Η εξήγηση στο ανέκδοτο «Αυστριακός προπονητής μπάσκετ»!

Αντώνης Καλκαβούρας
Η εξήγηση στο ανέκδοτο «Αυστριακός προπονητής μπάσκετ»!
Αυστριακός προπονητής μπάσκετ! Τρεις λέξεις που παραπέμπουν κάλλιστα σε... ανέκδοτο! Μία σύντομη αναζήτηση για το backround του Μάρτιν Σίλερ και τα εφετινά του πεπραγμένα με την Ζάλγκιρις στην Euroleague, θα σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη. Ο 38χρονος τεχνικός της αποψινής (20.00) αντιπάλου του Ολυμπιακού, αποκαλύπτεται στο gazzetta.gr.

Γεννήθηκε στην Βιέννη από Αυστριακό πατέρα και Βρετανή μητέρα, αλλά ο ίδιος αισθάνεται περισσότερο Γερμανός και σίγουρα αποτελεί προϊόν του γερμανικού μπάσκετ. Ο λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι μεγάλωσε στο Αμβούργο κι εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ως παίκτης και ως προπονητής.

Ο λόγος για τον Μάρτιν Σίλερ, που στα 38 του χρόνια, είναι ο μοναδικός προπονητής στην εφετινή Euroleague, που εργάζεται για πρώτη φορά στην καριέρα του ως head coach στην Ευρώπη.

Η έως τώρα καριέρα του, περιελάμβανε θητείες στις μικρές ερασιτεχνικές κατηγορίες της Γερμανίας (Ντίσελντορφ και Μπέργκεντορφ), ένα τριετές πέρασμα από την Αυστρία ως assistant, μία πενταετία στους Άρτλαντ Ντράγκονς (2010-2015) και δύο χρόνια στην Λούντβιγκσμπουργκ (2015-17) ως βοηθός. Από το 2015 μέχρι και σήμερα ανήκει στο τεχνικό επιτελείο της Εθνικής Γερμανίας, όπου και γνώρισε τον βοηθό του Κουίν Σνάιντερ στους Γιούτα Τζαζ και τον προώθησε στην θυγατρική ομάδα των Μορμόνων (Σολτ Λέικ Σταρς).

Η ανάδειξή του σε προπονητή της περυσινής χρονιάς (2019-2020) στην G-League, αποτέλεσε το «διαβατήριο» για μία δουλειά στο υψηλότερο επίπεδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ και από 'κει που στην Λιθουανία, όπου κανείς δεν πίστεψε ότι θα διατηρήσει την Ζάλγκιρις σε τροχιά playoffs, ως αντικαταστάτης του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και θα κερδίσει τον σεβασμό του απαιτητικού μπασκετικού κοινού της Λιθουανίας.

Λίγες ώρες πριν το αποψινό (20.00) ματς κόντρα στον Ολυμπιακό, το gazzetta.gr σας τον παρουσιάζει μέσα από μία αποκλειστική συνέντευξη που μας παραχώρησε, μιλώντας εφ' όλης της ύλης. Τι λέει για την μπασκετική του καταγωγή, για τον προκάτοχό του Saras, την μπασκετική κουλτούρα της χώρας της Βαλτικής, το βασικό πλεονέκτημα των «ερυθρολεύκων», το νέο αστέρι του λιθουανικού μπάσκετ (Ρόκας Γιοκουμπάιτις) και τις ομάδες που πιστεύει ότι θα πάνε στο εφετινό Final 4.

Η απάντηση στο «Αυστριακός προπονητής=ανέκδοτο» και ο coach... μέντορας!

Είναι λίγο ανήκουστο, το ότι ο διάδοχος του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στην Ζάλγκιρις, ένας προπονητής που αποτελεί μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις της εφετινής χρονιάς, είναι Αυστριακός. Πως ένα παιδί που γεννήθηκε στην Βιέννη, αγάπησε τόσο πολύ το μπάσκετ και αφιερώθηκε από πολύ νέος στην προπονητική;

«(γέλια...)! Η αλήθεια είναι ότι πολλοί με κάνουν αυτή την ερώτηση, όταν μαθαίνουν την εθνικότητά μου. Αλλά από μπασκετικής πλευράς, είμαι ένα παιδί που κόλλησε αυτό το αυτό μικρόβιο στην Γερμανία, όπου η οικογένειά μου μετακόμισε όταν ήμουν έξι χρονών. Οπότε εκεί αγάπησα το μπάσκετ, εκεί υπήρξα παίκτης και με τις γερμανικές μπασκετικές επιρροές, επέλεξα να ακολουθήσω την προπονητική.»

Πως κατασταλάξατε σε τόσο νεαρή ηλικία (19 ετών) ότι θα γίνετε προπονητής;

«Ήμουν και παραμένω ερωτευμένος με το μπάσκετ και αρχικά ήμουν ένας πολύ πολύ καλός παίκτης που στα 12 του πίστευε ότι θα παίξει στο ΝΒΑ, στα 14 του στην Euroleague, στα 17 του στο γερμανικό πρωτάθλημα και στα 18 του κατάλαβε ότι δεν θα γίνει καν επαγγελματίας! Οπότε η προπονητική ήταν η μοναδική διέξοδος για να εκπληρώσω το όνειρό μου και να δουλέψω στο υψηλότερο επίπεδο. Ήμουν απλά το τυπικό παράδειγμα του εφήβου που ήθελε πολύ να γίνει μπασκετμπολίστας, το προσπάθησε σκληρά αλλά απλά δεν ήταν αρκετά προικισμένο. Οπότε απλά πήγα στο επόμενο επίπεδο.»

Υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος προπονητής που σας επηρέασε ιδιαίτερα και τον μελετούσατε;

«Στην αρχή πολλοί! Τόσο από την Ευρώπη, όσο και από το ΝΒΑ! Ήμουν τυχερός γιατί είχα καλούς προπονητές στις ακαδημίες που ήταν αφοσιωμένοι και μου μεταλαμπάδευσαν την αγάπη για το παιχνίδι. Όταν πλέον άρχισα να κοουτσάρω και τουλάχιστον στα πρώτα 5-6 χρόνια της πορείας μου, ο coach που κοιτούσα πολύ στενά, θαύμαζα και μελετούσα την φιλοσοφία του ήταν ο Έτορε Μεσίνα...»

... Τον οποίο αντιμετωπίσατε τον περασμένο Νοέμβριο για πρώτη φορά; Ήταν ιδιαίτερο παιχνίδι για σας;

«Δεν θα το 'λεγα, γιατί πρώτα απ' όλα χάσαμε! Και από την άλλη πλευρά, ως Γερμανοαυστριακός, δεν είμαι και ο ιδιαίτερα ρομαντικός ή συναισθηματικός τύπος, που θα δώσει έμφαση σε κάτι αυστηρά προσωπικό και προσωποκεντρικό. Ήταν ένα παιχνίδι που έπρεπε να κοουτσάρω, όπως όλα τα άλλα. Δεν θέλω να το παρεξηγήσετε και να θεωρήσετε ότι για μένα, ήταν ένας αγώνας σαν όλους τους άλλους και απέναντι σε έναν τυπικό αντίπαλο προπονητή, γιατί δεν ήταν! Ήταν κάτι το ξεχωριστό και πράγματι αισθάνθηκα ευλογημένος που έπαιξα εναντίον του coach Μεσίνα στην Euroleague, απλά σαν χαρακτήρας δεν είναι ο τύπος που επηρεάζεται απ' αυτά πριν ή κατά την διάρκεια του αγώνα. Μετά το ματς, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και να του εξομολογηθώ κάποια πράγματα επί προσωπικού. Άλλωστε ήξερε για μένα από τον coach Σνάιντερ των Τζαζ, με τον οποίο δούλεψαν μαζί στους Λέικερς και την ΤΣΣΚΑ.»

Το αυτόγραφο από τον Νοβίτσκι και η γενιά του Χάρνις και του Βελπ!

Οπότε να υποθέσω ότι είστε παιδί της κληρονομιάς που άφησε ο Ντιρκ Νοβίτσκι στην δεύτερη πατρίδα σας;

«Όχι ακριβώς, γιατί όταν ο Ντιρκ έπαιξε για λίγο στην Βούρτζμπουργκ, τη σεζόν 1998-99 – που το ΝΒΑ δεν άρχισε στην ώρα του λόγω του lock out – εγώ ήμουν ήδη ένας... μανιακός με το μπάσκετ, έστω κι αν δεν είχα κλείσει τα 17 μου χρόνια! Μάλιστα, τον είχα δει να παίζει live και θυμάμαι σαν τώρα στην στιγμή που μου έδωσε δώσει αυτόγραφο! Θα έλεγα, όμως, ότι η γενιά που με επηρέασε πολύ στο να ασχοληθώ με το άθλημα, ήταν η προηγούμενη που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Eurobasket του 1993. Ο Χένινγκ Χάρνις, ο Κάιλ Νίρμπεργκερ και ο Κρίστιαν Βελπ! Αυτοί ήταν οι ήρωες της παιδικής μου ηλικίας και τα πρόσωπα που με έσπρωξαν στο μπάσκετ...»

Αν σας ζητούσα να μου μιλήσετε για την προπονητική σας φιλοσοφία, θα μου λέγατε ότι είσαστε θιασώτης της άμυνας περισσότερο ή της επίθεσης;

«Στην αρχή της καριέρας μου, θα σας έλεγα ότι ο προσανατολισμός μου είναι περισσότερο αμυντικός, αλλά στην συνέχεια κατέληξα ότι το μυστικό για το αποτελεσματικό μπάσκετ, βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Η φύση του παιχνιδιού το επιτάσσει αυτό άλλωστε! Το μπάσκετ δεν είναι σαν το ποδόσφαιρο που έχει αμυντικούς και επιθετικούς ποδοσφαιριστές. Κατά βάθος, πάντως, θέλω οι ομάδες μου είναι κατ' αρχήν καλές στην άμυνα. Δεν γίνεται τίποτε χωρίς την άμυνα!»

Η Ζάλγκιρις, άλλωστε, έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της στο ξεκίνημα και τώρα τελευταία, που κατέβασε πολύ το μέσο παθητικό της...

«Η αλήθεια είναι αυτή! Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα. Όσον αφορά την επίθεσή, όμως, ο κάθε προπονητής θα πει ότι θέλει τις καλύτερες αποστάσεις και σωστή κυκλοφορία της μπάλα. Εγώ θα προσθέσω ότι δεν είμαι τόσο fan του post up παιχνιδιού, εκτός κι αν έχω στην διάθεσή μου έναν εξαιρετικό post up παίκτη. Θεωρώ ότι το spacing, η διείσδυση και το μακρινό σουτ δίνουν περισσότερα στην επίθεση. Αλλά στο τέλος της ημέρας, κάθε ομάδα έχει τα δυνατά και τα αδύνατά της σημεία, οπότε πας βλέποντας και κάνοντας. Το μπάσκετ είναι ταυτόχρονα τρομερά πολύπλοκο και πολύ απλό! Και όσο καλός προπονητής είσαι, χρειάζεσαι καλούς παίκτες για να το δείξεις...»

Από την εμπειρία σας τρία χρόνια στο Σολτ Λέικ Σίτι στην G-League και κατ' επέκταση στο ΝΒΑ, πόσο δύσκολο είναι για έναν Ευρωπαίο προπονητή, όσες περγαμηνές και να έχει, να επιλεγεί για την θέση του πρώτου βοηθού (associate head coach) ή ακόμη και του πρώτου προπονητή στον «μαγικό κόσμο» του μπάσκετ;

«Ένας καλός προπονητής, μπορεί κάλλιστα να βρει την ευκαιρία του στο ΝΒΑ, γιατί οι general managers θέλουν πάντα να προσλαμβάνουν τους καλύτερους σε όλον τον κόσμο. Το παρελθόν έχει δείξει ότι υπάρχει ενδιαφέρον για Ευρωπαίους προπονητές, όπως ο Ιγκόρ Κοκόσκοφ σαν head-coach μία χρονιά, ο Έτορε Μεσίνα σαν associate head coach επί σειρά ετών και ο Φώτης Κατσικάρης στο επιτελείο των Τζαζ, αλλά για να πας στο επόμενο επίπεδο και να πάρεις την ευκαιρία σαν πρώτο προπονητής, είναι δύσκολο γιατί πρώτον δεν παίζει κανέναν ρόλο ποιος ήσουν ή τι έχεις κάνει στην Ευρώπη, πρέπει να το αποδείξεις! Όπως άλλωστε συμβαίνει και με έναν Αμερικανό rookie που έρχεται στην Ευρώπη. Απλά, στην δεδομένη περίπτωση υπάρχει μία ακόμη δυσκολία που έχει να κάνει με το ότι στο ΝΒΑ, ο Ευρωπαίος στερεί μία θέση από έναν Αμερικανό...»

Η διαδοχή του Γιασικεβίτσιους και οι αρχικές προβλέψεις των Λιθουανών για απόλυση!

Είναι λίγο περίεργο που η πρώτη σας δουλειά σαν head-coach στην Ευρώπη, ήρθε στο υψηλότερο επίπεδο της Euroleague και μάλιστα σαν διάδοχος του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στην Ζάλγκιρις. Στην Λιθουανία, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι δεν θα κάνετε Πρωτοχρονιά στο Κάουνας...

«Το έχω ακούσει κι εγώ αρκετές φορές αυτό. Κατ' αρχήν, όταν προέκυψε η πρόταση, δεν υπήρχε πολύ χρόνος να την πολυσκεφτώ και αυτό είναι συνήθως καλό! Γιατί όταν παίρνεις μία απόφαση που δεν την πολυεξετάζεις, την παίρνεις από ένστικτο και τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται σωστή. Από την άλλη πλευρά, όταν ένας σύλλογος σαν την Ζάλγκιρις σου κάνει μία πρόταση-πρόκληση, είναι λίγο κουφό να μπεις στην διαδικασία να σκεφτείς ποιος ήταν πριν από σένα ή τι προσδοκίες θα έχει ο κόσμος! Δεν μπήκα καν σ'αυτήν την λογική. Να σκεφτώ δηλαδή την πίεση ή τα μεγάλα παπούτσια του coach του coach Saras... Δεν είναι του χαρακτήρα! Το είδα σαν μία καλή ευκαιρία να αρχίσω την καριέρα μου στην Ευρώπη σαν head coach και να δοκιμάσω την τύχη μου.»

Μιλώντας με Λιθουανούς δημοσιογράφους, δεν είναι ίσως υπερβολή να πει κάποιος ότι πλέον δεν υπάρχουν αγωνιστικοί λόγοι για να νοσταλγεί κάποιος τον Saras. Αυτό από μόνο του είναι μία μεγάλη επιτυχία...

«Κατ' αρχήν, δεν πιστεύω ότι στην Λιθουανία και ειδικότερα στο Κάουνας, υπάρχει κάποιος που μπορεί να ξεχάσει τον Saras (γέλια...)! Από 'κει και πέρα, από την αρχή είχα ένα πολύ θετικό ένστικτο, ανεξάρτητα από τα πρώτα νικηφόρα αποτελέσματα. Το καλό είναι ότι δεν γνωρίζω την γλώσσα και δεν διαβάζω ούτε μαθαίνω τι γράφουν οι δημοσιογράφοι. Επίσης, το γεγονός ότι το πρόγραμμα είναι εξαιρετικά βαρύ με συνεχόμενους αγώνες και δεν σου δίνει την πολυτέλεια να χαλαρώσεις και να σκεφτείς ή να συζητήσεις, με βοήθησε πολύ γιατί τίποτε αρνητικό δεν έφτανε στ' αυτιά μου. Και ούτε ακόμη φτάνει! Αν πλέον το κλίμα έχει αλλάξει και η πλειοψηφία των φιλάθλων σέβεται αυτό που έχουμε κάνει, τότε πραγματικά είμαι πολύ χαρούμενος.»

Πως είναι να μην είναι κάποιος Λιθουανός και να εργάζεται σε μία χώρα που ζει και αναπνέει για το μπάσκετ;

«Τρομερά ενδιαφέρον! Για παράδειγμα, ήξερα ότι η ένταση στο γήπεδο, οι μπασκετικές γνώσεις των φιλάθλων και η εξοικείωση που υπάρχει στα media, ήταν προνόμιο της Ελλάδας! Αλλά όταν πήγα στο Κάουνας και συμπλήρωσα δύο εβδομάδες στην πόλη, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει Λιθουανός που να μην παίζει μπάσκετ, έστω για χόμπι!»

Δεν είχατε ακούσει για την μπασκετική κουλτούρα της Λιθουανίας;

«Δούλεψα στην Αμερική, όπου το μπάσκετ είναι πολύ δημοφιλές, έστω κι αν δεν υπάρχει τόσο μεγάλη συναισθηματική σύνδεση. Δούλεψα στην Γερμανία, όπου ο προπονητής μπάσκετ είναι λίγο ασήμαντος, υπό την έννοια ότι κάνεις δεν εκλαμβάνει αυτή την ιδιότητα ως full time απασχόληση. Και τώρα εργάζομαι σε μία χώρα με πληθυσμό τριών εκατομμυρίων κατοίκων και αστείρευτη παραγωγή παικτών, που δεν παίζουν απαραίτητα όλοι σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά δραστηριοποιούνται γύρω από το μπάσκετ. Γίνονται προπονητές ή παράγοντες και γενικά ασχολούνται όλη την ημέρα με το άθλημα! Είναι πραγματικά εκπληκτικό. Για παράδειγμα το ότι η Ελλάδα είναι μία από τις πιο μπασκετικές χώρες, δεν αναιρεί ότι στην χώρα σας το ποδόσφαιρο ζει και βασιλεύει... Ε, λοιπόν στην Λιθουανία σχεδόν δεν υφίσταται καν...»

«Ο προπονητής και ο ελληνικός κορμός του 2013, οδηγεί ακόμη τον Ολυμπιακό!»

Πάμε λίγο στο ματς με τον Ολυμπιακό. Αν και οι προπονητές δεν συνηθίζετε να μιλάτε για τελικούς, είναι ίσως το πιο κρίσιμο ματς της σεζόν, αυτό με την ελληνική ομάδα;

«Κοιτάξτε δεν θέλω να κρυφτώ πίσω από το δάχτυλο μου! Και οι δύο ομάδες έχουν ρεκόρ 11-9, οπότε αν νικήσουμε και διπλασιάσουμε τις νίκες, θα αποκτήσουμε σημαντικό πλεονέκτημα. Οπότε ναι είναι ίσως το πιο σημαντικό μέχρι τώρα στο 2021. Πιο πριν ήταν ίσως αυτό με τον Παναθηναϊκό, που κερδίσαμε στην Αθήνα μετά από 6 σερί ήττες.»

Είναι κοινός τόπος ότι ο Ολυμπιακός παίζει καλύτερα εκτός έδρας απ' ότι στον Πειραιά και αυτό άλλωστε φαίνεται και από το εφετινό του ρεκόρ. Σας προβληματίζει αυτό;

«Αυτό είναι μία πραγματικότητα, αλλά η σύγκριση των εντός και εκτός έδρας αγώνων είναι λίγο συζητήσιμη στην εφετινή σεζόν, με την απουσία των φιλάθλων. Αυτό με προβληματίζει περισσότερο είναι ότι ο Ολυμπιακός έχει έναν σταθερό κορμό παικτών (σ.σ.: Σπανούλης, Πρίντεζης, Παπανικολάου, Σλούκας) και έναν προπονητή (σ.σ.: Μπαρτζώκας), με τους οποίους κατέκτησε το ευρωπαϊκό τρόπαιο το 2013. Οι αντίπαλοί μας έχουν μεγάλη εμπειρία σε σημαντικά ματς και τελευταία έχουν αρχίσει να βρίσκουν καλύτερο ρυθμό. Επίσης, τώρα που τα παιχνίδια έχουν αρχίσει και πληθαίνουν, εκείνοι δεν έχουν υποχρεώσεις στο πρωτάθλημα. Κι αυτό παίζει τον δικό του ρόλο!»

Για τον Ρόκας Γιοκουμπάιτις τι έχετε να πείτε; Είναι ένα παιδί που φέτος, υπό τις οδηγίες αποκτά σημαντικό ρόλο και δείχνει να έχει σπουδαία προοπτική...

«Το σημαντικότερο με τον Ρόκας, είναι ότι είναι πολύ θετικό παιδί, χαμηλών τόνων, που λατρεύει την προπόνηση και το μπάσκετ γενικότερα! Αυτή είναι η ποιότητά του! Αγωνιστικά έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, βελτιώνεται συνεχώς και βρίσκεται ήδη στο radar του NBA για το επόμενο draft. Λατρεύω να δουλεύω μαζί του και να τον βλέπω να βελτιώνεται... Αλλά να σας πω κάτι; Ο αυξημένος ρόλο του προέκυψε και από ανάγκη, γιατί μέχρι τώρα έχει παίξει ελάχιστα ο Βαστούρια και καθόλου ο Γκαρίνο! Ποια ομάδα της Euroleague αγωνίζεται με 4 ξένους και με 8 γηγενείς παίκτες; Αυτό εξηγεί το πόσο μεγάλη παραγωγή παικτών υπάρχει στην Λιθουανία, επαναλαμβάνω με πληθυσμό μάξιμουμ 3 εκατομμύρια κατοίκους!»

Κλείνοντας αυτή την συζήτηση, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιες είναι τέσσερις πιο δύσκολες ομάδες της διοργάνωσης στο scouting και γενικότερα στην αντιμετώπισή τους; Θα θεωρήσω την απάντησή σας ως την πρόβλεψη για την 4άδα που θα διεκδικήσει το τρόπαιο στο Final 4 της Κολωνίας...

«Δεν μπορώ να μην αναφέρω την ΤΣΣΚΑ, την Μπαρτσελόνα και την Ρεάλ. Αυτές οι τρεις είναι οι πιο δύσκολες και το ξέρουν όλοι αυτό! Από 'κει και πέρα, η τέταρτη καλύτερη μου φαίνεται πως είναι η Αρμάνι Μιλάνο!»

Photo credit: Άννα Μαρία Καλογεράκη