσει από το «El Corte Inglés» έκανα μια συνέντευξη με τον Μποζίκη, αλλά λίγο έλειψε να μου προκύψει και μετάδοση όχι όποιου και όποιου αγώνα, αλλά του τρομερού ημιτελικού ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στη Γιουγκοσλαβία που εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα θρίλερ στην ιστορία του μπάσκετ, με το «μπρος πίσω» του Ντίβατς και τα τρία απανωτά τρίποντα του Σαμπόνις, του Τιχονένκο και του Βάλτερς.

Εκείνη τη μέρα πέθανε ο πατέρας του Συρίγου, ενώ ο Αλευρόπουλος είχε πάει στο αεροδρόμιο για να υποδεχτεί τη γυναίκα του και–μέχρι να βρεθεί η άκρη (καθώς μάλιστα τότε δεν υπήρχαν τα κινητά τηλέφωνα και τα mails)- ήμουν stand by για να μεταδώσω τον αγώνα, αλλά τελικά δεν ήταν γραφτό μου. Ως φίλα προσκείμενος στους Γιουγκοσλάβους πάντως, έπαθα αποπληξία από την ήττα τους (ενώ είχαν βρεθεί εννέα πόντους πίσω) και δεν συγχώρησα ποτέ (όχι τον Ντίβατς για το μοιραίο λάθος, αλλά) τον Τσβετίτσανιν, που έκανε την επαναφορά και δεν έδωσε την μπάλα σε κάποιον από τους γκαρντ. Τώρα το εάν ο Βάλτερς πάταγε ή όχι τη γραμμή στο τρίποντο της ισοφάρισης, ο θεός κι η ψυχή του!

Σε αντίθεση με τον Σαμπόνις, ο λατρεμένος μου Ντράζεν ήταν από την αρχή έως το τέλος της διοργάνωσης το κόκκινο πανί, ειδικότερα δε στη δεύτερη φάση (Οβιέδο) και στον τελικό γύρο (Μαδρίτη) αποδοκιμαζόταν διαρκώς από τους θεατές. Στη Μαδρίτη κάθε φορά που έπιανε την μπάλα ο κόσμος τον έλουζε με διάφορα συνθήματα, ένα εκ των οποίων μάλιστα είχε το νόημα «βγάλτε έξω τον καραγκιόζη»! Οι Ισπανοί τα είχαν μαζί του από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά τα πνεύματα οξύνθηκαν στη διάρκεια της πρώτης φάσης, στην Τενερίφη, με αφορμή μια φήμη ότι ο Ντράζεν και ο αδερφός του, Ατσα, παρενόχλησαν σεξουαλικά μια καμαριέρα του ξενοδοχείου στο οποίο διέμεναν οι αποστολές...

Στην πτήση της επιστροφή από τη Μαδρίτη στην Αθήνα, ο σεσημασμένος για τις πλάκες του Νίκος Φιλίππου δεν έχασε την ευκαιρία. Διάλεξε λοιπόν μια κολόνια από τα αφορολόγητα προϊόντα της «Ολυμπιακής» και ρώτησε την αεροσυνοδό εάν εκτός από δραχμές, δέχεται και πε(τ)σέτες. «Βεβαίως, μπορείτε να πληρώσετε με όποιο νόμισμα θέλετε» του είπε και τότε ο Νίκος της έδωσε τις λερωμένες πετσέτες που είχε κρατήσει από το γεύμα μαζί με τον παρακαθήμενο του Μιχάλη Ρωμανίδη!

  • ΥΓ: Για την Ιστορία, σε εκείνο το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το χρυσό μετάλλιο κατέκτησαν οι ΗΠΑ, το ασημένιο η Σοβιετική Ενωση και το χάλκινο η Γιουγκοσλαβία, ενώ η Ελλάδα κατέλαβε τη δέκατη θέση.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3