Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Το παραμύθι μας (vid & pics)

Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Το παραμύθι μας (vid & pics)

bet365

Ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν έγραψε την τριλογία που όρισε το πρότυπο για το είδος της φαντασίας. Ο Πίτερ Τζάκσον τη μετέφερε στον κινηματογράφο και στις καρδιές μας, για πάντα.

Οι ιστορίες που μας έλεγαν οι γονείς μας όταν ήμασταν παιδιά ήταν και οι καλύτερες. Όχι γιατί τελείωναν με το “και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα”, αλλά γιατί δεν... τελείωναν! Τα παραμύθια -γι' αυτά πρόκειται- ήταν η είσοδος στη χώρα της φαντασίας, εκεί όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν.

Δράκοι, πρίγκιπες, βασιλιάδες, ιππότες, πολεμιστές, μάγοι, τέρατα, περιπέτεια δίχως αρχή και τέλος και πάντα μια ανάμνηση να μένει λίγο πριν την επιστροφή στην πραγματικότητα. Η ανάμνηση του ήρωα που καταφέρνει τα πάντα. Η ανάμνηση του μάγου που “δένει” με ξόρκια τους ανθρώπους. Η ανάμνηση της φωτιάς από το στόμα του δράκου. Η ανάμνηση των μαχών και της μεγάλης νίκης στο τέλος.

Τα χρόνια περνούν, η παιδική ηλικία φεύγει και τότε ο κόσμος της φαντασίας ζωντανεύει στη μεγαλύτερη οθόνη του κόσμου. Το βιβλίο με την πιο συναρπαστική, φανταστική, περιπέτεια αποκτά μυθικές διαστάσεις και τότε αποκτούν νόημα η φιλοδοξία και το όραμα. Γίνονται φάροι με φως τόσο λαμπερό που ένα άλλο σύμπαν αποκαλύπτεται.

Εκεί δεν υπάρχει ήλιος, αλλά ένα άγρυπνο μάτι που τα πάντα βλέπει και μια συντροφιά που σαν αυτόνομο ουράνιο σώμα κινείται και ψάχνει τη μεγάλη έκρηξη, αυτήν που θα καταστρέψει και θα σώσει τον κόσμο! Άπαντες δεμένοι με το... “πολύτιμο”. “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών” είναι η 22η ταινία που σας παρουσιάζει το τελευταίο G-Weekend Journal του 2017. Καλή χρονιά να χουμε.

Ο υποβλητικός λόγος του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν

Η τριλογία που λάτρεψαν (και λατρεύουν) μικροί και μεγάλοι, που ανήκει, πια, δικαιωματικά, στο πάνθεον των μεγάλων ταινιών, αυτών που “σπάνε” το φράγμα του χρόνου. Ο Πίτερ Τζάκσον είναι υπεύθυνος γι' αυτό που είδαμε και τα συγχαρητήρια του προσφέρονται απλόχερα. Πριν, όμως, από τον κινηματογράφο, ο λόγος του Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν. Δίχως αυτόν δεν θα υπήρχε τίποτα. Ο Τόλκιν κατάφερε να ορίσει το πρότυπο για το είδος της φαντασίας. Δημιούργησε μια ακαταμάχητη ιστορία που κανείς, ιδιαίτερα παιδιά, έφηβοι και νέοι, δεν μπορεί να αντισταθεί. Ένας μεσαιωνικός κόσμος κατοικημένος από νάνους, ξωτικά, τελώνια, ένας κακός, πανίσχυρος άρχοντας που θέλει να υποδουλώσει κάθε καλό πλάσμα και ένας ήρωας που προτίθεται να τον σταματήσει.

Όταν έγραφε την τριλογία είχε στο μυαλό του μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό. “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών” ξεκίνησε ως συνέχεια του “The Hobbit” (1937). Η δημοτικότητα του τελευταίου οδήγησε τους εκδότες να απαιτήσουν το σίκουελ. Πίστευαν ότι κι άλλες ιστορίες για χόμπιτ θα ήταν δημοφιλής. Έτσι, ο Τόλκιν ξεκίνησε να γράφει την ιστορία που θα γινόταν “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών”. Χρειάστηκαν 12 χρόνια για να την ολοκληρώσει (1949) ενώ δεν θα έφτανε στα ράφια των βιβλιοπωλείων πριν το 1955.

Τον Δεκέμβριο του 1937, λοιπόν, άρχισε να γράφει “το νέο Χόμπιτ”. Μετά από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες, προέκυψε η ιστορία του Ενός Δαχτυλιδιού. Αρχικά, ο Τόλκιν σκόπευε να γράψει μια ιστορία για τον Μπίλμπο, ο οποίος είχε ξοδέψει όλα όσα είχε κερδίσει και αναζητούσε καινούργια περιπέτεια. Ωστόσο, θυμήθηκε το Δαχτυλίδι και τις δυνάμεις του και θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο να επικεντρωθεί σε αυτό. Καθώς προχωρούσε, πρόσθεσε στοιχεία από τη μυθολογία “Silmarillion”.

Qenya και Sindarin

Ο Τόλκιν δεν έπλασε μόνο εικόνες ανυπέρβλητης γοητείας και δύναμης, αλλά και δικές του γλώσσες! Πώς το έκανε; Παίρνοντας και ενώνοντας κομμάτια από γλώσσες, αληθινές, που αγαπούσε. Παράδειγμα. Στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, “Η Επιστροφή του Βασιλιά”, υπάρχουν παλιά αγγλικά, Ουαλικά άσματα εδώ και κει, ακόμη και Φινλανδικά.

Ο ερευνητής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο του Τέξας Φρεντ Χόιτ, σημειώνει πως “έχουν εφεύρει γλώσσες, αλλά είναι απόλυτα λογικές και γλωσσικά υγιείς”. Γύρω στις 12 γλώσσες αναφέρονται στον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”, όμως ο Τόλκιν δύο απ' αυτές ανέπτυξε κατάλληλα, Κβένγια (Qenya) και Σίνταριν (Sindarin), τις γλώσσες των ξωτικών. Η πρώτη βασίζεται στις γραμματικές αρχές των φινλανδικών. Η δεύτερη, που περιγράφεται ως απόγονος της Κβένγια, ακουμπά στα Ουαλικά, από τις αγαπημένες του Τόλκιν εξ αιτίας του τρόπου που ακουγόταν. Όσον αφορά τα αγγλικά, υπάρχουν στη Μέση Γη, στα Ρόχιρικ (Rohirric) και όπως τονίζει ο Χόιτ “είναι σύντομη παρεμβολή των παλιών αγγλικών”. Οι υπόλοιπες γλώσσες, όπως των νάνων (Dwarvish) και των Ορκ, δεν είναι λεπτομερείς, το λεξιλόγιο μικρό και λίγες οι πραγματικές προτάσεις.

Η σκυτάλη στον Τζάκσον

Η σκυτάλη στον Πίτερ Τζάκσον. Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα φέρει την υπογραφή του και δικαιούται τη μερίδα του λέοντος σε τιμές και επαινετικά σχόλια. Ο σκηνοθέτης της τριλογίας κατάλαβε την αξία και το μέγεθος του υλικού που είχε στα χέρια του και δημιούργησε κάτι ανεπανάληπτο. Μας έδωσε μια εμπειρία που τα περιλαμβάνει όλα! Διασκέδαση, ψυχαγωγία, ευχαρίστηση, “ταξίδι”, ενθουσιασμό και ένα μεγάλο χαμόγελο στο τέλος. Ο Τζάκσον ανέδειξε και την ίδια στιγμή επισκίασε τον λογοτεχνικό “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, μια και η μεταφορά στο σινεμά ή θα ήταν μεγαλειώδης ή δεν θα άξιζε τον κόπο. Εξάλλου, ο κόσμος του Τόλκιν μόνο με ένα έπος μπορεί να συγκριθεί.

Ο Τζάκσον, λοιπόν, χρησιμοποίησε ως βάση της αφήγησης την παράδοση του παραμυθιού και πάνω σε αυτήν έφτιαξε την εντυπωσιακή τοιχογραφία του. Εκμεταλλευόμενος άριστα την τεχνολογία συνόδεψε την ιστορία με καθηλωτικά οπτικά και ηχητικά εφέ. Παράλληλα, σε κάθε ευκαιρία μεγεθύνει το καθετί που μπορεί. Τα περισσότερα πλάνα δίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε ο θεατής να “χάνεται” στο μεγαλείο της εικόνας. Η κάμερα “ανοίγει” τον χώρο για να φανεί η ομορφιά των τοπίων, η δράση και η κίνηση των ηρώων. Το τράβελινγκ της κάμερας και το πανοραμίκ είναι κινήσεις της που χαρακτηρίζουν την ταινία. Επίσης, εντυπωσιάζουν τα γενικά πλάνα, ενώ εντοπίζουμε γκρο πλαν και τρε γκρο (πολύ κοντινά). Όλα αυτά σε υψηλές ταχύτητες για να “ακολουθούν” τον ρυθμό που επιτάσσει το σενάριο, το βιβλίο του Τόλκιν.

Οι ηθοποιοί δεν χάνονται σε αυτό το τοπίο και είναι επίτευγμα του Τζάκσον. Ο νεοζηλανδός σκηνοθέτης τους δίνει τον χώρο που πρέπει τη στιγμή που πρέπει. Όταν η ιστορία “απαιτεί” να μπουν στο προσκήνιο το κάνει και όταν η εξέλιξη της “μιλά” από μόνη της, τους αφήνει να ακολουθήσουν τη γενική πορεία. Φυσικά, το μοντάζ έπαιξε σημαντικό ρόλο και είναι από τα μεγάλα ατού του φιλμ, ενώ στα συν και η φωτογραφία του Άντριου Λέσνι και η μουσική του Χάουαρντ Σορ.

Η συντροφιά που σάρωσε

Η τριλογία αποτελείται από “Τη συντροφιά του δαχτυλιδιού”, “Οι δύο πύργοι”, “Η επιστροφή του βασιλιά”. Τα πάντα ξεκινούν στα γενέθλια του χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς, ο οποίος κλείνει τα 111 χρόνια. Εκεί θα αποκαλυφθεί το μυστικό της μακροζωίας του. Ένα δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι της δύναμης είναι αυτό που τον κάνει να “νικά” τον χρόνο. Ο Μπίλμπο κληροδοτεί, μεταξύ άλλων, στο ανιψιό του Φρόντο το δαχτυλίδι. Όταν αυτός το δείχνει στον μάγο Γκάνταλφ, αυτός το πετάει στη φωτιά και εκεί αποκαλύπτονται όλα, “Ένα δαχτυλίδι για να τα εξουσιάζει όλα. Ένα δαχτυλίδι για να τα βρει, ένα δαχτυλίδι για να τα φέρει όλα και στο σκοτάδι να τα ενώσει”. Το δαχτυλίδι πρέπει να καταστραφεί στο Βουνό του Χαμού και μια συντροφιά θα αναλάβει να βοηθήσει τον Φρόντο να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο.

Ο πυρήνας του σεναρίου είναι η συντροφιά, καθώς αυτή κινεί όλη την ιστορία. Η πίστη τους ενός στον άλλο και στον τελικό σκοπό “δένει” το ταξίδι τους. Ο Άραγκορν, ο Λέγκολας, ο Γκίμλι, ο Γκάνταλφ, ο Πίπιν, ο Μέρι, ο Σάμγουαϊζ Γκαμτζί, ο Μπόρομιρ και ο Φρόντο θα μας παρασύρουν στην περιπέτεια τους. Μαζί και το Γκόλουμ, ο Σμίγκολ, που πάντα θα ποθεί το “πολύτιμο”, όπως χαρακτηρίζει το δαχτυλίδι της δύναμης. Η ταινία καταπιάνεται και με τη μάχη του καλού με το κακό, με την εξουσία και την απόκτηση αυτής, με τη διαφθορά, το πάθος, την αγάπη, την τιμή, τον θάνατο, την ανδρειοσύνη, την προδοσία. Όλα αυτά πάνω στα θεμέλια του παραμυθιού. Από το “μια φορά και έναν καιρό” στο “και έζησαν αυτοί καλό και μεις καλύτερα”. Η ειδοποιός διαφορά βέβαια είναι ο τρόπος που εξιστορείται αυτό το ξεχωριστό παραμύθι.

Το όλο εγχείρημα χρειάστηκε οκτώ χρόνια να ολοκληρωθεί. Γυρισμένο εξ ολοκλήρου στη Νέα Ζηλανδία, πατρίδα του Πίτερ Τζάκσον. Το κόστος ανήλθε κοντά στα 300 εκατομμύρια δολάρια ενώ τα έσοδα, παγκοσμίως, έφτασαν σχεδόν τα τρία δισεκατομμύρια! Η τριλογία σάρωσε και στα βραβεία. Μάλιστα, προτάθηκε για 30 Όσκαρ κερδίζοντας τα 17, τα περισσότερα από κάθε κινηματογραφική τριλογία. Δέος...

-Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από newyorker, theguardian, wikipedia

 

Τελευταία Νέα