Βάζοντας τον Παναθηναϊκό μου απέναντι

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Βάζοντας τον Παναθηναϊκό μου απέναντι
Περίεργη φάση για τον μπασκετικό Παναθηναϊκό που πρέπει να αγοράσει χρόνο, να κερδίσει παίκτες και να χτίσει τον χαρακτήρα του παρά τις πολλές σκληρές ήττες.

Γράφω για τον μπασκετικό Παναθηναϊκό βέβαια, που είναι και η ομάδα που έχω παρακολουθήσει περισσότερο με διάθεση τίμιας κριτικής κι όχι συναισθηματικής οπτικής. Όταν ολοκληρώθηκε το ρόστερ, πολλοί πράσινοι φίλοι μου αλλά και πολλοί μπασκετικοί με αγάπη προς άλλες ομάδες, μου έστελναν πάνω κάτω το ίδιο μήνυμα: εξαιρετική στελέχωση με βάση τις συνθήκες!

Ψήθηκα κι εγώ όπως και αρκετοί ακόμα, ότι θα βλέπαμε έναν Παναθηναϊκό με ταβάνι στο ταλέντο, μια ομάδα του 6 να παίζει για 6, ίσως με μια υπέρβαση ως το 7 στην άμυνα. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια ομάδα θα έπαιζε Euroleague, δεν υπήρχε προφανώς η απαίτηση μια τέτοια ομάδα να πρωταγωνιστήσει, ούτε και να φτάσει στα play off.

Υπήρχε καλώς ή κακώς μια συνειδητοποίηση γύρω από το ποιοι είμαστε και μια χαλαρή προσέγγιση του που μπορούμε να φτάσουμε. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα η απόλυτη εμπιστοσύνη στη διοικητική ομάδα των Τριαντόπουλου, Αλβέρτη και Διαμαντίδη, πως ό,τι είναι εφικτό θα το κυνηγήσουμε.

Αυτό που βλέπουμε στο παρκέ είναι δυστυχώς κατώτερο του 6. Και για να φύγω από την αριθμητική κλίμακα, είναι μια πολύ αργή ομάδα. Αργή στη σκέψη κι αργή στην κίνηση. Και η ρημάδα η ταχύτητα είναι το νούμερο 1 αγαθό στο σύγχρονο μπάσκετ.

Είναι προφανές, ότι δεν υπάρχει αξιόπιστος play maker σήμερα 22 Νοεμβρίου σε ένα ρόστερ 15-16 παικτών. Προσωπικά τη μεγαλύτερη ασφάλεια τη νιώθω με τον Λευτέρη Μποχωρίδη στην 5αδα, ο οποίος όμως έχει συγκεκριμένες δυνατότητες και δεν μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό του από τα φάουλ, γιατί ποτέ μέχρι τώρα στην καριέρα του δεν έχει μάθει να είναι υπερ-απαραίτητος σε μια ομάδα 5-6 εκατομμυρίων. Ο play maker είναι πάνω απ’ όλα θέμα ικανότητας και προσωπικότητας, οι περισσότερες ομάδες Euroleague έχουν από 2 κι εμείς κανέναν προς μισό.

Όποιος άλλος έχει αναλάβει ρόλο στη θέση 1 είτε έχει θέματα ακόμα και με το ball handling (Σαντ Ρος), είτε αχρηστεύεται σε σχέση με το που θα έπρεπε να παίζει και τι θα έπρεπε να προσφέρει (Νέντοβιτς και Παπαπέτρου). Ο Σέρβος θα φτιάξει για τον εαυτό του ή θα ψάξει τη λόμπα στον Παπαγιάννη που σχετικά σύντομα γίνεται ορατή κι αναμενόμενη, ο δε Παπαπέτρου χάνει τόσο χρόνο και ενέργεια στην προσπάθεια του να ντριπλάρει και να δημιουργήσει, με πολλαπλές παράπλευρες απώλειες στο παιχνίδι του: δεν είναι στη θέση του για ένα καλό spot σουτ, δεν μπορεί να συμμετέχει στη διεκδίκηση των ριμπάουντ επιθετικά, ώστε να προσφέρει πόντους και έχει αργές επιστροφές στην άμυνα ή επιστροφές χωρίς ανάσες. Δε φταίει αυτός, φταίει ξεκάθαρα ο μπάσταρδος ρόλος του στο παρκέ και ο play maker που λείπει. Ακόμα και τα drive του τα ξεκινά κουρασμένος από την πίεση, αφού πριν έχει τρυπήσει το παρκέ με ντρίπλες προσπαθώντας να «δει» κάτι.

Πριν γράψω κάτι για τους Αμερικάνους, τον Φόστερ, τον Ουάιτ και τον Μακ, οφείλω να γράψω για τους παλιότερους Έλληνες και ξένους. Είναι τεράστια απογοήτευση για μένα η παρουσία των Μπέντιλ και Oγκαστ που φαίνονται ανήμποροι να παρακολουθήσουν μια αμυντική περιστροφή κρεμώντας στα μανταλάκια ολόκληρη την ομάδα τους. Μπορεί να είναι καλοί - χρυσοί αλλά ως τώρα δεν βλέπω παίκτες Euroleague στα παπούτσια τους. Ο Παπαγιάννης είναι σαφώς ταχύτερος αλλά εξακολουθεί να είναι τραγικά soft, όταν ο χώρος δεν είναι άδειος αλλά πρέπει να «τρακάρει» κι αντίπαλο, ενώ ανεξήγητα soft εμφανίζεται ώρες ώρες κι ο Ντίνος Μήτογλου από τον οποίο όλοι είχαμε (δικαίως) αυξημένες απαιτήσεις. Ειδικά για Παπαγιάννη και Μήτογλου οι Πράσινοι θα έπρεπε να τους έχουν κλειδώσει στο προπονητήριο με τον Κώστα Τσαρτσαρή. Αρειανός μου το πρότεινε και είχε τόσο μα τόσο δίκιο. Επαληθεύεται σε κάθε ματς.

Κι επειδή κάποιοι θα έχουν μια απάντηση σχετικά με τους καλούς αριθμούς του Παναθηναϊκού στα ριμπάουντ, θα τους αντικρούσω λέγοντας ότι ο Παναθηναϊκός κερδίζει πολλά αλλά χάνει κρίσιμα αμυντικά ριμπάουντ, όταν τα παιχνίδια κρίνονται και οι διαφορές ξεφεύγουν, ενώ στα επιθετικά ριμπάουντ υπάρχουν πολλές φορές που είναι απών, γιατί έχει ήδη επικρατήσει η απογοήτευση και οι παίκτες τους είναι εκτός θέσης.

Οι Αμερικάνοι που ανέφερα παραπάνω θέλουν χρόνο, πολύ χρόνο και διάολε φέτος έχουμε χρόνο να τους δώσουμε, όπως έχουμε χρόνο να δώσουμε και στον Γιώργο Βόβορα για να βρει τα πατήματά του και να διορθώσει τα λάθη του στο σχεδιασμό. Μεγαλύτερη ανορθογραφία στα μάτια μου το κλειστό rotation στο οποίο φαίνεται ήδη υποχρεωμένος να πάει. Μια ομάδα στα φετινά δεδομένα του Παναθηναϊκού οφείλει να πάρει λίγα ή πολλά από όλους. Αντιθέτως φαίνεται να κουβαλάει παίκτες για να συμπληρώνει 12αδα ή για να στήνει προπονήσεις, πράγμα πολύ σημαντικό αλλά όχι αρκετό.

Μια ερώτηση μόνο φιλολογικού ενδιαφέροντος. Έγινε το καλοκαίρι ο σχετικός ντόρος περί Καλαϊτζάκη, αν επιστρέψει ή όχι και με τι συμβόλαιο. Για ποιο λόγο; Τι έχει προσπαθήσει η ομάδα να πάρει από αυτόν, όταν θαλασσοπνίγονται τα guard μας; Αν δεν έχει τίποτα να δώσει, γιατί φοράει τα πράσινα; Για αργότερα;

Και αυτό το φιλολογικό ερώτημα δυστυχώς δεν ισχύει μόνο για εκείνον. Είναι γενικότερο στον Παναθηναϊκό και όχι μόνο στους Πράσινους.

Υ.Γ. Δεν ήθελα να λερώσω ένα blog για τον μπασκετικό Παναθηναϊκό με αναφορές στον ποδοσφαιρικό Παναθηναϊκό, εκεί που απουσιάζουν ταλέντο, αγωνιστικότητα, αξιοπρέπεια και πλάνο. Κι όσο κι αν τρίβονται μεταξύ τους διοίκηση και υπουργοί/δήμαρχοι που «μας έχουν αδυναμία», η φωτιά σε μας δεν ανάβει. Γράφονται μόνο νέα κεφάλαια ντροπής στα γήπεδα και στα γραφεία.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.