Ο ταξιτζής: Μια όαση φρίκης (vid, pics)

Ο ταξιτζής: Μια όαση φρίκης (vid, pics)

bet365

Το... cine Weekend συναντά τον Μάρτιν Σκορσέζε στην καλύτερη του στιγμή. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο αγγίζει την τελειότητα ερμηνευτικά και η ταινία κερδίζει επάξια θέση στις κορυφαίες της 7ης τέχνης.

Η μοναξιά δεν έχει ορισμό. Είναι βίωμα και κατάσταση που σε βρίσκει ξαφνικά. Σε καθηλώνει, γίνεται βρόχος που δεν μπορείς να βγάλεις, παγιώνεται στη συνείδηση σου, στις κινήσεις σου, στη συμπεριφορά σου. Η μοναξιά, όσο περνά ο χρόνος, πυκνώνει και σε πυκνοκατοικημένους τόπους θεριεύει, αυτονομείται και ορθώνεται απειλητική μπροστά στο άτομο.

Οι μεγάλοι, πολύβουοι, δρόμοι, τα ψηλά κτίρια, τα σκοτεινά σοκάκια, οι φωτισμένες βιτρίνες, οι φωνές που δεν έχουν αφετηρία, τα ψεύτικα θεάματα και ο κυνισμός των υπόλοιπων ανθρώπων, τη μεταμορφώνουν σε ατσάλινο δίχτυ που όλο και “πνίγει” την ήδη άρρωστη κοινωνία.

Ο φέρων το άλγος της μοναξιάς ξέρει ότι πρέπει να σκοτώσει το τέρας μέσα του, να βρει σημεία επικοινωνίας, κατανόησης εκεί που δεν υπάρχουν. Αν χρειαστεί να τα βάλει με όλο τον κόσμο, ακόμη και με το είδωλο του. Αν δεν μπορεί να ακούσει τον εαυτό του, να τον ρωτήσει “μιλάς σε μένα;” και μετά αποφασισμένος να προχωρήσει.

Το κακό είναι ότι η αποστολή που αναλαμβάνει είναι αποστολή αυτοκτονίας, μια και η μοναξιά, που έχει ριζώσει, έχει γαντζωθεί στο σώμα της κοινωνίας και η αποκόλληση αυτής είναι σίγουρο ότι θα αποσπάσει -και θα καταστρέψει την ίδια στιγμή- ένα σημαντικό, ζωτικό κομμάτι της. Ας είναι... Εξάλλου, το πέρασμα από μια εξωτική ζούγκλα σε μια αστική δεν μπορεί να αποφευχθεί. “Ο ταξιτζής” είναι η 11η ταινία που σας παρουσιάζει το G-Weekend Journal.

“You talking to me?”

Ας ξεκινήσουμε ανορθόδοξα και ας πάμε αμέσως στην κορύφωση της ταινίας. Ναι, στην περίφημη σκηνή όπου ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (Τράβις Μπικλ) στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και λέει στον εαυτό του: “You talking to me?”. Η στιγμή που το σενάριο “απογειώνει” το φιλμ, διότι εκεί ακριβώς εμφανίζεται ο κόσμος του “Ταξιτζή”. Είναι το σημείο καμπής. Το πέρασμα από την υπαρξιακή αναζήτηση στην τραγωδία της προσωπικής έκφρασης. Της έκφρασης που ταυτίζεται με τη δράση, καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ακουστεί το μήνυμα του ήρωα.

Εκεί, λοιπόν, μπροστά στο είδωλο του, ο βετεράνος του Βιετνάμ και οδηγός ταξί, επαναλαμβάνει την ερώτηση. Η επανάληψη οδηγεί στον διαχωρισμό και ο ανήσυχος και ανήμπορος μέχρι εκείνη τη στιγμή άνθρωπος, γίνεται μοναχικός λύκος. Η προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον κόσμο έχει χαθεί και το μόνο που απομένει είναι η επιβολή των όπλων και του αίματος.

Η άναρθρη κραυγή ενός θηρίου που δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη μοναξιά του, αλλά και από την απομόνωση που τον καταδικάζουν όσοι είναι γύρω του. Την ώρα που κάνει πρόβα μπροστά στον καθρέφτη αφήνει πίσω του την απελπισία, την ανημποριά, την παράδοση και γίνεται ο άνθρωπος που είναι έτοιμος για όλα.

Τα βρώμικα σημάδια της πόλης

Ο Μάρτιν Σκορσέζε στην καλύτερη του στιγμή. Φυσικά το σενάριο του Πολ Σρέιντερ είναι τα (γερά) θεμέλια της ταινίας. Ο σκηνοθέτης όμως είναι που αναδεικνύει την αμηχανία και τον ξεπεσμό της (αμερικάνικης) κοινωνίας. Ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα είναι που συλλαμβάνει την κατάθλιψη και την αγριότητα του μοντέρνου κόσμου, την άγαρμπη και δίχως σκέψη προσπάθεια του να αφήσει την πληγή του Βιετνάμ.

Ο φακός θα αποτυπώσει κάθε βρώμικο σημάδι της μεγάλης πόλης. Της Νέα Υόρκης εν προκειμένω. Τα ψεύτικα, πολύχρωμα φώτα από τα φτηνά μαγαζιά, τα μανάβικα, τα ψιλικατζίδικα, τα σινεμά που παίζουν ταινίες πορνό, τα χρώματα από τα κακόγουστα, φανταχτερά ρούχα των κοριτσιών που κάνουν πεζοδρόμιο, των προαγωγών, των μεγάλων αυτοκινήτων...

Εκεί, και η απατηλή λάμψη των καλοσιδερωμένων κουστουμιών των αστών πολιτικών, των χαμόγελων που εξαπατούν και καταδικάζουν συνοδευόμενα από ξεθωριασμένα σλόγκαν. Υπάρχει όμως και κάτι αληθινό, πέρα από τον Τράβις Μπικλ, η αθωότητα και η αγνότητα ενός ανήλικου κοριτσιού που “παλεύει” να μην χαθεί στον κόσμο της πορνείας και των ναρκωτικών. Η μοναξιά μια έφηβης κοπέλας θα ενωθεί με αυτήν του ταξιτζή και μαζί θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν στη βαρβαρότητα της νέας εποχής: του καταναλωτισμού, της παρακμής, της ηθικής σήψης, της παράνοιας.

Το ερμηνευτικό θηρίο Ρόμπερτ Ντε Νίρο

Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο φυσικά είναι αυτός που σηκώνει το ερμηνευτικό βάρος της ταινίας και διαπρέπει. Ο τρόπος που είναι δομημένη, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά, δεν αφήνει περιθώρια για άλλους πρωταγωνιστές. Ο πολυβραβευμένος ηθοποιός ενσαρκώνει τον Τράβις Μπικλ. Πρώην πεζοναύτης που δεν μπορεί να κοιμηθεί και ψάχνει δουλειά, όχι μόνο για βιοποριστικούς λόγους, αλλά για να βρει τρόπο να επικοινωνήσει. Δίχως αυτοκριτική και σίγουρος για τη συνείδηση του, θα βγει στους δρόμους ως οδηγός ταξί. Δεν τον νοιάζει πού δουλεύει και ποιες ώρες. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να αναμιχθεί με το πλήθος, να έρθει σε επαφή με ανθρώπους.

Η απόκτηση χρημάτων, για να ικανοποιήσει τις όποιες βιοποριστικές του ανάγκες, είναι η αφορμή. Όταν θα κάνει το βήμα να ενταχθεί στο άναρχο και αφιλόξενο περιβάλλον της μεγαλούπολης θα δεχτεί και το μεγάλο σοκ. Πλησιάζει νέα γυναίκα (Σίμπιλ Σέπαρντ) και ζητά με τον τρόπο του συντροφιά.

Η άγνοια του όμως καταλήγει σε οδυνηρή απόρριψη. Τη χαρακτηρίζει ψυχρή και απόμακρη”. Αδιέξοδη και η προσπάθεια να μιλήσει με τους συναδέλφους του, ενώ όταν θα πάρει κούρσα υποψήφιο γερουσιαστή για την Προεδρεία των ΗΠΑ, τότε θα εξομολογηθεί-ξεσπάσει με τον τρόπο του. Το μόνο που ζητά από τους πολιτικούς είναι να καθαρίσουν την πόλη από τη βρωμιά, από τα σκουπίδια.

Στο τέλος, αποφασίζει να το κάνει μόνος του. Έτσι, μέσα σε “μια όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας” (Μπωντλέρ) θα επιχειρήσει να πλήξει τη διαφθορά και τη βία στο υψηλότερο επίπεδο (πολιτική). Δεν θα τα καταφέρει και θα στραφεί στο άμεσο και πιο απτό: Την πορνεία και τα ναρκωτικά. Θα σκοτώσει δύο, θα σώσει μια κοπέλα και από ειρωνεία της τύχης θα σωθεί. Μόνος θα μείνει με τη συνείδηση του καθαρή.

Η εγκατάλειψη του χώρου και των ανθρώπων

Ο αφηγηματικός ρυθμός κινείται αργά για να παρακολουθήσει ο θεατής τις αλλαγές στον ψυχισμό του ήρωα, αλλά και να δει τη μεγάλη εικόνα της αστικής ζούγκλας. Υπάρχουν στιγμές που η κάμερα εστιάζει σε αντικείμενα (όπως ο εσωτερικός καθρέφτης του αυτοκινήτου) για να αποδώσει τα όσα συμβαίνουν στο μυαλό του κεντρικού ήρωα. Τα πλάνα φροντίζουν να δείξουν την εγκατάλειψη στον χώρο και στους ανθρώπους, ενώ ο Σκορσέζε εκμεταλλεύεται άριστα τα υγρά στοιχεία των δρόμων, το σκοτάδι και το λιγοστό, πολύχρωμο φως της νύχτας. Ο Ντε Νίρο του δίνει τρομερής έντασης ερεθίσματα και τον αφήνει να ορίσει το στήσιμο των εικόνων.

Η αποστασιοποίηση τον κατευθύνει. Δεν υπάρχουν υπερβολές στο παίξιμο του, με ανεπαίσθητα σκιρτήματα και αλλαγές έκφρασης στο πρόσωπο του σκιαγραφεί τη μετάλλαξη του ήρωα του. Η Σίμπιλ Σέπαρντ κρατά την ισορροπία της ψυχρής, σνομπ γυναίκας και αυτής που είναι ευαίσθητη και ειλικρινά μετανιωμένη. Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ απλός και ουσιαστικός στον ρόλο του προαγωγού, ενώ η Τζόντι Φόστερ καταφέρνει να δώσει την εικόνα της ανήλικης πόρνης που έχει χαθεί και ψάχνει σανίδα σωτηρίας.

Η ταινία κέρδισε τον “Χρυσό Φοίνικα” το 1976 και ο Μπέρναρντ Χέρμαν έλαβε βραβείο “BAFTA” για τη μουσική επένδυση.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα