Ρενέσες: «Ακόμη έχω... εφιάλτες από τα ματς με τον Γκάλη!»

Αντώνης Καλκαβούρας
Ρενέσες: «Ακόμη έχω... εφιάλτες από τα ματς με τον Γκάλη!»
Ο τεχνικός της Άλμπα που για τρεις δεκαετίες, συνέδεσε το όνομά του με την Μπαρτσελόνα σαν παίκτης και σαν coach, μιλάει στο gazzetta.gr για τα 45 χρόνια του στους πάγκους, θυμάται τις μάχες με τον Άρη του Ιωαννίδη και σχολιάζει το προσωνύμιο του “looser” αλλά και τις διαφορές των αρκετών στυλ μπάσκετ που συνάντησε.

Στο ελληνικό μπασκετικό κοινό έγινε γνωστός στα τέλη της δεκαετίας του '80 από τις μάχες του Άρη με την Μπαρτσελόνα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Για πολλούς ήταν η ισπανική έκδοση του Γιάννη Ιωαννίδη, δηλαδή του πολυνίκη Έλληνα προπονητή που κυριαρχούσε πλήρως στις εγχώριες διοργανώσεις, αλλά όταν έφτανε στα Final 4, έχανε την γη κάτω από τα πόδια του. Μηδέν στις πέντε συμμετοχές με την Μπάρτσα μετράει ο Μαδριλένος (ναι δεν διαβάζετε λάθος) τεχνικός και 0/6 έχει ο «Ξανθός».

Ο λόγος για τον «προφέσορα» του ισπανικού μπάσκετ Αϊτο Γκαρσία Ρενέσες, που στα 72 του χρόνια συνεχίζει να δουλεύει στο υψηλότερο επίπεδο, έχοντας κατακτήσει σχεδόν τα πάντα (14 εγχώριους και 5 ευρωπαϊκούς τίτλους) στην καριέρα του (εκτός από την Euroleague) και έχοντας συνεργαστεί με αρκετούς από τους κορυφαίους Ισπανούς και όχι μόνο παίκτες.

To gazzetta.gr τον συνάντησε στην Αθήνα και λίγες ώρες πριν την αποψινή (21.30) μάχη της Άλμπα με τον Ολυμπιακό, σας παρουσιάζει τις απόψεις του για το σύγχρονο μπάσκετ και τις διαφορές του με την εποχή που ξεκίνησε ο ίδιος να προπονεί. Τι λέει για τον Άρη του Γκάλη και του Γιαννάκη, την κόντρα της FIBA με την Euroleague, για την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει με τους παίκτες του, για την κληρονομία του Αντετοκούνμπο και για τις πιθανότητες της εφετινής Μπαρτσελόνα να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης.

Για τους Έλληνες φιλάθλους που παρακολουθούν μπάσκετ πάνω από 30 χρόνια, το όνομά σας είναι συνδεδεμένο με τις αναμετρήσεις Άρη-Μπαρτσελόνα στην δεκαετία του '80, στην εποχή που στην Ελλάδα είχε ξεπροβάλλει το άστρο της «κιτρινόμαυρης» αυτοκρατορίας. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;

«Θυμάμαι σχεδόν τα πάντα! Σχεδόν κάθε ματς που παίξαμε, ειδικότερα αυτά στο Αλεξάνδρειο που είχε τρομερή ατμόσφαιρα και ήταν μία από τις πιο δύσκολες έδρες. Οι μάχες μας με τον Ιωαννίδη ήταν συναρπαστικές και η αντιμετώπιση του Γκάλη, εφιαλτική. Ο Νικ ήταν φαινόμενο, αλλά τρομερός παίκτης ήταν και ο Γιαννάκης, που ίσως να μην έπαιρνε την αναγνώριση που του αντιστοιχούσε, επειδή μπροστά του βρισκόταν ο Γκάλης. Πραγματικά τρομερές αναμνήσεις...»

Ειδικότερα με τον Ιωαννίδη σας συνέδεε η «κατάρα» να προκρίνεστε στα Final 4 και να μην κατακτάτε ποτέ το τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τότε. Σας επηρέασαν καθόλου αυτές οι αποτυχίες ή θεωρούσατε εαυτόν ευλογημένο που δουλεύατε στο μπάσκετ σε τόσο υψηλό επίπεδο;

«Ξέρετε κανέναν που δεν θέλει συνέχεια να κερδίζει; Εγώ όχι, πάντως! Η διαφορά έχει να κάνει με το ότι στον αθλητισμό δεν γίνεται να είσαι πάντα ο νικητής. Μπορεί να μην τα κατάφερα ποτέ στο επίπεδο της Euroleague, κέρδισα σχεδόν τα πάντα όμως, στην Ισπανία και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές διοργανώσεις κι έμαθα να αποδέχομαι ότι στο παιχνίδι υπάρχει και η ήττα. Όπως επίσης και κάτι άλλο πολύ σημαντικό που καθορίζει την μοίρα όλων όσοι ασχολούμαστε με τον επαγγελματικό μπάσκετ: καλές είναι οι νίκες και τα τρόπαια, πιο σημαντική όμως είναι η διάρκεια, οπότε όσα πιο πολλές συμμετοχές έχει κάποιος σε ένα Final 4, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η πορεία του. Προτιμώ να έχω πάει πέντε φορές και να μην έχω κατακτήσει ποτέ το τρόπαιο, παρά να το έχω πάρει με την πρώτη και στην συνέχεια να εξαφανιστώ από το προσκήνιο.»

Προπονείτε εδώ και περισσότερα από 45 χρόνια και νομίζω είναι δίκαιο να πούμε ότι έχετε βιώσει όλα τα στυλ μπάσκετ που έχουν επικρατήσει από την δεκαετία του '80 μέχρι σήμερα. Ποιο σας αρέσει περισσότερο; Αυτό που παιζόταν πιο παλιά ή το σύγχρονο με την ταχύτητα, την αθλητικότητα και τα πολλά τρίποντα;

«Προτιμώ το μπάσκετ που παίζεται σήμερα, αλλά μου λείπουν αρκετά πράγματα που θα έκαναν το σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού να είναι πιο ελκυστικός. Για παράδειγμα μου αρέσει να αξιοποιώ τους ψηλούς που έχουν εκτελεστική ικανότητα, γιατί έτσι ανοίγουν οι άμυνες και βρίσκουμε χώρους για τρίποντα με καλύτερες προϋποθέσεις. Χρειάζεται περισσότερη ισορροπία και ίσως μεγαλύτερη έμφαση στο passing game, από το ένας εναντίον ενός ή το μακρινό σουτ που έχει γίνει σχεδόν πρώτη επιλογή των ομάδων. Επίσης θεωρώ ότι πρέπει να αλλάξουν λίγο και τα κριτήρια των διαιτητών όσον αφορά τις επαφές μέσα κι έξω από τη ρακέτα. Δεν γίνεται να σφυρίζουν τα πάντα στην περιφέρεια και τα μισά μέσα στο "ζωγραφιστό", θεωρώντας ότι οι ψηλοί είναι πιο δυνατοί κι αντέχουν περισσότερο στο σπρώξιμο...»

Για το τωρινό format της Euroleague, τι γνώμη έχετε; Το προτιμάτε ή είστε υπέρ του προηγούμενου συστήματος διεξαγωγής;

«Να σας πω την αλήθεια τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα σημαντικό πρόβλημα, που έχει να κάνει με την θέληση της FIBA να τρέχουν παράλληλα πολλά τουρνουά, σε διασυλλογικό αλλά και εθνικό επίπεδο και με την διακοπή των πρωταθλημάτων και των ευρωπαϊκών διοργανώσεων για τα λεγόμενα “παράθυρα”. Επίσης, είναι δυνατόν να συμμετέχουν 32 ομάδες στο Παγκόσμιο Κύπελλο και 24 στο Eurobasket; Είναι δυνατόν να διοργανώνονται αγώνες τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο, ακόμη και στη μοναδική χρονιά που δεν υπάρχει κάποιο διεθνές τουρνουά Εθνικών ομάδων; Ειδικότερα τώρα, λοιπόν, με το νέο format της Euroleague και τους πολλούς περισσότερους αγώνες, τα πρόγραμμα έχει “φορτώσει” πάρα πολύ και αυτοί που την πληρώνουν είναι οι παίκτες!»

Πως μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση;

«Δεν ξέρω, αλλά κάτι πρέπει να γίνει! Μία συμφωνία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων του αθλήματος, μοιάζει επιβεβλημένη, γιατί έχουμε καταντήσει να ταξιδεύουμε και να παίζουμε. Ούτε καν ουσιαστική προπόνηση δεν μπορούμε να κάνουμε και αν συνεχίσουμε έτσι, τότε και το θέαμα θα περιοριστεί αλλά και το ενδιαφέρον των φιλάθλων θα πέσει! Όπως συμβαίνει και με την regular season στο ΝΒΑ. Δεν ξέρω πως μπορεί να βρεθεί μία λύση, μου φαίνεται δύσκολο, αλλά με κάποιο τρόπο πρέπει να μειώσουμε τον αριθμό των παιχνιδιών που δίνουν κάθε χρόνο οι παίκτες του υψηλότερου επιπέδου.»

Το ότι είστε ένας εξαιρετικός προπονητής, νομίζω ότι προκύπτει και από το ότι έχετε πάρει το βραβείο του «προπονητή της χρονιάς» σε όλες τις δεκαετίες της καριέρας σας και με όλα τα στυλ μπάσκετ που επικράτησαν...

«Ήμουν τυχερός γιατί είχα την ευκαιρία να δουλέψω σε πολύ καλές ομάδες που είχαν σπουδαίους παίκτες αλλά και πολύ καλούς χαρακτήρες. Αυτές οι ατομικές διακρίσεις έχουν ομαδικό αντίκτυπο, γιατί κανένας προπονητής δεν μπορεί να περάσει την φιλοσοφία του, να εφαρμόσει τις αρχές του και να οδηγήσει την ομάδα του στις νίκες, αν σ' αυτό δεν βοηθήσουν κυρίως οι αθλητές. Οπότε είχα το πλεονέκτημα να συνεργαστώ με μερικούς από τους καλύτερους.»

Περάσατε ένα μεγάλο μέρος της καριέρας σας στην Μπαρτσελόνα σε τρεις διαφορετικές θητείες. Τι σημαίνει για σας αυτός ο σύλλογος και πως εξηγείτε το ότι έχει κατακτήσει μόλις δύο τρόπαια της Euroleague; Εκτιμάτε ότι φέτος έφτασε η ώρα για να επιστρέψει στην κορυφή;

«Κατ' αρχήν για να απαντήσω στην δεύτερη ερώτησή σας, υπάρχουν αρκετές ομάδες που δεν έχουν κατακτήσει ούτε μία φορά την Euroleague. Στην Βαρκελώνη πέρασα τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές, σαν παίκτης και σαν προπονητής και νομίζω ότι τα περισσότερα χρόνια η Μπάρτσα πρωταγωνιστεί σε όποια ευρωπαϊκή διοργάνωση συμμετέχει. Θα συμφωνήσω ότι φέτος έχει ίσως περισσότερες πιθανότητες να φτάσει μέχρι το τέλος, γιατί έχει εξαιρετικό υλικό.»

Πόσο δύσκολο ήταν για σας να βγείτε από την χώρα για πρώτη φορά στην ηλικία των 70 ετών, αλλάζοντας περιβάλλον για επαγγελματικούς λόγους;

«(Χαμογελάει!)... Δεν ήταν πρόβλημα για μένα γιατί μου άρεσε πολύ η οργάνωση, η φιλοσοφία αλλά και ο τρόπος που λειτουργούν στην Άλμπα, χωρίς απαραίτητα να ξοδεύουν πάρα πολλά χρήματα. Δίνουν μεγάλη έμφαση στις ακαδημίες, στην παραγωγή νέων ταλέντων και την προώθησή τους στην πρώτη ομάδα και για μένα αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους αγαπώ το μπάσκετ. Όχι μόνο γιατί πρέπει να κερδίζω.»

Είδαμε τον Ευθύμη Ρεντζιά, με τον οποίο συνεργαστήκατε στην Μπαρτσελόνα (σ.σ.: 1998-2001), να σας επισκέπτεται στην προπόνηση της Άλμπα στο ΟΑΚΑ. Κρατάτε επαφή με όλους τους πρώην παίκτες σας;

«Η αλήθεια είναι πως ναι και μάλιστα με πολλούς! Και χάρηκα πολύ που είδα τον “Rentzi” από κοντά μετά από αρκετά χρόνια. Είχαμε πολύ καλή σχέση, ανεξάρτητα από την απόσταση που πρέπει να χωρίζει τον προπονητή από τους παίκτες του. Και χαίρομαι πολύ γι' αυτό γιατί στο τέλος της καριέρας, αυτά που μένουν είναι οι στιγμές, οι αναμνήσεις αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις.»

Πως αντιμετωπίζετε τη νέα γενιά των παικτών; Έχετε κοουτσάρει από τον Σαν Επιφάνιο, τον Τζόρντι Βιγιακάμπα, τον Ράφα Γιοφρέσα και τον Μοντέρο μέχρι τον Ναβάρο, τον Γκασόλ, τον Ρούντι και τον Ρούμπιο. Ακόμη και τους Σατοράνσκι και Πορζίνγκις από την πολύ νεότερη γενιά. Δεν ήταν πρόβλημα το χάσμα γενεών;

«Καθόλου! Η σχέση με τους παίκτες καθορίζεται από τον χαρακτήρα αλλά και από την διάθεσή τους να μάθουν και να πειθαρχήσουν σε ορισμένους κανόνες. Σχεδόν οι περισσότεροι θέλουν να γίνουν οι καλύτεροι στον κόσμο και μέσα απ' αυτή τους την επιθυμία μπαίνουν στην διαδικασία να βελτιωθούν. Χαίρομαι πολύ όταν συμβάλλω προς αυτή την κατεύθυνση και ακόμη περισσότερο όταν η συνεισφορά μου αναγνωρίζεται από τους ίδιους τους παίκτες, κάτι που μου έχει συμβεί πολλές φορές στην καριέρα μου.»

Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω για τον θεωρείτε τον Παπαλουκά, τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη και τα υπόλοιπα παιδιά αυτής της γενιάς, αλλά και τον πιο πρόσφατο και κορυφαίο προϊόν του ελληνικού μπάσκετ που ακούει στο όνομα Γιάννης Αντετοκούνμπο, ως αποτελέσματα της επανάστασης που έφερε στο ελληνικό μπάσκετ η γενιά του '87 με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, τον Φάνη και τους υπόλοιπους παίκτες της Εθνικής ομάδας;

«Δε νομίζω να αμφιβάλει κανείς γι' αυτό. Στις σημερινές κοινωνίες, είναι πολύ σημαντικό για τα νέα παιδιά να έχουν πρότυπα που τους γεννούν στόχους και φιλοδοξίες, γιατί έτσι προκύπτουν και προκύπτουν νέοι «ήρωες» και «πλουτίζουν» οι νέες γενιές. Ο Γκάλης έδειξε τον δρόμο για τους επόμενους μεγάλους παίκτες που «γεννήθηκαν«, έτσι και ο Αντετοκούνμπο θα αφήσει σημαντική παρακαταθήκη στο ελληνικό μπάσκετ. Μεγαλύτερη κι από τους όποιους τίτλους ή τα όποια μετάλλια κατακτήσει μελλοντικά με την Εθνική σας ομάδα...»