«Θα μπω και θα παίξω στη νέα Τούμπα»!

«Θα μπω και θα παίξω στη νέα Τούμπα»!

bet365

O πολυτιμότερος. Ο καλύτερος. Ο πιο λαμπερός. Ο star. Πιο απλά ο Αντρέ Βιεϊρίνια! Ο Πορτογάλος παικταράς, έχοντας αγκαλιά την κούπα του πρωταθλητή, χαλαρώνει και τα λέει όλα στο Gazzetta Weekend!

Αυτός ο τίτλος, Αντρέ, είναι δικός σου! Ασχέτως αν, λόγω χαρακτήρα, δεν θα το πεις και δε θα το αποδεχθείς ποτέ, ασχέτως αν θα βάζεις πάντα το «εμείς» πάνω από το «εγώ»…

Σε αντίθεση με τους χειμαρρώδεις και ενθουσιώδεις συμπαίκτες του, ο μισός Πορτογάλος και μισός Έλληνας, Αντελίνο Αντρέ Βιεϊρίνια, παραμένει ήρεμος και εγκρατής ακόμη και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που του προέκυψαν στο διάβα του, ενώ όλα πήγαιναν πρίμα λίγες μόνο μέρες προτού σηκώσει την πολυπόθητη «κούπα» του πρωταθλητή στον ουρανό της Θεσσαλονίκης.

Δεν πούλησε ποτέ οπαδιλίκι και απέδειξε, δίχως να είναι Έλληνας 100%, πως μπορεί κάποιος να δεθεί με μια ομάδα, ακόμη και αν δε την έχει ζήσει και δεν γνωρίζει καλά-καλά την ύπαρξη της μέχρι τα 22 του. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος, με την ομάδα που την αγάπησε εντελώς ξαφνικά ύστερα από ένα «ραντεβού στα τυφλά» με τον Φερνάντο Σάντος, το καλοκαίρι του 2008, είναι «η δικαίωση μας», όπως λέει ορθά-κοφτά. Όταν δε η κουβέντα πάει στο μέλλον, τότε, γίνεται ξεκάθαρος, παρά το πρόβλημα που του προέκυψε στο φινάλε της χρονιάς: «θα μπω και θα παίξω στο πρώτο παιχνίδι της Νέας Τούμπας, δεν το συζητάω…» λέει και αφήνει τον συνομιλητή του άφωνο!

Ώρες - ώρες μπορεί κι αυτός, όπως ο καθένας μας, να μην είναι ευκόλως ανιχνεύσιμος και αναγνώσιμος, αλλά όσο τον ξέρω και όσο μπορώ να τον ψυχολογήσω, θεωρώ ότι πρόκειται για έναν διαφανή και κρυστάλλινο άνθρωπο. Χωρίς να διεκδικώ τον τίτλο του εξ απορρήτων του, ούτε καν του καθημερινού συνομιλητή του, νομίζω ότι ο Αντρέ, τον οποίο είχα μεγάλη συμπάθεια από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα τις πρώτες μέρες του στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, επέστρεψε με τη σφοδρή επιθυμία να πάρει το αίμα του πίσω!

Παρεμπιπτόντως δεν υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που θα τον συναντήσουν στο δρόμο, θα ανταλλάξουν δυο τρεις κουβέντες και δε θα τον συμπαθήσουν. Στις τάξεις δε της «ασπρόμαυρης» πολιτείας υπάρχει καθολική αναγνώριση προς το πρόσωπό του και παθολογική αγάπη. Το διαπίστωσα, ιδίοις όμμασι, κατά τη διάρκεια της κουβέντας που είχαμε για τις ανάγκες και του περιοδικού «Face», το οποίο κυκλοφόρησε το Μ. Σάββατο μαζί με την εφημερίδα «Forza», 28 σελίδες αφιερωμένες, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία, στον εμβληματικό αρχηγό των Πρωταθλητών Ελλάδας.

Ο ΜVP τη Super League όπως ψηφίστηκε από τους δημοσιογράφους του gazzetta.gr μιλάει στο Gazzetta Weekend!

- Τελικά, ποιος είναι ο Βιεϊρίνια χωρίς την ασπρόμαυρη φανέλα, πως είναι ο Αντρέ εκτός γηπέδων;

«Τι θα πει ποιος είναι ο Αντρέ; Δεν τον βλέπεις; Ένας ήρεμος άνθρωπος, που θα πάει με τους φίλους του για καφέ, θα προσπαθήσει να περάσει όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες με την οικογένεια του».

- Να φανταστώ είναι ισχυρό το δέσιμο που έχεις με τη γυναίκα σου και την κόρη σου;

«Η οικογένεια είναι τα πάντα για μένα. Ζω και πεθαίνω για την οικογένεια μου! Η Βάσω δέκα χρόνια τώρα βρίσκεται πάντα δίπλα μου, στα εύκολα και στα δύσκολα, η Κριστίνα είναι αυτή που μου δίνει δύναμη να προχωρήσω, να σταθώ όρθιος».

- Πώς ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο;

«Από τότε που γνωρίζω τον εαυτό μου, τον θυμάμαι αγκαλιά με μια μπάλα! Δεν διάβαζα καθόλου, μόλις επέστρεφα από το σχολείο, έμπαινα από την πόρτα κι αμέσως έβγαινα από το παράθυρο. Πετούσα την τσάντα στο δωμάτιο και το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν να βγω στη γειτονιά για να παίξω με τους φίλους μου».

- Άρα, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι άλλο εκτός από ποδοσφαιριστής;

«Το ποδόσφαιρο είναι οικογενειακή παράδοση. Ο πατέρας μου έπαιξε ποδόσφαιρο, μπορεί να μην έφτασε να αγωνιστεί σε υψηλό επίπεδο, σε κάποια μεγάλη ομάδα, ήταν πάντως πολύ εύκολο να βάλει στα αγόρια της οικογένειας το μικρόβιο της μπάλας. Οι δύο αδερφοί μου ακόμη παίζουν ποδόσφαιρο σε χαμηλές κατηγορίες στην Πορτογαλία».

- Εσύ είσαι το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας με επτά παιδιά;

«Σωστά, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Η Μαρία Βιέιρα, η μητέρα μου, δεν μας κυνηγούσε, γιατί παίζαμε μπάλα απέναντι από το σπίτι. Όμως, δεν μας χάριζε, έβαζε διαρκώς τις φωνές και έτρωγα πολύ ξύλο, αλλά όπως και ο πατέρας μου ο Ζοάο Φρέιτας ήξεραν ότι αγαπάμε το ποδόσφαιρο».

- Πού πρωτοέπαιξες μπάλα;

«Στην Γκόντσα ένα χωριό 7-8 χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Γκιμαράες έκανα τα πρώτα μου σουτ, εκεί ήρθε κάποια μέρα ο μίστερ Ρόλα, δούλευε τότε για την Βιτόρια Γκιμαράες και με είδε σ’ ένα διάλειμμα στο σχολείο να παίζω ποδόσφαιρο».

- Δε θα του ήταν δύσκολο να σε εντοπίσει ανάμεσα σε δεκάδες παιδιά της ηλικίας του.

«Η δουλειά του ήταν να γυρίζει στα χωριά και να ανακαλύπτει ταλέντα. Ευτυχώς, ήρθε και στο χωριό μου και με είδε… Πήγα στην Γκιμαράες και από εκεί στην Πόρτο. Πήρα μεταγραφή μαζί με τον φίλο μου, τον Μάρσιο Σόουζα (σ.σ. ο “Maradona”, όπως τον είχε «βαπτίσει» ο Ζοζέ Μουρίνιο), είχαν δώσει στην Γκιμαράες έναν παίκτη για την πρώτη ομάδα και κάποια χρήματα για να μας αγοράσουν».

- Όλα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σε μια χώρα που ετοιμαζόταν να διοργανώσει το Euro του 2004.

«Με βοήθησε πολύ η Γκιμαράες, έβαλα σωστές βάσεις, έπαιζα σε χόρτο, η η Βιτόρια διέθετε το καλύτερο προπονητικό κέντρο το οποίο επέλεξαν αρκετές εθνικές ομάδες, αλλά άσε ας μη μιλάμε άλλο για εκείνο το Euro…».

- Σας πλήγωσε πολύ όλους τους Πορτογάλους το δικό μας Euro.

«Μια ολόκληρη χώρα περιμέναμε να κατακτήσουμε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Όμως, η εθνική Ελλάδας είχε διαφορετική άποψη».

- Πού είχες δει τους αγώνες του Euro;

«Σαν οπαδός στο γήπεδο. Είχα δει όλα τα παιχνίδια και φυσικά τον τελικό».

- Και τι θυμάσαι από εκείνον τον τελικό;

«Τί θυμάμαι; Το γκολ με την κεφαλιά του Χαριστέα! Αυτό δύσκολα να το βγάλεις από το μυαλό όλων μας. Ήταν μια δύσκολη στιγμή, όχι μόνο για μένα, αλλά για όλη την Πορτογαλία. Είχαμε την ευκαιρία να κατακτήσουμε το Euro μέσα στο σπίτι μας, αλλά το καλό είναι ότι το πήρε η Ελλάδα και όχι κάποια άλλη χώρα, σήμερα είμαι εδώ, ζω εδώ, ενώ επίσης είναι καλό το ότι πριν από τρία χρόνια πήρα και εγώ το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με την Πορτογαλία, οπότε αυτό μετριάζει λίγο όσα έζησα το 2004».

- Ήταν το δεύτερο Ευρωπαϊκό σου, μετά από αυτό με την under 17 το 2003.

«Είχαμε πολύ καλή ομάδα και κερδίσαμε 2-1 της Ισπανίας του Τσεσκ Φάμπρεγας και του Νταβίντ Σίλβα. Λίγους μήνες αργότερα, χωρίς να μάθουμε ποτέ το λόγο, πήγαμε και παίξαμε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Φινλανδίας, το οποίο κατέκτησε η Βραζιλία με το Λέο Μάτος στην σύνθεση της».

- Εκεί ήταν που πέτυχες το πιο όμορφο γκολ, ίσως, της καριέρας σου εναντίον του Καμερούν από τα 52 μέτρα απόσταση;

«Το πιο δύσκολο σίγουρα. Δεν βλέπεις κάθε μέρα ένα γκολ από τα 52 μέτρα, ωστόσο έχω πετύχει κι άλλα ωραία γκολ, θυμάμαι ένα με τη Βόλφσμπουργκ εναντίον της Φράιμπουργκ, πολλά στο πρώτο διάστημα μου στον ΠΑΟΚ, με τον Ολυμπιακό Βόλου, την ΑΕΚ, τη Φενέρμπαχτσε, τη Βιγιαρεάλ, αλλά εκείνο το γκολ θα το θυμάμαι.

- Λύσε μου μια απορία. Πως γίνεται ένα παιδί 16 ετών να έχει τη δύναμη να στείλει την μπάλα από τα 52 μέτρα στα δίχτυα, όταν άλλα παιδιά στην ηλικία αυτή δεν μπορούν να σουτάρουν στα δύο και τα τρία μέτρα;

«Φίλε, όλο το μυστικό είναι προπόνηση. Δεν αφήσαμε τζαμαρία για τζαμαρία μαζί με τον Μάρσιο (σ.σ. Σόουζα) τα πρώτα χρόνια στην Γκιμαράες. Κι αυτός έχει βάλει μερικά πολύ εντυπωσιακά γκολ από μακρινή απόσταση».

Ο τζέντλεμαν Φίγκο και η Πόρτο

Λίγες μέρες αργότερα η «AS» έγραφε σε ολοσέλιδο αφιέρωμά της: «Ο νέος Φίγκο»! H σύγκριση με τον ήρωα των παιδικών του χρόνων, το ίνδαλμά του, τον έκανε να… κοκκινίζει και να φωτογραφίζεται για τις ανάγκες της ισπανικής εφημερίδας με τη φανέλα της Real Madrid. . «Ήταν και συνεχίζει να είναι κύριος σ’ όλα του. Πρότυπο. Τον χάζευα στην τηλεόραση και προσπαθούσα να αντιγράψω τις κινήσεις του στο γήπεδο».

Πάντως, τα πρώτα χρόνια στην Πόρτο ήταν δύσκολα, ανηφορικά, με ελάχιστες ευκαιρίες, έναν εξάμηνο δανεισμό στην FC Marco (έπαιξε 15 παιχνίδια πετυχαίνοντας 4 γκολ στο πρωτάθλημα της Β΄ κατηγορίας) που τον πήγε πίσω, αν και το καλοκαίρι του 2005, είχε κάνει πολύ καλή προετοιμασία και φοβερές εμφανίσεις σε μεγάλα τουρνουά απέναντι σε Manchester United και Inter, με την πρώτη ομάδα και τον Ολλανδό Co Adriaanse στον πάγκο της.

- Γιατί δεν πήγαν καλά τα πράγματα στην Πόρτο;

«Δυστυχώς η Πόρτο δεν κοίταζε ποτέ τους παίκτες των ακαδημιών της. Δεν ήθελαν και συνεχίζουν να μη θέλουν να δουλέψουν με τους μικρούς. Δεν τους ενδιαφέρει. Στόχους τους είναι μόνο να βγάζουν χρήματα από τις μεταγραφές και τις πωλήσεις. Τα τελευταία χρόνια η Σπόρτινγκ και η Μπενφίκα έχουν αλλάξει τον τρόπο σκέψης για τις ακαδημίες, αλλά η Πόρτο επιμένει στην ίδια τακτική παρότι έχει ποιότητα στις ακαδημίες της. Δεν έχουν υπομονή. Ο τελευταίος παίκτης που έβγαλαν είναι ο Σέρτζιο Ολιβέιρα».

- Οπότε ήταν δύσκολο ένας νεαρός ποδοσφαιριστής να γίνει βασικός σε μια ομάδα που μεσουρανούσε εντός και εκτός των συνόρων.

«Ο Ρουί Μπάρος, που είχε αντικαταστήσει τον Κο Αντριάνσε, με έβαλε βασικό στον τελικό του Σούπερ Καπ, όπου πέτυχα ένα γκολ, ήρθε ο Ζεζουάλντο Φερέιρα και ουσιαστικά περίμενα την ευκαιρία μου. Αυτή η ευκαιρία δεν ήρθε ποτέ, μάλιστα η διοίκηση με κράτησε για να μάθω πως λειτουργεί η ομάδα, πως είναι τα αποδυτήρια, ενώ κάποια στιγμή μου είπαν ότι πρέπει να φύγω δανεικός».

- Αλήθεια, γιατί δεν πήγες δανεικός στην Γκιμαράες και κατέληξες στη Λεϊσόες;

«Στράβωσαν τα πράγματα μετά από μια συνέντευξη που είχα δώσει στη Γαλλία, όπου ήμουν με την εθνική U21 στο τουρνουά της Τουλόν. “Φυσικά, θέλω να επιστρέψω στην ομάδα που αγαπάω από μικρό παιδί, αλλά θέλω να έχω την ευκαιρία να παίξω και να δείξω ποιος είμαι”, είχα πει, αλλά μετά από εκείνες τις δηλώσεις ο προπονητής της Βιτόρια θεώρησε πως έβλεπα το δανεισμό μου απλά ως ένα σκαλοπάτι στην καριέρα μου και τίποτα περισσότερο. Δεν ήταν η αλήθεια. Πήγα στη Λεϊσόες και πως τα φέρνει η ζωή σκόραρα εναντίον τους, το πανηγύρισα έξαλλα γιατί με έβριζαν σε όλο το παιχνίδι και οι οπαδοί της Γκιμαράες, που είναι το ίδιο τρελοί μ’ αυτούς του ΠΑΟΚ, κόντεψαν να βάλουν φωτιά το πατρικό σπίτι μου στην Γκόντσα».

- Δεν άλλαξαν, πάντως, τα συναισθήματά σου για την Γκιμαράες;

«Η Γκιμαράες είναι η ομάδα που αγαπάω, θα είμαι για πάντα οπαδός της, μόνο άσπρο και μαύρο υπάρχει στη ζωή μου! Αυτή η αγάπη δε θα αλλάξει ποτέ».

Ο ΠΑΟΚ και ο έρωτας με την πρώτη ματιά

Ο Αντρέ μέχρι τα 22 του δεν ήξερε κατά που πέφτει η Θεσσαλονίκη και τι είναι ο ΠΑΟΚ. Όλα έγιναν εντελώς ξαφνικά το καλοκαίρι του 2008, ενώ έκανε διακοπές στο Αλγκάβρε. Το κινητό του χτύπησε και στην άλλη άκρη ήταν ο τεχνικός διευθυντής της Futebol Clube do Porto και σήμερα της Paris Saint Germain, ο Antero Henrique.

- Θυμάσαι τα λόγια του στο τηλέφωνο;

«Το μόνο που μου είπε ήταν “αύριο πρέπει να είσαι στο γραφείο μου, γιατί υπάρχει ένας Πορτογάλος προπονητής στο εξωτερικό, που σε θέλει στην ομάδα του”. Τίποτα άλλο. Μπήκα στο αυτοκίνητο και το άλλο πρωί ήμουν στο γραφείο του στο Πόρτο. Σχημάτισε το νούμερο και μου έδωσε το τηλέφωνο. «Μίλα, είναι ο προπονητής που σε θέλει στην ομάδα του…», μου είπε.

- Ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής;

«Ο Φερνάντο Σάντος. Θυμάμαι μου είχε πει, “μου αρέσεις σαν παίκτης, σε ξέρω και σε θέλω, έχουμε συμφωνήσει για το δανεισμό σου, εσύ τι θέλεις”, τι να θέλω μίστερ, θέλω να παίζω του απάντησα… Πάντως, εγώ τον έδιωξα τον μίστερ από την Μπενφίκα. Αν δεν είχαμε έρθει ισόπαλοι 1-1 με τη Λεισόες ένα χρόνο πριν στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, ίσως να μην είχε έρθει τότε στον ΠΑΟΚ».

- Και έρχεσαι στον ΠΑΟΚ δίχως να ξέρεις τίποτα άλλο για την ομάδα.

«Ήταν δύσκολα. Έφευγα για πρώτη φορά από το σπίτι μου, αλλά όπως μου είχαν πει οι δικοί μου έπρεπε να κυνηγήσω το όνειρό μου. Δεν το μετάνιωσα. Πήρα έναν δικηγόρο μαζί και ταξιδέψαμε για τη Θεσσαλονίκη χωρίς να έχω προλάβει να μάθω και πολλά για την ομάδα».

- Ποιες ήταν οι πρώτες εικόνες;

«Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και η πρώτη εικόνα δεν ήταν η καλύτερη. Κανείς από την ομάδα δεν με περίμενε στο αεροδρόμιο. Το σοκ συνεχίστηκε στο ξενοδοχείο, όπου είχαν κλείσει δωμάτιο για το δικηγόρο, όχι όμως και για μένα. Μαθαίνεις από τέτοια πράγματα, γίνεσαι ακόμη πιο σκληρός, αλλά όντως ήταν δύσκολες στιγμές, ήμουν σε μια ξένη χώρα, δεν ήξερα κανέναν, δεν μιλούσα τότε αγγλικά, καλά για ελληνικά δεν το συζητάω, στην Πορτογαλία όταν δεν μιλάμε και δεν καταλαβαίνουμε τι λέει ο συνομιλητής μας, λέμε… “ελληνικά μιλάς”, τα ελληνικά μας μοιάζουν με… κινέζικα».

- Πολύ γρήγορα θα πρέπει να άλλαξε η άποψη σου για τον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη.

«Ξύπνησα στις 6.30 το πρωί γιατί στις 7 έπρεπε να ήμουν στην κλινική για να περάσω από ιατρικές εξετάσεις, αυτό όμως που δεν πρόκειται να ξεχάσω είναι η πρώτη προπόνηση. Μπαίνοντας στο γήπεδο και βλέποντας 15.000 κόσμο, κατάλαβα τι σημαίνει ΠΑΟΚ, μέχρι τότε δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της ομάδας, αν και μου είχαν πει τι επρόκειτο να συμβεί το απόγευμα. Όμως, δεν είχα στο μυαλό αυτό που αντίκρισα. Είπα από μέσα μου, “πώς γίνεται να μην αγαπάς αυτή την ομάδα”, μέχρι τότε στην Πορτογαλία μόνο στα ντέρμπι είχα δει τόσο κόσμο και εδώ το έβλεπα στην πρώτη προπόνηση της σεζόν. Ένιωθα ότι είχα έρθει σε μια μεγάλη ομάδα».

- Κάπως έτσι ξεκίνησε και η συνύπαρξή σου στα αποδυτήρια της Τούμπας, με τον Σάντος, τον συμπατριώτη σου τον Κονσεϊσάο, τον Γκαρσία, τον Κοντρέρας, τον Λίνο και τα υπόλοιπα αστέρια εκείνης της σπουδαίας ομάδας.

«Ήταν δύσκολα! Δεν είναι όπως τώρα, τότε λέγαμε “κύριε Σάντος, κύριε Κονσεϊσάο, κύριε Γκαρσία”, υπήρχε ένας διαφορετικός σεβασμός, αυτός που έπρεπε και επέβαλαν η εποχή και τα πρόσωπα. Το είχα βιώσει και στα αποδυτήρια της Πόρτο, με τον Μουρίνιο, τον Ντέκο τον Μανίς, τον Ζόρζε Κόστα. Δεν τολμούσες να μιλήσεις. Το κεφάλι κάτω και μόνο όταν σε ρωτούσαν κάτι το σήκωνες για να απαντήσεις. Τι να έλεγα στον Σέρτζιο Κονσεϊσάο, που είχα την αφίσα του, μαζί με του Λουίς Φίγκο, στο δωμάτιο μου…».

- Ποια ήταν η επιρροή του Φερνάντο Σάντος στην καριέρα σου;

«Ο μίστερ μου έδωσε ξανά την ευκαιρία να χαρώ που παίζω μπάλα. Είχα χάσει αυτό το συναίσθημα, αυτή την αγάπη για το ποδόσφαιρο. Στις προπονήσεις με την Πόρτο είχα γίνει το παιδί για κάθε θέση. Πότε δεξί χαφ, πότε αριστερό μπακ, όπου υπήρχε κενό οι προπονητές έστελναν εμένα να το καλύψω. Δεν ήταν αυτό που ήθελα στην καριέρα μου, ευτυχώς αυτό το κάτι άλλο, το βρήκα στον ΠΑΟΚ με τον Σάντος. Με εμπιστεύτηκε, με πίστεψε ακόμη κι όταν με έβριζε στις προπονήσεις. Ευτυχώς, που οι Έλληνες δεν καταλαβαίνετε τα Πορτογαλικά, δε θα πιστεύατε αυτά που μου έλεγε, αλλά για μένα ήταν… πανεπιστήμιο. Γυρνούσα σπίτι και χτυπούσα τους τοίχους, γιατί με έβαζε τις φωνές στην προπόνηση, αλλά μου είχε μιλήσει και μου είχε εξηγήσει, ότι το κάνει γιατί με πιστεύει σαν έναν παίκτη που έχει ποιότητα και μπορεί να κάνει το κάτι παραπάνω, να κάνει μεγάλη καριέρα. Με πίεσε πολύ, με έφερε στα όρια μου, αλλά στο τέλος έβλεπα ότι ήξερε καλά τι κάνει μαζί μου, όσα πήρα από αυτόν με ακολούθησαν σ’ όλη μου τη μετέπειτα καριέρα».

- Ακόμα και όταν σε έβαζε να τρέχεις γύρω γύρω από το γήπεδο για να χάσεις τα περιττά κιλά;

«Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2009 οι διαπραγματεύσεις του ΠΑΟΚ με την Πόρτο για την απόκτησή μου είχαν καθυστερήσει σημαντικά, είχαμε φτάσει μέσα Ιουλίου και δεν είχα υπογράψει, γι’ αυτό κι όταν πήγε στην Ολλανδία, όπου βρισκόταν η ομάδα για το βασικό στάδιο της προετοιμασίας, έμοιαζα με… έγκυο! Η πρώτη φράση του mister ήταν “θέλεις να ζυγιστείς τώρα ή μετά το φαγητό”, του λέω “ας το κάνουμε τώρα, γιατί μετά το φαγητό μπορεί να με βγάλει και δύο κιλά παραπάνω”, κι ακόμη θα έτρεχα γύρω γύρω από το ξενοδοχείο…».

«Σταματάω το ποδόσφαιρο, δεν μπορώ αυτό το μαρτύριο»!

Οι εμφανίσεις του με τον ΠΑΟΚ τον κάνουν αμέσως γνωστό και ήδη από το χειμώνα του 2010 πολλές ομάδες… στήνουν ουρά έξω από την Τούμπα. Η νεόπλουτη ουκρανική Dnipro, που εμφανίστηκε σαν κομήτης στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, έμοιαζε αποφασισμένη να δαπανήσει πάνω από 5 εκατομμύρια ευρώ για να μπορέσει να αντέξει στον ανταγωνισμό με τον Ajax και τον Ολυμπιακό.

- Αν θυμάμαι καλά ούτε δεν ήθελες να φύγεις από τον ΠΑΟΚ;

«Εκείνη την περίοδο που έγινε η μεταγραφή στη Βόλφσμπουργκ, προτιμούσα να μείνω και να παίξω μέχρι το καλοκαίρι και στη συνέχεια να έφευγα δυστυχώς όμως υπήρχαν οικονομικά προβλήματα στην ομάδα και δεν γινόταν διαφορετικά».

- Οπότε από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκες ξανά μόνος στη Γερμανία και στο άγνωστο Βόλφσμπουργκ.

«Μου ήταν απίστευτα δύσκολο να προσαρμοστώ. Ειλικρινά, αν ήξερα που πήγαινα, ειδικότερα στην συγκεκριμένη πόλη, σήμερα δεν πρόκειται να πήγαινα με τίποτα. Δεν ήταν τόσο ότι έφευγα από τη Θεσσαλονίκη, αλλά εκεί που πήγα δεν υπήρχε τίποτα!». Είχε αφήσει πίσω μια γυναίκα, ένα νεογέννητο παιδί, το μυαλό του ήταν διαρκώς στην Ελλάδα. «Η μικρή ήταν μόλις δύο μηνών, έμειναν άλλους τρεις μήνες με τους γονείς της γυναίκας, στο πρώτο παιχνίδι μου τραυματίστηκα, ήταν εφιάλτης οι πρώτοι έξι μήνες, αφού έλεγα “σταματάω τώρα το ποδόσφαιρο, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το μαρτύριο”, αλλά με τη βοήθεια της γυναίκας μου, το στήριγμά μου, ευτυχώς δεν το έκανα, ξεπεράστηκαν οι δύσκολες στιγμές, ακολούθησε η καθιέρωση, η εθνική, το Μουντιάλ στη Βραζιλία, η κατάκτηση του Euro στη Γαλλία».

- Τι κρατάς από τα πεντέμιση χρόνια που έπαιξες στην Μπουντεσλίγκα;

«Έμαθα πολλά. Η φυσική κατάσταση που έχω μέχρι και σήμερα το οφείλω στον Φέλιξ Μάγκατ, ίσως τον πιο κακό από τους προπονητές με τους οποίους έχω δουλέψει. Η προπόνηση του ήταν “τρέξιμο-τρέξιμο-τρέξιμο”, κανονικός στίβος, τα υπόλοιπα τα κάναμε όπως εμείς καταλαβαίναμε, αλλά όντως μου έκανε πολύ καλό στην καριέρα μου. Ήρθε ο Ντίτερ Χένινγκ, μια χαρά προπονητής, άλλαξα θέση, έγινα δεξί μπακ, κατέκτησα ένα κύπελλο, απέναντι στην Ντόρτμουντ, πήραμε το Σούπερ Καπ, φτάσαμε στους «8» του Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν ξεχνάω και το γκολ που πέτυχα στο μπαράζ παραμονής την τελευταία χρονιά μου. Ένα γκολ, μια κατηγορία».

- Για κακή σας τύχη είχατε πέσει πάνω σ’ έναν «σεληνιασμένο» Κριστιάνο Ρονάλντο.

«Ναι, ρε φίλε, μιλάμε για τον κορυφαίο παίκτη, σε μια από τις καλύτερες φάσεις της καριέρας του. Τι έκανε φέτος με την Γιουβέντους κόντρα στην Ατλέτικο; Ε, το ίδιο έκανε και σ’ εκείνον τον δεύτερο προημιτελικό. Στο πρώτο ματς κερδίσαμε 2-0, αλλά στο Μπερναμπέου μας κέρδισε μόνος του! Ρονάλντο – Βόλφσμπουργκ 3-0!».

«Υποσχέθηκα ότι θα γυρίσω για να κερδίσω τίτλους…»

Ο Αντρέ είναι ένα παιδί το οποίο περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι σαν τον Οδυσσέα βρει και πάλι το δρόμο για την ποδοσφαιρική Ιθάκη του. Ένας δρόμος, κακοτράχαλος, με παρεξηγήσεις που ευτυχώς λύθηκαν πολύ γρήγορα, εμπόδια και σίγουρα δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Μη νομίζετε πως ακόμη και στην «εποχή Σαββίδη» δεν υπήρξαν δυσκολίες. Υπήρχαν και μάλιστα μπόλικες, ειδικά το διάστημα που ήταν παίκτης της VfL Wolfsburg και όλοι έλεγαν (το πρόβλημα ήταν τι και πως το έλεγαν…) σε κάθε ευκαιρία τον ιδιοκτήτη της ομάδας να τον φέρει πίσω.

Να φανταστείτε, ότι και το καλοκαίρι του 2017, όταν τα πράγματα είχαν ωριμάσει και είχε κλείσει ο κύκλος του στη Γερμανία, υπήρχαν άνθρωποι, εντός κι εκτός των τειχών της Μικράς Ασίας, που διαφωνούσαν και στήλωναν τα πόδια. Ευτυχώς υπήρξαν και κάποιοι άνθρωποι, όπως ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Χρυσόστομος Γκαγκάτσης κι ο μάνατζερ του Πολ Κουτσολιάκος, οι οποίοι ενημέρωσαν σωστά τον Ιβάν Σαββίδη και πάλεψαν ως την ύστατη ώρα, «ο μάνατζερ μου βοήθησε πολύ τόσο εμένα, όσο και την ομάδα για να γίνει αυτή η μεταγραφή με πολύ λίγα χρήματα», για την επιστροφή του.


Ο ίδιος ακόμη και σήμερα καυχιέται και επιμένει να λέει πως «ο ΠΑΟΚ είναι τα πάντα για μένα. Είναι αγάπη με την πρώτη ματιά. Είχα πει τη μέρα που έφυγα, ότι θέλω να γυρίσω για να παίξω στην ομάδα της καρδιάς μου, να κερδίσω τίτλους μαζί της. Ευτυχώς, επέστρεψα και βοήθησα με το δικό μου τρόπο να κερδίσουμε τίτλους».

- Μια επιστροφή που πέρασε κι αυτή από πολλά κύματα…

«Είχα πει και στον προπονητή και στον τεχνικό διευθυντή της Βόλφσπουργκ, ότι ο κύκλος μου είχε κλείσει και θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα, αλλά δε θα με έδιναν και τσάμπα.. Ήταν η δεύτερη φορά που ουσιαστικά μίλησα σοβαρά με τον ΠΑΟΚ. Η πρώτη ήταν τον Δεκέμβριο του 2012, καμία άλλη φορά, ότι κι αν έγραφαν οι εφημερίδες. Έκανα τα πάντα για να γίνει η μεταγραφή γιατί το ήθελα τόσο πολύ. Είχα έρθει για θεραπεία στην Ελλάδα και καθυστερούσα όσο μπορούσα για να γίνει η δουλειά, όμως έβλεπα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και την επομένη θα έφευγα για τη Γερμανία, είχα ένα χρόνο συμβόλαιο, έπρεπε να επιστρέψω πίσω. Στο μεταξύ o μάνατζερ μου είχε έρθει στην Ελλάδα για να κάνει τη μεταγραφή του Ρέτσου, από τον Ολυμπιακό στη Μπάγερ Λεβερκούζεν, αλλά με ενημέρωσε ότι είχε ραντεβού και με τον ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη».

- Φτάσαμε την τελευταία ημέρα των μεταγραφών και δεν είχες υπογράψει;

«Είχα μπει σ’ ένα μηχάνημα θεραπείας στο οποίο για δύο ώρες δεν επιτρέπεται να έχεις τίποτα μαζί σου, βγαίνω και βλέπω στο κινητό μου κλήσεις από τον μάνατζερ μου, από τον Μάκη Γκαγκάτση, κλήσεις από παντού. Λέω μέσα μου “τι γίνεται εδώ πέρα”, επικοινωνώ με τον Πολ (σ.σ. Κουτσολιάκο) και μου λέει “πήγαινε σπίτι και θα σε ενημερώσω, πάω στα γραφεία του ΠΑΟΚ, θα δούμε…”. Είχε πάει 3-4 η ώρα το μεσημέρι, όταν χτύπησε ξανά το τηλέφωνο και άκουσα να μου λέει: “έλα, έχουμε τελειώσει”. Φυσικά δεν το πίστευα και μέχρι να υπογράψω δεν κρύβω ότι είχα αμφιβολίες, αφού μέσα στη χαρά μου ξέχασα να πάρω τη γυναίκα μου τηλέφωνο, ούτε ένα SMS δεν της έστειλα. Από τα sites το έμαθε η Βάσω!».

- Ποιος είναι ο Ιβάν Σαββίδη για τον αρχηγό του ΠΑΟΚ;

«Είναι ο άνθρωπος που έσωσε τον ΠΑΟΚ. Δυστυχώς, για μένα άργησε λίγο να έρθει στην ομάδα το 2012, είμαι σίγουρος ότι δε θα είχα φύγει τότε, είναι η καρδιά και η ψυχή της ομάδας. Ό,τι λέει το κάνει πράξη. Όταν έχεις έναν τέτοιον πρόεδρο, ο οποίος είναι δίπλα σου σε κάθε στιγμή,, σου λέει και τα καλά και τα στραβά, είναι ειλικρινής, σου μιλάει στα ίσια, δε θέλεις κάτι άλλο. Έφερε την οργάνωση στην ομάδα, έριξε και ‘γω δεν ξέρω πόσα χρήματα όχι μόνο στον ΠΑΟΚ, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στη Βόρεια Ελλάδα, στη χώρα».

- Από πέρσι πάντως, βρέθηκε να είναι το «μαύρο πρόβατο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο μοναδικός που θα έπρεπε να πληρώσει τόσο ακριβά ένα λάθος του.

«Είναι ντροπή αυτό που συμβαίνει με τον κ. Σαββίδη. Αν ήθελε θα μπορούσε να πάει στη σουίτα του, να παρακολουθεί τα παιχνίδια δίχως να μπορεί κανείς να του πει τίποτα, όμως βλέπουμε ότι και σ’ αυτό το κομμάτι είναι κύριος. ΟΚ, τον τιμώρησαν για το λάθος που έκανε πέρσι. Όμως, κανένας δεν μπορεί να έρθει στη θέση του. Η απόφαση του Κομίνη στο παιχνίδι με την ΑΕΚ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του. Είχαν συμβεί τόσα και τόσα εναντίον της ομάδας τα προηγούμενα χρόνια. Έβλεπε, μάθαινε, αλλά δεν αντιδρούσε. Ε, έφτασε εκείνο το βράδυ, εκείνη η απόφαση και… έσπασε. Λύγισε! Δυστυχώς για μας και για εκείνον, έγινε αυτό που έγινε με τη φωτογραφία και το πιστόλι στη θήκη της ζώνης. Αν δεν υπήρχε αυτή η στιγμή, σήμερα όλοι θα μιλούσαμε για έναν πρόεδρο μιας ομάδας που την έχει οδηγήσει εκεί που πρέπει να βρίσκεται και ονειρεύεται ο ίδιος να τη δει».

- Κι όμως, πριν από κάθε εντός έδρας ματς του ΠΑΟΚ φτάνει μέχρι την πόρτα της Τούμπας, σας χαιρετά έναν προς έναν και στη συνέχεια να αποχωρεί.

«Είναι πολύ δύσκολο να έρχεται μέχρι την πόρτα, να μας αγκαλιάζει, να μας εμψυχώνει, αλλά να πρέπει να φύγει πίσω στο γραφείο ή το ξενοδοχείο. Καταλαβαίνουμε πως νιώθει, το βλέπουμε στο πρόσωπο του κάθε φορά που μας μιλάει πριν φύγουμε για το γήπεδο. Όλη αυτή η κατάσταση τον πονάει, ωστόσο έχει δύναμη και αντέχει. Πιστεύω ότι αν δεν είχε τόση δύναμη μέσα του, θα είχε σηκωθεί και θα είχε φύγει από τον ΠΑΟΚ κι από το ελληνικό ποδόσφαιρο…».

- Ποια είναι η άποψή σου για τον Ραζβάν Λουτσέσκου;

«Απίστευτος άνθρωπος! Σαν οπαδός του ΠΑΟΚ τον ευχαριστώ για όλα όσα έχει προσφέρει στην ομάδα. Τι άλλο μπορείς να πεις για έναν προπονητή που έχει προσφέρει τα πάντα στον ΠΑΟΚ και θα μας φέρει το πρωτάθλημα, το οποίο μας έλειπε εδώ και τόσα πολλά χρόνια; Σέβεται όλους τους παίκτες και ξέρει να παίρνει το καλύτερο από όλους μας, να πάρει το αποτέλεσμα που θέλει σε κάθε παιχνίδι. Κάποτε τα ίδια λέγαμε και για τον Σάντος, αλλά η διαφορά του τότε με το τώρα, είναι οι συνθήκες που παίζεται το πρωτάθλημα».

- Η σχέση σου με τον κόσμο φαίνεται να είναι κάτι ξεχωριστό, είναι «το κάτι άλλο», αν κρίνουμε όλα όσα έζησες πριν από λίγες μέρες.

«Σέβομαι τον κόσμο, όπως με σέβονται και εκείνοι στο γήπεδο, στο δρόμο, παντού όπου κι αν πάω. Κάποιες φορές είναι δύσκολο, θέλεις να πας στο σπίτι σου να ξεκουραστείς, αλλά από την άλλη πρέπει να σέβεσαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που όλη τους η ζωή είναι ο ΠΑΟΚ! Δίνουν τη ζωή τους για την ομάδα, μπορεί να μην έχουν να φάνε, αλλά θα έρθουν στο γήπεδο για να μας δουν. Έρχονται από τη Ρόδο, από την Κέρκυρα από παντού. Εγώ δουλεύω γι’ αυτή την ομάδα, σέβομαι τον κόσμο, οπότε είναι υποχρέωση μου και να βγω φωτογραφίες και να υπογράψω αυτόγραφα και να μιλήσω μαζί τους».

- Ο Γιώργος Κούδας πρόσφατα απαντώντας στην ερώτηση «ποιος είναι σήμερα ο Κούδας του ΠΑΟΚ» είπε δίχως δεύτερη σκέψη ο Βιεϊρίνια.

«Ακούγοντας τα λόγια ενός θρύλου του ΠΑΟΚ, όπως ο Γιώργος Κούδας, για μένα είναι ο… παίκτης, απλά νιώθω περήφανος. Τεράστια τιμή τα λόγια του, επειδή τα είπε ο Κούδας και όχι ο… διπλανός μου. Είναι η σημαία του ΠΑΟΚ και θα πω μια λέξη: Σεβασμός».

- Ποια ήταν η πρώτη σκέψη, η πρώτη λέξη που ήρθε στο μυαλό, σηκώνοντας την «κούπα» του Πρωταθλητή;

«Δικαίωση! Το περιμέναμε πολλά χρόνια αυτό το πρωτάθλημα. Το διεκδικήσαμε προτού φύγω, το 2010, ήταν πολύ καλή εκείνη η ομάδα του Σάντος, το αγγίξαμε πέρσι, όλοι ξέρουν πως το χάσαμε από κάποιες δικαστικές αποφάσεις, όμως φέτος δεν μπορεί κανένας να πει ότι δεν δικαιούμασταν αυτόν τον τίτλο».

-Έλεγαν και το κυριότερο έδειχναν και να το πιστεύουν, ότι ο ΠΑΟΚ δεν έπαιζε την καλύτερη μπάλα κι ο Ολυμπιακός είχε την καλύτερη ομάδα…

«Ας έλεγαν, με συγχωρείται, αλλά… χέστηκα! Ξέρετε ποια είναι η διαφορά με τα προηγούμενα χρόνια; Οι ξένοι διαιτητές. Δείτε πόσα παιχνίδια παίξαμε και τι αποτελέσματα είχαμε σ’ αυτά τα ματς. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι από αυτά τα οκτώ ντέρμπι, κερδίσαμε τα έξι και φέραμε δύο ισοπαλίες. Το κυριότερο, όμως, ξέρεις ποιο είναι; Ό,τι δεν μπορούν να πουν κουβέντα για τους ξένους διαιτητές. Με τους Έλληνες βρίσκουν και κάνουν ό,τι θέλουν».

- Πού θέλεις να αφιερώσεις αυτό το πρωτάθλημα;

«Στον Ιβάν Σαββίδη, στην οικογένεια του, στους δικούς μου ανθρώπους και φυσικά στον κόσμο του ΠΑΟΚ. Έβαλα πρώτο τον πρόεδρο, γιατί μας έχει προσφέρει τα πάντα για να μπορέσουμε να φτάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο και να γίνουμε πρωταθλητές. Όμως, τι να πεις για τον κόσμο; Έκανε τεράστια υπομονή, αν και προσωπικά πιστεύω ότι αυτή η ομάδα με αυτόν τον κόσμο δεν έπρεπε να περιμένει τόσα χρόνια για ένα πρωτάθλημα».

- Μπορεί να’ ταν της μοίρας σου γραφτό να γυρίσεις πίσω κι ως αρχηγός να το σηκώσεις στον ουρανό της Τούμπας.

«Όταν έφυγα είχα πει ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψω για να κερδίσω τίτλους μ΄ αυτή την ομάδα. Δεν το είπα, έτσι απλά για να εντυπωσιάσω τον κόσμο, εσείς στην Ελλάδα το λέτε λαϊκισμό, το είπα γιατί το πίστευα. Αυτό το πρωτάθλημα πέραν της δικαίωσης που θα νιώσουμε όλοι, για μένα θα σημαίνει ότι κράτησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον κόσμο της ομάδας. Λίγες φορές στη ζωή μου έχω υποσχεθεί σε κάποιον το οτιδήποτε, αλλά αυτόν τον τίτλο τον ήθελα πάρα πολύ να τον κατακτήσω με τον ΠΑΟΚ. Έκλεισα, λοιπόν, τα μάτια και είπα μέσα μου: «Τα κατάφερα»!

- Ελάχιστες ομάδες στον κόσμο έχουν καταφέρει να κατακτήσουν αήττητοι το πρωτάθλημα. Θα μείνετε για πάντα στην ιστορία…

«Ναι, όντως! Ας μην ξεχνάμε ότι ξεκινήσαμε και από μειονεκτική θέση, με δύο λιγότερους βαθμούς. Όποιος έχει παίξει ποδόσφαιρο γνωρίζει καλά πόση μεγάλη διαφορά είναι να είναι ο αντίπαλος σου στο μηδέν και εσύ στο μείον δυο. Θα έλεγα ψέματα αν έβγαινα τώρα και έλεγα ότι δεν το σκεφτόμασταν. Και το σκεφτόμασταν και το θέλαμε. Πάντως, από το ξεκίνημα της σεζόν, ο στόχος μας ήταν το πρωτάθλημα, το αήττητο προέκυψε στην πορεία κι αν μπορώ, ναι θέλω να το πετύχουμε. Ένα ματς έμεινε…».

- Υπήρξε κάτι που σ’ ενόχλησε μέσα στη χρονιά; Κάτι που να είπες «δεν έπρεπε να γίνει».

«Με ενόχλησε η στάση των παιδιών του Πανιωνίου και την όποια απόφαση πήραν στο μεταξύ μας παιχνίδι, θεωρώντας από την πλευρά τους ότι δεν υπήρχε πέναλτι, να το δεχτώ και να το σεβαστώ. Όμως, θέλω να τους ρωτήσω κάτι: γιατί δεν είχαν ανάλογη αντίδραση, μ’ αυτή της Τούμπας, στο ματς με τον Ολυμπιακό; Γιατί, δεν έκαναν το ίδιο όταν τους ακύρωσαν ένα γκολ στο οποίο ο παίκτης ήταν τρία μέτρα πίσω; Γιατί, μόνο στον ΠΑΟΚ; Κάντε το με όλες τις ομάδες, όχι επιλεκτικά μαζί μας».

- Ίσως, να ενοχλείτε αρκετά…

«Το ξέρω, το βλέπω. Όλοι ξέρουν πως αν φέτος υπήρχαν υπέρ μας αποφάσεις άλλων ομάδων, τότε θα γινόταν… επανάσταση! Μιλούν για το χέρι στο ματς με τη Λαμία. Ναι, ήταν χέρι, αλλά δεν μας είπαν τι έγινε στη συνέχεια στο ίδιο ματς, τι είχε προηγηθεί με τον Πανιώνιο, με τον ΟΦΗ, τι ακολούθησε με τον Αστέρα Τρίπολης, με τον Άρη στην Τούμπα, μπορώ να θυμηθώ ακόμη τέσσερα, πέντε παιχνίδια με κραυγαλέες αποφάσεις κατά του ΠΑΟΚ, αλλά ειλικρινά δεν οδηγεί πουθενά. Ξαναλέω η μεγάλη διαφορά με τα προηγούμενα χρόνια, όπου όλοι μας βλέπαμε τι γινόταν, ήταν οι ξένοι διαιτητές».

«Θα μπω και θα παίξω στη Νέα Τούμπα»

- Η πιο δύσκολη στιγμή της φετινής χρονιάς;

«Σε προσωπικό επίπεδο, θέλει και ρώτημα, ο τελευταίος τραυματισμός. Μέχρι τότε πίστευα ότι ήταν ο τραυματισμός μου πριν από το ματς με την ΜΠΑΤΕ, αλλά ήρθε αυτή η κακιά στιγμή στο ματς με τη Λάρισα».

- Για να ξαναθυμηθείς ότι έζησες και το 2013 ως ποδοσφαιριστής της Βόλφσμπουργκ. Ο ίδιος τραυματισμός, η ίδια διαδικασία, ο ίδιος γιατρός…

«Αν δεν υπήρχε η Βάσω μπορεί να μην τα είχα καταφέρει, αυτή στεναχωρήθηκε περισσότερο από μένα, αλλά ξέρει και η ίδια ότι θα επιστρέψω ακόμη πιο δυνατός».

- Θα σε δούμε, δηλαδή, να αγωνίζεσαι στη Νέα Τούμπα;

«Γιατί να μη με δείτε;».

- Γιατί θα έχεις μπει, ήδη, στα 36 σου τη σεζόν 2022-23, που μπορεί να είναι έτοιμο το νέο γήπεδο.

«Όχι μόνο θα παίξω, αλλά θα παίξω στο πρώτο παιχνίδι στο νέο γήπεδο. Γράψτε το και να το θυμάστε. Δεν γίνεται να έχω περάσει τόσα και τόσα μ’ αυτή την ομάδα και να μην αγωνιστώ στο νέο γήπεδο. Να το ξέρει ο πρόεδρος, στο νέο γήπεδο θα παίξω ότι κι αν γίνει…».


- Το συμβόλαιο σου, πάντως, λήγει το μεθεπόμενο καλοκαίρι;

«Δεν έχω σκοπό να φύγω από τον ΠΑΟΚ. Επέστρεψα για να κλείσω την καριέρα μου στον ΠΑΟΚ. Θα φύγω μόνον αν δε με θέλει η ομάδα. Πάντως, αν έχουν αρχίσει τότε τα έργα του νέου γηπέδου θα πάω να βοηθήσω…».

- Έχεις σκεφτεί τον εαυτό σου χωρίς κοντό παντελονάκι;

«Ειλικρινά, όχι! Κάποιες στιγμές μπορεί να το σκέφτομαι, αλλά αυτή η εικόνα δεν έχει μπει για τα καλά στο μυαλό μου. Μόνος μου θα καταλάβω πότε ήρθε το τέλος, αυτό που δε θέλω με τίποτα να συμβεί, είναι να μείνω στον ΠΑΟΚ δίχως να μπορώ να προσφέρω και να βοηθήσω, απλά γιατί θα λένε “έλα μωρέ άστον δεν πειράζει, είναι ο Βιεϊρίνια”. Να ξέρετε ότι μέχρι την ημέρα που θα μπορώ να προσφέρω κάτι στην ομάδα, θα είμαι εκεί. Όταν αισθανθώ ότι δεν με κρατάνε τα πόδια μου, θα τα παρατήσω όλα και θα σταματήσω. Τώρα ακούγεται εύκολο, αλλά όταν έρθει εκείνη η στιγμή θα είναι δύσκολα, όμως αυτό ελπίζω ότι θα αργήσει να συμβεί…».

Φωτογραφία: Νίκος Βερβερίδης (instagram.com/verve_iv)

 

Τελευταία Νέα