Η «Φενέρ» άλλαξε πολύ κι αυτό δείχνουν οι ήττες της

Η «Φενέρ» άλλαξε πολύ κι αυτό δείχνουν οι ήττες της

Βασίλης Βλαχόπουλος
Η «Φενέρ» άλλαξε πολύ κι αυτό δείχνουν οι ήττες της
Η Φενέρμπαχτσε προχώρησε σε υποχρεωτικό συμβιβασμό μ’ έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό σε σχέση με αυτόν που συνήθισε να έχει και η Euroleague Greece γράφει πώς μια διεκδικήτρια του τίτλου έφτασε στο σημείο να μετρά περισσότερες ήττες.

Η πλέον αυτονόητη και συνάμα απλή απάντηση, στο ερώτημα για την πτώση της Φενέρμπαχτσε, βρίσκεται στο επίπεδο επένδυσης για τη δημιουργία της φετινής ομάδας καθώς δεν τίθεται καν ζήτημα σύγκρισης με τις αντίστοιχες του πρόσφατου παρελθόντος. Η αλήθεια είναι ότι προχώρησε σε έντονες οικονομικές θυσίες για να κατακτήσει αυτό που απελπισμένα επιζητούσαν όλοι οι εκπρόσωποι της Τουρκίας στην Euroleague. Την κορυφή της Ευρώπης. Το κατάφερε τη σεζόν 2016-17. Προφανώς ο τίτλος μετράει περισσότερο από καθετί άλλο, ίσως όμως έχει την ίδια αξία το γεγονός ότι η «Φενέρ» συμμετείχε σε πέντε διαδοχικά Final Four (2015-2019), δύο φορές έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης και γενικώς, στην αφετηρία κάθε σεζόν, δικαίως θεωρούταν από τα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου. Εκείνο το διάστημα βέβαια, επιστράτευσε τον «άρχοντα των δαχτυλιδιών» της Euroleague, Ζέλικο Ομπράντοβιτς και διέθετε παίκτες υψηλού επιπέδου όπως οι Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς, Εκπε Γιούντο, Κώστα Σλούκας, Λουίντζι Ντατόμε, Πέρο Άντιτς, Φελίπε Μέλι, Μπραντ Ουαναμέικερ κ.α.

Η αλλαγή πορείας φάνηκε στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, την πρώτη έπειτα από διάστημα 6-7 χρόνων όπου η ομάδα είχε αρνητικό πρόσημο στην κανονική διάρκεια της διοργάνωσης, πριν τελικώς αυτή διακοπεί λόγω της υγειονομικής κρίσης. Στην ίδια σεζόν, ο «Ζοτς» έφτασε στα όριά του καθώς (του) ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί με τη μετριότητα και κυρίως, μ’ έναν ρόλο στη διοργάνωση ο οποίος απείχε παρασάγκας από αυτόν που είχε συνηθίσει να διαδραματίζει.

Η πραγματικότητα έγινε πιο σκληρή στη διάρκεια του καλοκαιριού και δεν ήταν μόνο η αποχώρηση του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, όσο η υποχρεωτική απόφαση συρρίκνωσης του αγωνιστικού προϋπολογισμού λόγω της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η υγειονομική κρίση με την απώλεια μεγάλων εσόδων, η οποία είχε μια μορφή συνθηκολόγησης με το δύσκολο παρόν. Η Φενέρμπαχτσε έφτιαξε κάτι από την αρχή με τον Ιγκόρ Κοκόσκοφ στην τεχνική ηγεσία, προχώρησε στην απόκτηση ενός μίγματος παικτών καθώς κάποιοι είναι από τους μπαρουτοκαπνισμένους στη διοργάνωση και άλλοι πρωτάρηδες, είναι αλήθεια όμως ότι εντυπωσίασε στις πρώτες δύο αγωνιστικές με τις ισάριθμες νίκες. Μόνο που δεν επιβεβαιώθηκε η λαϊκή ρήση καθώς στη δική της περίπτωση, η αρχή δεν ήταν το ήμισυ του παντός.

Αυτό μαρτύρησε το μέλλον και οι μόλις τρεις νίκες και οκτώ ήττες που ακολούθησαν. Βέβαια, ήττα από… ήττα διαφέρει καθώς δεν μπαίνει στην ίδια ζυγαριά η ανταγωνιστική εικόνα, μ’ αυτό που βιώνει η «Φενέρ» στους τελευταίους έξι αγώνες με αποκορύφωμα το βαρύ κι ασήκωτο -42 της Βαρκελώνης από την Μπαρτσελόνα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σ’ αυτούς τους έξι αγώνες μετρά μόλις μία νίκη και… καταποντίζεται στο παρκέ. Δηλαδή, δέχεται 86.8 πόντους κατά μέσο όρο και η ίδια δυσκολεύεται να ξεπεράσει τους 70 (σ. σ. 69.8).

Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΤΕΚΟΛΟ

Απόντος του Κώστα Σλούκα και με τις ριζοσπαστικές αλλαγές που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι με τη δραστική μείωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ρόστερ, προφανέστατα ο κλήρος έπεσε στον Νάντο ΝτεΚολό για να κουβαλήσει μεγαλύτερο φορτίο αγωνιστικών ευθυνών. Ο Γάλλος διανύει το 34ο έτος της ηλικίας του και στις πρώτες αγωνιστικές έδειξε ικανός να αντέξει το βάρος καθώς είχε εκτέλεση (17.1π.) και δημιουργία (4.9ασ.). Αυτό που ενδεχομένως περίμενε ο ίδιος αλλά και ο Ιγκόρ Κοκόσκοφ ήταν περισσότερες βοήθειες από τους «rookies» της ομάδας, αυτές όμως δεν ήρθαν ποτέ. Φουριόζος από την περσινή εξαιρετική σεζόν του με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα, ο Λορέντζο Μπράουν έκανε εντυπωσιακή αρχή καθώς είχε περί των 17 πόντων και πέντε ασίστ κατά μέσο όρο, αλλά η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη με συνέπεια να αμφισβητείται.

Βέβαια, η Φενέρμπαχτσε υπόκειται στους κανόνες που ισχύουν για κάθε ομάδα η οποία προχωρά σε τουλάχιστον 4-5 αλλαγές το καλοκαίρι. Αυτή έκανε έξι. Η εύρεση αυτοματισμών δεν στοιχειοθετεί εύκολη υπόθεση, οι παίκτες χρειάζονται χρόνο για να γνωριστούν εντός των τεσσάρων γραμμών κι όταν μάλιστα πρόκειται για «πρωτάκια» στην Euroleague, το πράγμα δυσκολεύει περισσότερο. Στη συγκεκριμένη συνομοταξία βρίσκεται οι Τζόνι Χάμιλτον, Νταϊσόν Πιέρ και Τζάρελ Έντι. Μέχρι στιγμής, ο πρώτος έχει… φιλική συμμετοχή καθώς δεν έχει μετρήσει ούτε 70 αγωνιστικά λεπτά και γενικώς δεν έχει μπει στην ομάδα. Ο Πιέρ έχει αγωνιστικό ρόλο, είναι στο rotation της ομάδας, χαρακτηρίζεται όμως από τη διστακτικότητά του. Στα τελευταία έξι παιχνίδια σημειώνει κατά μέσο όρο οκτώ πόντους και παίρνει (περίπου) πέντε σουτ ανά αγώνα. Ο Έντι άρχισε εντυπωσιακά, ίσως δεν τον «πρόσεξαν» όσο θα έπρεπε τα τμήματα scouting, αλλά κι αυτός στα τελευταία έξι παιχνίδια χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα καθώς το ποσοστό του 32% στο μακρινό σουτ, δεν είναι αντιπροσωπευτικό της ικανότητάς του.

Η απόλυτη απογοήτευση είναι ο Εντγκάρας Ουλάνοβας. Στα χρόνια παρουσίας του στο περιβάλλον της Ζαλγκίρις, ο Λιθουανός ήταν αξιόπιστος σε όλα τα κομμάτια του παιχνιδιού. Στη Φενέρμπαχτσε έκανε 2-3 καλά παιχνίδια και πλέον αναζητείται. Εστιάζοντας στους τελευταίους έξι αγώνες, περιορίστηκε στους 15 πόντους, με ισάριθμες προσπάθειες και ποσοστό ευστοχίας 33%.

Η μεταγραφή που δείχνει να «βγαίνει» είναι αυτή του Ντανίλο Μπάρτελ κι αυτή η αίσθηση δεν πηγάζει μόνο από του ανεβασμένους αριθμούς του σε σχέση με τη θητεία του στην Μπάγερν Μονάχου, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι υπηρετεί και με το παραπάνω τον αγωνιστικό ρόλο του.

ΟΙ… ΠΑΡΑΜΕΝΟΝΤΕΣ ΔΕΝ ΠΑΝΕ ΠΙΣΩ

Προφανώς ο Ιγκόρ Κοκόσκοφ επένδυσε και στην εμπειρία των παικτών που παρέμειναν στην ομάδα και γενικώς έχουν γνώση των χαρακτηριστικών της. Μοναδικός που του προσφέρει σταθερότητα, δίχως όμως να έχει την έκρηξη των προηγούμενων χρόνων, είναι ο Γιαν Βέσελι. Ο Τσέχος κράτησε την απόδοσή του σ’ ένα επίπεδο στα τελευταία έξι παιχνίδια όπου η «Φενέρ» γνώρισε πέντε ήττες. Η δική του αποτελεσματικότητα στην επίθεση εξαρτάται από την τροφοδοσία των κοντών κι ένα πρόβλημα επικοινωνίας υπάρχει. Κάτι αντίστοιχο (ίσως να) ισχύει και για τον Μοχάμεντ Άλι (σ. σ. Μπόμπι Ντίξον). Δεν παρέμεινε για να αναλάβει ηγετικό ρόλο στα 37α του χρόνια καθώς η ευθύνη του βρίσκεται στην παροχή 15-16 ποιοτικών λεπτών αλλά και επιθετικότητας μέσα από το ατομικό ταλέντο.

Κοιτάζοντας πιο πέρα, ο Λέο Βέστερμαν ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς, κυρίως όμως δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε ρόλο διαφορετικό από αυτόν του ρολίστα. Ο Ταρίκ Μπιμπέροβιτς παραμένει ένας «άγουρος» παίκτης, ενώ ο Μελίχ Μαχμούτογλου δεν έχει καμία σχέση με τον παίκτη που είδε την καριέρα του να εκτοξεύεται επί Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Υπήρξε από τους πιο αξιόπιστους σουτέρ της ομάδας, πλέον σουτάρει με 26.9%. Πιο αποτελεσματικός σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν εμφανίζεται ο Αχμέτ Ντουβερίογλου, παραμένει όμως ένας παίκτης του rotation δίχως να κάνει βήμα προς τα εμπρός.

ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΗΓΕΤΕΣ

Εν τέλει, η τουρκική ομάδα μπορεί να διαθέτει ένα σωρό παίκτες με πλούσια αθλητικά χαρακτηριστικά κι έντονο αίσθημα φιλοδοξίας γα διάκριση στην Euroleague, ακόμη όμως δεν είναι «φτιαγμένοι» γι’ αυτή τη διοργάνωση. Βρίσκονται στο στάδιο της σφυρηλάτησης, ενδεχομένως, να κερδίσουν χρόνο και να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο προϊόντος του χρόνου. Επί του παρόντος όμως, πλην του Νάντο ΝτεΚολό, άλλος ηγέτης δεν υφίσταται στην ομάδα, γι’ αυτόν τον λόγο η απουσία του την πλήγωσε σε τόσο μεγάλο βαθμό. Για την ακρίβεια, στο διάστημα της απουσίας του, η Φενέρμπαχτσε κέρδισε μόλις το ένα από τα πέντε παιχνίδια. Πρόσφατα προχώρησε στην απόκτηση του Άλεξ Πέρεθ. Η πρώτη εντύπωση του Αμερικανού (με τη φανέλα της Ζαλγκίρις στην περσινή Euroleague) δεν ήταν και η καλύτερη καθώς αντικαταστάθηκε έπειτα από επτά αγώνες. Μένει να φανεί, αν η δεύτερη θα εξελιχθεί πιο ευχάριστη και για τον ίδιο…