Σιμόνε Φοντέκιο: «Ήμουν καλός στο άλμα εις μήκος, αλλά στο μπάσκετ είμαι καλύτερος»

Σιμόνε Φοντέκιο: «Ήμουν καλός στο άλμα εις μήκος, αλλά στο μπάσκετ είμαι καλύτερος»

Μιχάλης Γκιουλένογλου
Σιμόνε Φοντέκιο: «Ήμουν καλός στο άλμα εις μήκος, αλλά στο μπάσκετ είμαι καλύτερος»
Ο Σιμόνε Φοντέκιο ανήκει σε μία διαφορετική κάστα αθλητών. Μεγαλωμένος σε ένα αθλητικό περιβάλλον, «ξενιτεύτηκε» στα 14 του για να παίξει μπάσκετ. Χρειάστηκε μία σκληρή εμπειρία στο Μιλάνο, για να οδηγήσει στο Βερολίνο. Στην αγκαλιά του Αΐτο Ρενέσες και της Άλμπα. Ένας Ιταλός στο Βερολίνο που δοκίμασε να κάνει άλμα εις μήκος, αλλά... ερωτεύτηκε το μπάσκετμπολ!

Τρεις μεγάλες δρασκελιές. Ένα μεγάλο, σχεδόν επιτόπιο άλμα. Και ο Σιμόνε Φοντέκιο, αφού περάσει με ευκολία πάνω από την μπάρα, προσγειώνεται στο προστατευτικό στρώμα. Άλμα επιτυχημένο....

Ίσως σε μία άλλη (παράλληλη) ζωή. Βλέπετε, το άλμα εις ύψος τον γοήτευσε, αλλά τελικά διάλεξε ένα διαφορετικό Άλμ(π)α.

Από τα ταρτάν του στίβου, στο παρκέ του μπάσκετμπολ. Και από την Μπολόνια και το Μιλάνο, στο Βερολίνο. Την αρχή των πάντων στη δεύτερη καριέρα του. Εκείνη που φέρνει τον Σιμόνε Φοντέκιο ανάμεσα στους... άνδρες της EuroLeague. Και ο 25χρονος Ιταλός πιο δυνατός και περισσότερο έτοιμος, είναι έτοιμος να τους κοιτάξει στα μάτια. Φρόντισε να το δείξει κόντρα στους καλύτερους: στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας (20π., στις 16/10) και απέναντι στην Μπαρτσελόνα (17π., στις 5/11).

Ο φόργουορντ της Άλμπα Βερολίνου μίλησε στο EuroLeague Greece. Για τη ζωή του, το μπάσκετμπολ, τον Αΐτο Ρενέσες, την Άλμπα, αλλά και τους Ιταλούς που επιτέλους πήρανε την απόφαση να αφήσουν τα στενά σύνορα της πατρίδας τους και να παίξουν μπάσκετμπολ στα... ξένα.

Πώς μεγάλωσε ο Σιμόνε Φοντέκιο;

«Ήταν όμορφα. Μεγάλωσα σε μία μικρή παραλιακή πόλη, την Πεσκάρα. Έπαιζα μπάσκετ, έκανα προπονήσεις με τους φίλους και έπαιζα με την οικογένειά μου. Ο μεγαλύτερος – κατά 4 χρόνια – αδερφός μου – ήταν πάντα εκεί για ένα παιχνίδι μπάσκετ. Το ίδιο και ο παππούς μου, μπάσκετ έπαιζε και αυτός, όπως και η μητέρα μου. Ενώ ο πατέρας μου ασχολήθηκε με τον στίβο».

Δοκίμασες άλλα αθλήματα, πριν καταλήξεις στο μπάσκετ;

«Ναι! Ο πατέρας μου ήταν εμποδιστής. Δοκίμασα και το τρέξιμο και τα εμπόδια. Ήμουν καλό στο άλμα εις ύψος. Δοκίμασα και άλμα εις μήκος, αλλά δεν ήμουν τόσο καλός. Πουθενά δεν ήμουν τόσο καλός, όσο στο μπάσκετ».

«Το μπάσκετ ο μεγάλος έρωτας...»

Προέρχεσαι από μία αθλητική οικογένεια. Πόσο μεγάλο ρόλο είχε αυτό στην καριέρα σου;

«Η οικογένειά μου ήταν η μεγαλύτερη επιρροή μου, για να καταλήξω στον αθλητισμό και στο μπάσκετ. Παλιά ο μπαμπάς μου ήταν επαγγελματίας, έπαιζε στη Ρόμα στη μεγάλη κατηγορία. Και η μητέρα μου έπαιζε μπάσκετμπολ. Δεν μας έσπρωξαν στο παιχνίδι. Όλη την ώρα μας άφηναν να παίζουμε αυτό που θέλαμε. Αλλά το μπάσκετ ήταν το πρώτο, με το οποίο... ερωτεύτηκα.

Ήμουν ένα απλό παιδί, ντροπαλό στην αρχή, αλλά το σχολείο με άλλαξε.

Όταν ήμουν 14-15 ετών πήγα στην Μπολόνια για να παίξω εκεί. Έμεινα συνολικά 6 χρόνια. Έμενα με τους συμπαίκτες μου».

Πώς είναι για έναν 14χρονο να αφήνει το σπίτι του;

«Ηταν μία υπέροχη εμπειρία. Είχαν την καλή να πάω στην Μπολόνια. Ήμουν πιτσιρικάς, αλλά είχαν είχα απίθανους προπονητές, οι οποίοι μου έδωσαν τη μέγιστη βοήθεια. Με «έπλασαν» ως παίκτη και ως άνθρωπο. Ήμουν τυχερός. Η οικογένειά μου ήταν προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο να φύγω. Το είχε κάνει και ο αδερφός μου πριν από 3 χρόνια. Αυτοί το ήξεραν. Εγώ δεν ήμουν σίγουρος ότι θα έκανα το ίδιο. Το σκεφτόμουν. Αγωνιζόμουν με την ομάδα μου, όχι στους άνδρες, αλλά στα χαμηλότερα κλιμάκια, αλλά ήμουν έτοιμος να το κάνω το... άλμα. Οι δικοί μου, μου είπαν να το διασκεδάσω και ό,τι χρειαστώ, θα είναι εκεί για να με υποστηρίξουν».

«Ένας πιτσιρικάς έπρεπε να παλέψει για μία θέση με έμπειρους παίκτες...»

Στο Μιλάνο, πάντως, συνάντησες δυσκολίες. Τι συνέβη;

«Μετά την Μπολόνια ακολούθησε το Μιλάνο. Ένας μεγάλος οργανισμός. Ήμουν δεν ήμουν 20 ετών και δεν ήταν εύκολο για έναν μικρό να παλέψει για μία θέση, απέναντι σε ταλαντούχους και γεμάτους εμπειρίες παίκτες. Ζορίστηκα. Αλλά είχα διάφορες εμπειρίες. Έπαιξα στη EuroLeague, έκανα προπονήσεις με τους έμπειρους συμπαίκτες μου και αυτό με βελτίωσε».

Στο Μιλάνο είχες χάσει το χαμόγελό σου. Στην Άλμπα το βρήκες ξανά;

«Είναι υπέροχο. Είμαι χαρούμενος που έκανα αυτήν την επιλογή. Ήθελα να φύγω από την Ιταλία και όταν ήρθε αυτή η ευκαιρία, την πήρα.

Μία ομάδα, η οποία αγωνίζεται στη EuroLeague με ήθελε. Ήταν σωστή επιλογή. Ένιωσα ότι το στυλ του κόουτς Αΐτο Ρενέσες και της ομάδας μου ταιριάζει. Έχεις ελευθερία να κάνεις πράγματα, αλλά πρέπει να παίζεις άμυνα. Στην επίθεση είσαι ελεύθερος να πάρεις πρωτοβουλίες, ο κόουτς μας δίνει αυτοπεποίθηση.

Όλοι μου οι συμπαίκτες ήταν ήδη εκεί, 3-4 χρόνια πριν. Αλλά με καλωσόρισαν. Με βοήθησαν να είμαι ικανός να εκφραστώ όσο καλύτερα μπορώ. Όταν επιστρέψω απ' τον τραυματισμό μου, θέλω να είμαι καλύτερος».

Μόλις στην πρώτη σεζόν σου, και προτού τραυματιστείς, ήσουν ο 1ος σκόρερ της Άλμπα (σ.σ.: έχει 9.1π. ανά ματς). Ποιο είναι το μυστικό;

«Οι συμπαίκτες μου με κάνουν να αισθάνομαι καλά. Αυτό με βοηθάει να αποκτώ εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Είναι πάρα πολύ σημαντική. Ακόμη και σε παιχνίδια που δεν έβαζα πόντους, προσπαθούσα να κάνω άλλα πράγματα. Και αυτό αναζητώ, όχι μόνο το σκορ. Να είμαι χρήσιμος όταν βρίσκομαι στο παρκέ. Δεν με απασχολεί το σκορ, όταν τελειώσει ένα ματς – ανεξαρτήτως πόντων – ξέρω τι έκανα και τι όχι».

Πώς είναι η συνεργασία με τον Αίτο Ρενέσες;

«Είναι απίθανο να τον έχουμε προπονητή μας. Είχε τεράστια εμπειρία, είναι ένας θρύλος του μπάσκετμπολ. Κάθε φορά σου δίνει διαφορετικές εμπειρίες. Κάτι νέο να μάθεις. Είναι πάντα ωραίο. Αλλά το να σε κοουτσάρει, είναι απίθανο.

Σε εμένα λέει λεπτομέρειες, οι οποίες με βοηθούν για να καταλάβω το στυλ που παίζει η ομάδα. Είναι ελεύθερο, αλλά έχει και κανόνες».

Τελικά, ποιο είναι το στυλ της Άλμπα;

«Δεν τα παρατάμε, ακόμη και όταν χάνουμε με 20 πόντους. Παίζουμε με το ίδιο στυλ, με την ίδια νοοτροπία. Ζητάμε τους εύκολους πόντους και η άμυνα μας δίνει δύναμη για να βρούμε πόντους στην επίθεση. Όλοι δίνουν τα πάντα στο παρκέ και αυτό φαίνεται όταν κάνουμε αλλαγές και η ομάδα συνεχίζει στο ίδιο τέμπο».

Η Άλμπα βρίσκεται προς το τέλος της βαθμολογίας. Πώς είναι να βλέπετε την Μπάγερν σταθερά στην τετράδα;

«Αρχίσαμε αργά τη σεζόν στη Γερμανία. Και ξέρουμε Ότι θέλουμε καιρό για να ρολάρουμε. Γνωρίζουμε ο ένας τον άλλοι. Στο ρόστερ υπάρχουν και νέοι παίκτες, όπως είμαι εγώ, αλλά και πολλοί τραυματίες.

Θέλουμε χρόνο για να προσαρμοστούμε και να μπούμε σε ρυθμό. Προσπαθούμε να κερδίσουμε όσα πιο πολλά παιχνίδια μπορούμε. Στην αρχή είχαμε δύσκολο πρόγραμμα, μολονότι καταφέραμε να κερδίσουμε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. H Μπάγερν είναι μια καλή ομάδα και ο κόουτς Τρινκιέρι είναι ένας καλός προπονητής. Όπου πήγε ήταν επιτυχημένος. Τα ματς στη Γερμανία θα είναι δύσκολα και πρέπει να κάνουμε το καλύτερο. Δείχνουν Ότι έχουν προοπτική να είναι στα playoffs».

Πώς βιώνετε τη σεζόν του κορονοϊού;

«Ζούμε σε περίεργες συνθήκες. Κάνουμε τεστ 2-3 την εβδομάδα και είναι κάπως περίεργο. Προσπαθούμε, όμως, να βλέπουμε τα θετικά. Παίζουμε και η σεζόν δεν ακυρώθηκε. Πέρσι ήταν άσχημο. Είμαστε τυχεροί που παίζουμε και μπορούμε να ταξιδεύουμε, αν και τα γήπεδα είναι άδεια. Λατρεύουμε να έχουμε κόσμο, αλλά αυτό είναι και ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τις ομάδες που αγωνίζονται εκτός έδρας. Πολλές ομάδες από την αρχή της σεζόν έχουν καταφέρει να πάρουν διπλό και αυτό είναι το μόνο θετικό».

«Ο Τζίτζι και ο Νικολό άνοιξαν τον δρόμο»

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε όλο και περισσότερους Ιταλούς σε ξένες ομάδες. Τι άλλαξε;

«Είναι καλό, παλιά οι Ιταλοί παίκτες έμεναν στην πατρίδα. Το επίπεδο έπεσε τα τελευταία 5-6 χρόνια. Υπήρχε η κρίση, τα λεφτά δεν ήταν πολλά. Αρκετοί αποφάσισαν να δοκιμάσουν κάτι. Το ίδιο έκανα και εγώ. Ο Νικολό Μέλι και Τζίτζι Ντατόμε άνοιξαν τον δρόμο για εμάς. Δεν είμαι μόνο εγώ, είναι ο Ντάνιελ Χάκετ στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ο Πολονάρα στην Μπασκόνια, o Τζίτζι μέχρι πέρσι στη Φενέρ...».

Το ΝΒΑ αποτελεί μία προοπτική για εσένα; Είχες δηλώσει και συμμετοχή στο Draft, προτού την αποσύρεις...

«Είναι δύσκολο να το σκέφτομαι. Είναι η πρώτη μου σεζόν στη EuroLeague. Αυτό με ενδιαφέρει, να δώσω πρώτα σε αυτή τη διοργάνωση τον καλύτερο μου εαυτό. Αλλά στο μέλλον ποτέ δεν ξέρεις. Είναι το όνειρο. Αρκεί να το πιστεύεις. Μην ξεχνάμε ότι στο ΝΒΑ πλέον υπάρχουν δύο Ιταλοί σε καθοριστικούς ρόλους, ο Μέλι και ο Ντανίλο Γκαλινάρι, τον οποίο θεωρώ τον καλύτερο Ιταλό».