Μήπως, εν τέλει, φταίει ο ήλιος;

Βασίλης Τσίγκας
Μήπως, εν τέλει, φταίει ο ήλιος;

bet365

Ο Βασίλης Τσίγκας βαρέθηκε να ταξιδεύει και να ζηλεύει τα αυτονόητα: αυτά που έχουν όλοι και δεν έχουμε εμείς, μάλλον γιατί εμείς έχουμε αυτό που δεν μπορούν να έχουν οι άλλοι.

Πάει κι αυτό. Μία εβδομάδα στο Ελσίνκι ήρθε κι έφυγε, όπως εκείνη η πρωινή ηλιοφάνεια τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα που ήμασταν εδώ: γρήγορα. Μπορεί τους καλοκαιρινούς μήνες να βραδιάζει αργά και το σκοτάδι να διαρκεί λίγο στις Σκανδιναβικές χώρες, όμως ήλιο πολύ δεν απολαμβάνεις μέσα στην ημέρα. Ακόμα και όταν δεν έχει σύννεφα στον ουρανό, είναι λες και υπάρχει ένα πέπλο που σκεπάζει τη Γη και δεν αφήνει τις ακτίνες να περάσουν με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Βέβαια, εμείς έχουμε μεγαλώσει στην Ελλάδα, τη χώρα του ήλιου, οπότε λογικό είναι οτιδήποτε άλλο να μας ξενίζει. Ο ήλιος, απ’ ό,τι φαίνεται, μας έχει καταδικάσει…

Στο ίδιο μήκος κύματος με τον καιρό ήταν και οι άνθρωποι στη Φινλανδία. Κρύοι. Το Ελσίνκι αποδείχθηκε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις που έχω επισκεφτεί. Όχι γιατί είχε κάποιο αξιομνημόνευτο αξιοθέατο να δεις, αλλά λόγω των κατοίκων του. Περίεργοι άνθρωποι, μουτζούφληδες. Δεν είναι αγενείς. Αν πεις καλημέρα σε κάποιον, θα σου απαντήσει. Μπορεί να μην χαίρεται που το κάνει, αλλά δεν θα σε προσπεράσει. Δίνουν όμως την εικόνα ότι είναι αδιάφοροι. Όλες οι ανθρώπινες συναλλαγές είναι κωδικοποιημένες, γίνονται γιατί πρέπει να γίνουν.

Αν μη τι άλλο, το Ελσίνκι είναι η πόλη της ησυχίας. Δεν ακούς φωνές στο δρόμο, οι άθρωποι δεν μιλούν ο ένας με τον άλλο. Όλοι περπατούν σταθερά, γρήγορα προς την κατεύθυνσή τους, δίχως να αποπροσανατολίζονται απ’ ό,τι και να συμβαίνει γύρω τους. Ίσως γιατί, όταν έχεις μάθει να περπατάς με -10 βαθμούς Κελσίου, σου γίνεται βίωμα ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το καταλαβαίνω αυτό, το έζησα φέτος τον Δεκέμβριο στο Μιλγουόκι…

Η ησυχία, όμως, βασιλεύει παντού. Και μέσα στα τρένα, στα κτίρια, στα εμπορικά, στα εστιατόριά τους. Οι συνομιλίες είναι χαμηλόφωνες, διακριτικές, όπως όταν ήμασταν παιδιά και δεν θέλαμε να ξυπνήσουμε τον μπαμπά από τον μεσημεριανό του ύπνο. Όλα αυτά βέβαια, όσο στην εξίσωση δεν μπαίνει το αλκοόλ. Γιατί τότε, οι συμπεριφορές αλλάζουν, τα πρόσωπα κοκκινίζουν και οι φωνές κελαηδούν. Οι Φινλανδοί είναι πράγματι, άλλοι άνθρωποι όταν πίνουν.

Όλα όσα έχουν προηγηθεί, είμαι σίγουρος ότι δημιουργούν μια… αντιπαθητική εικόνα. Λογικό είναι, ειδικά για όποιον ζει στην Ελλάδα. Εδώ, βασιλεύει τους περισσότερους μήνες ο παντοκράτωρ ήλιος. Εδώ, οι άνθρωποι είναι έξω καρδιά. Θα σου μιλήσουν, θα σε αγκαλιάσουν, θα σε φιλήσουν. Ο Έλληνας δεν χρειάζεται αλκοόλ για να έρθει σε κέφι. Βοηθάει βέβαια, αλλά δεν είναι προϋπόθεση. Εδώ, οι άνθρωποι ξέρουν να διασκεδάζουν, το φωνάζουν κάθε μέρα, όλη μέρα. Στη διαδρομή προς τον προορισμό μας, θα μιλήσουμε, μπορεί να τσακωθούμε κιόλας, σίγουρα θα καθυστερήσουμε και κανά δεκάπεπτο, αλλά χαλάλι! Το αίμα μας βράζει εδώ, δεν είμαστε κρυόκωλοι και βαριεστημένοι, όπως οι Φινλανδοί. Εμείς ξέρουμε να ζούμε! Έτσι δεν είναι;

Όχι, παιδιά, δυστυχώς δεν είναι!

Ξέρουμε να διασκεδάζουμε, ξέρουμε να περνάμε καλά, ξέρουμε τον τελευταίο καιρό να επιβιώνουμε, ναι. Αλλά δεν ξέρουμε να ζούμε. Τουλάχιστον, όχι στην εποχή μας. Οι Φινλανδοί και οι κάθε Φινλανδοί ζουν κάποιες δεκαετίες μπροστά μας. Δεν είναι μόνο οι υποδομές το πρόβλημα, είναι η παιδεία. Ναι, η παιδεία! Καγχάζουμε για τον πολιτισμό μας κάθε μέρα, φωνάζουμε για την κουλτούρα μας και τα επιτεύματα ενός λαού, που σταμάτησε να αναπτύσσεται κοινωνικά πριν από χιλιάδες χρόνια. Κυριολεκτικά…

Σε μία από τις βόλτες μου στο κέντρο του Ελσίνκι, οδεύοντας από το ξενοδοχείο μου μέχρι αυτό της Εθνκής ομάδας, έπαιξα ένα παιχνίδι στο μυαλό μου. Με φαντάστηκα σε αναπηρικό καροτσάκι και προσπάθησα να χαρτογραφήσω τη διαδρομή μου. Ο στόχος του παιχνιδιού ήταν απλός: θα μπορούσα να φτάσω στον προορισμο μου, αν ήμουν σε καροτσάκι, όπως θα φτάσω με τα πόδια; Αυτό, τίποτα άλλο. Άρχισα, λοιπόν, να περπατάω στο πεζοδρόμιο, δίπλα από τον ποδηλατόδρομο. Στο τέλος του δρόμου, το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο, όμως αυτοκίνητα δεν περνούσαν. Ασυναίσθητα πήγα να διασχίσω τον δρόμο, όμως τελευταία στιγμή συνειδητοποίησα ότι δίπλα μου περίμεναν δέκα άνθρωποι. Ναι, με ακουστικά όλοι στα αυτιά, χωρίς να μιλάνε ο ένας στον άλλον. Αλλά περίμεναν. Υπομονετικά, μέχρι να έρθει η σειρά τους. Φυσικά, στο πεζοδρόμιο υπήρχε ράμπα για τα ποδήλατα και τα καροτσάκια. Και φυσικά, κανένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο να την εμποδίζει.

Στη διαδρομή μου έπρεπε να πάρω και το τρένο. Όταν έφτασα στον σταθμό, τσέκαρα τις γραμμές και σε πόση ώρα θα έφτανε το επόμενο. Έλεγε σε δύο λεπτά, όμως δεν ανησυχούσα να τρέξω να βγάλω εισιτήριο. Όλα λειτουργούν ηλεκτρονικά, μπορείς να κάνει τη δουλειά σου με μία κάρτα. Μέσα στο βαγόνι, υπήρχε συγκεριμένος χώρος για καροτσάκια. Όχι μόνο αναπηρικά, αλλά και για καροτσάκια για μωρά, όπου οι γονείς τους μπορούν να τα σταματήσουν δίχως να ενοχλούν και να ενοχλούνται, με ειδικά καθίσματα για τους ίδιους. Μέσα στα βαγόνια. Τα πεντακάθαρα βαγόνια, φυσικά. Που ήρθαν ακριβώς στην ώρα τους…

Από τον σταθμό του τρένου, μέχρι το ξενοδοχείο των ομάδων, ήταν δέκα λεπτά περπάτημα μέσα από ένα πανέμορφο, καταπράσινο πάρκο, δίπλα σε μία λίμνη. Και πάλι υπήρχαν ειδικοί δρόμοι για ποδήλατα και για πεζούς, όπου άνθρωποι έκαναν χαλαρά το τζόκινγκ τους ή απολάμβαναν τη βόλτα τους. Κοίταγα δεξιά αριστερά για να βρω ένα σκουπίδι, ένα πλαστικό μπουκάλι, μια γόπα τσιγάρου (οι Φινλανδοί καπνίζουν αρκετά, μου έκανε εντύπωση αυτό…), κάτι ρε παιδί μου. Τίποτα…

Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, έπρεπε να αποφασίσω αν κέρδισα ή έχασα το παιχνίδι στο μυαλό μου. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν δυστυχώς απογοητευτικό. Είχα χάσει με κάτω τα χέρια…

Επαναλαμβάνω, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι υποδομές και σίγουρα δεν είναι μόνο οικονομικό. Λεφτά μπορεί να μην υπάρχουν αυτή την περίοδο, όμως υπήρχαν άφθονα στο παρελθόν. Το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Το θέμα, λοιπόν, είναι πώς (δεν) αξιοποιήθηκαν. Πώς αυτά τα χρήματα, αντί να πέσουν στην κοινωνία μας, φαγώθηκαν σε μίζες, ταξίδια, γάμους και πανηγύρια. Και φυσικά, τσεπώθηκαν… Γιατί αυτή είναι η νοοτροπία μας, το πόσο εύκολα και γρήγορα θα βολευτώ εγώ. Η Ακρόπολη του 2017 στην Ελλάδα είναι ο ωχαδερφισμός. Αυτό τον πολιτισμό εξάγουμε πλέον.

Μιλώντας με ανθρώπους που ζουν στη Φινλανδία, όλοι θα σου πουν το ίδιο πράγμα: η φορολογία είναι μεγάλη, όμως δεν διανοείται κανένας να μην την πληρώσει. Γιατί βλέπουν την ανταποδοτικότητά της. Βλέπουν αυτά τα λεφτά στην καθημερινότητά τους. Τα τελευταία 10 χρόνια, η Φινλανδία έχει κάθε χρόνο το κορυφαίο σύστημα παιδείας στον κόσμο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Οι Φινλανδοί αποφάσισαν εδώ και δεκαετίες να πληρώσουν την κοινωνία τους, να την αναβαθμίσουν, να τη διαμορφώσουν. Στην Ελλάδα, αποφασίσαμε να πληρώσουμε τα ταξίδια και την καλοπέραση πολιτικών και συνδικαλιστών. Τις επιδοτήσεις για τις Ferrari και τις Cayenne. Εμείς τους ψηφίζαμε και τους ψηφίζουμε. Εμείς φταίμε…

Ταξιδεύοντας στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, σε χώρες όπως η Φινλανδία, ένα συναίσθημα νιώθω μόλις επιστρέφω στην καθημερινότητα της Ελλάδας. Και δεν ξέρω καν, αν είναι ακριβώς συναίσθημα, αλλά νιώθω μαλάκας. Νιώθω ότι με έχουν κοροϊδέψει. Γιατί είναι άλλο πράγμα να τα διαβάζεις και άλλο να τα βλέπεις, να τα νιώθεις. Ο Φινλανδός μπορεί να μην σου χαμογελάσει στο δρόμο, μπορεί να σε προσπεράσει αδιάφορα, όμως δείχνει ότι σέβεται τον συμπολίτη του, όταν πληρώνει κανονικά το φόρο του. Όταν ξέρει ο δίπλα του, ότι αν ο μη γένοιτο πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, αυτό θα λειτουργεί κανονικά, ανθρώπινα και δεν θα χάσει την περιουσία του για να γίνει καλά. Ότι αν χάσει τη δουλειά του, το κράτος θα τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Ότι το παιδί του θα μεγαλώσει και θα πάει στα καλύτερα σχολεία. Ότι, ότι, ότι…

Οπότε ναι, τι να τον κάνω τον ήλιο; Είναι τουλάχιστον ειρωνικό, η χώρα του ήλιου να ζει μέσα στο σκοτάδι κι αυτοί που έχουν σκοτάδι έξι μήνες τον χρόνο, να έχουν βρει το φως μεταξύ τους…

*Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου είναι από το νησάκι Suomenlinna. Αν ποτέ σας βγάλει ο δρόμος σας στο Ελσίνκι, πρέπει να το επισκεφθείτε...

 

Τελευταία Νέα