Νικηταράς, ταπεινωμένος αλλά όρθιος…

Γιώργος Ντυμένος
Νικηταράς, ταπεινωμένος αλλά όρθιος…

bet365

Στην επέτειο της μάχης των Δερβενακίων το G-Weekend Journal θυμάται πώς το ελληνικό κράτος… τίμησε τον μεγαλύτερο ήρωά της, τον Νικηταρά!

Βρισκόμασταν στα 1822 και η ελληνική επανάσταση προσπαθεί σαν νήπιο να σταθεί στα πόδια της. Στο κατακαλόκαιρο καλή ώρα όπως και τώρα, στα τέλη του Ιουλίου, 26 για την ακρίβεια, έλαβε χώρα μία από τις κρισιμότερες μάχες στην σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας. Εκείνη των Δερβενακίων, που συνοδεύτηκε από την καταστροφή των μονάδων του Δράμαλη.

Η σημασία της είναι τεράστια, καθώς χάρις σε αυτή οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν οριστικά από την Πελοπόννησο, μέχρι να ξεκινήσουν οι έριδες μεταξύ των Ελλήνων και να επιστρέψουν, ενώ από τα λάφυρα που πήραν οι εμπόλεμοι κατάφεραν να συντηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε χρήματα. Παράλληλα ο ψυχολογικός αντίκτυπος ήταν τέτοιος, που ένα έθνος ραγιάδων πίστεψε πως μπορεί να αποτινάξει τον ζυγό της δουλείας.

Η μάχη των Δερβενακίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αλλά πλέον όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν πως εκεί έλαμψε το άστρο του Νικήτα Σταματελόπουλου ή αλλιώς, Νικηταρά. Η περίπτωση του οποίου αποτελεί τον ορισμό του πώς ένα κράτος φέρεται αχάριστα και άδικα σε εκείνους που έδωσαν το αίμα τους για να ορθοποδήσει. Η τότε Ελλάδα του συμπεριφέρθηκε πάρα πολύ σκληρά και τα όσα πέρασε μετά την απελευθέρωση, πρέπει να αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν. Αντίθετα, το ήθος του και η αξιοπρέπειά του έμειναν στην ιστορία.

Ανιψιός του Γέρου του Μοριά, από μικρή ηλικία και όταν οι κατακτητές σκότωσαν τον πατέρα του, βρέθηκε κοντά του αρχικά στην Ζάκυνθο και μετά την ηπειρωτική Ελλάδα. Πήρε μέρος σε δεκάδες μάχες και μπορεί ο θρύλος να λέει πως το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος» του αποδόθηκε στα Δερβενάκια, όμως όλοι άρχιζαν να τον φωνάζουν έτσι μετά από την σύρραξη των Δολιανών, μερικούς μήνες ύστερα από την έναρξη της Επανάστασης. Οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν τόσο στενές, ώστε ο λαός πολλές φορές έλεγε πως «μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» ή ότι «η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά».

Μετά τη μάχη των Δολιανών άρχισαν όλοι να τον φωνάζουν «Τουρκοφάγο»

Στα Δερβενάκια όμως «ζωντάνεψε» ο θρύλος του. Οχι μόνο για το θάρρος του, όπου η παράδοση αναφέρει ότι πολέμησε με τέσσερα διαφορετικά σπαθιά αφού τα πρώτα τρία έσπασαν και το τελευταίο χρειάστηκε να το αφαιρέσουν από το χέρι του βάζοντας λάδι και κομπρέσες, καθώς από την ένταση είχε κολλήσει σε αυτό και οι μύες είχαν πρηστεί.

Ούτε επειδή φέρεται να μονολογούσε στην ένταση των εχθροπραξιών «Νικήτα κουράγιο, Τούρκος σφάζεις». Αυτά είναι θρύλοι, ίσως και λίγο διογκωμένοι. Αλλά για την τιμιότητά του. Οπως μετά την άλωση της Τριπολιτσάς έτσι και τότε δεν δέχθηκε να πάρει λάφυρα και μόνο μετά από επιμονή του Κολοκοτρώνη και του Υψηλάντη του δόθηκαν δύο πιστόλες, ένα άλογο, ένα σπαθί και μία ταμπακιέρα.

Τα πρώτα δύο τα πούλησε και έστειλε τα χρήματα στην οικογένειά του, όπως και την ταμπακιέρα με την επιστολή προς την γυναίκα του να αναφέρει ότι είναι το δώρο του σε εκείνη ώστε να τον θυμάται. Το σπαθί αντίθετα το έστειλε στο ταμείο που δημιουργήθηκε τότε στην Υδρα με σκοπό να μαζέψει χρήματα για την Επανάσταση, αλλά οι εκεί καπεταναίοι του το επέστρεψαν λέγοντάς του πως μόνο στα χέρια του έχει αξία. Σε ένα παιχνίδι της μοίρας μετά από χρόνια θα παίξει σημαντικό ρόλο στο.. .μαρτύριο που θα βιώσει.

Με την πάροδο των χρόνων ο Νικηταράς θα γίνει γνωστός και στο στρατόπεδο των κατακτητών. Κυρίως όταν φέρεται να βοήθησε έναν τραυματία Τουρκαλβανό, ο οποίος μόλις τον αντίκρισε ζήτησε να του πάρει το κεφάλι και εκείνος του αποκρίθηκε. «Δήμιος είμαι;». Μάλιστα η παράδοση αναφέρει πως την ώρα που τον κουβαλούσε για να τον πάει στον γιατρό, εκείνος του έκοψε μία τούφα από τα μαλλιά του, για να έχει κάποιο ενθύμιο από τον θρυλικό «Τουρκοφάγο».

Ο καιρός πέρασε, η Ελλάδα απελευθερώθηκε και ο Νικηταράς θα βίωνε όσο κανείς όχι απλά την απαξίωση, αλλά και την αγνωμοσύνη της πατρίδας του. Επί εποχής Καποδίστρια ανέλαβε κάποιον ρόλο, όμως με την έλευση του Οθωνα και λόγω της συγγένειάς του με τον Κολοκοτρώνη κυνηγήθηκε ανελέητα.

Αρχικά συνελήφθη όταν κατηγορήθηκε και ο θείος του, όμως αφέθηκε ελεύθερος καθώς δεν μπορούσε να «σταθεί» κάποια κατηγορία προς το πρόσωπό του. Μόνο το ότι ήταν συγγενής και φίλος του Γέρου. Μετά από μερικά χρόνια πέρασε για δεύτερη φορά την πόρτα της φυλακής, με την υποψία ότι βοήθησε τον πεθερό του στην συνωμοσία της Μεσσηνίας.

Υπέστη βασανιστήρια και άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα ζαχάρου, καθώς έπασχε από την ασθένεια χωρίς να το γνωρίζει. Μετά από λίγο καιρό αφέθηκε εκ νέου ελεύθερος, αλλά η υγεία του άρχισε να κλονίζεται, μέχρι που το 1839 συνελήφθη για 3η φορά με την κατηγορία πως ετοίμαζε πραξικόπημα κατά του Οθωνα και φυλακίστηκε στην Αίγινα. Παρότι το δικαστήριο τον αθώωσε, υπήρξε μία… άνωθεν εντολή. Εκεί θα υποστεί πλήθος βασανιστηρίων και η ήδη κλονισμένη υγεία του σχεδόν θα καταρρεύσει.

Το σπίτι που γεννήθηκε στη Νέδουσα της Μεσσηνίας βρίσκεται σε τραγική κατάσταση

Οταν μετά από περίπου 1,5 χρόνο αφέθηκε ελεύθερος ήταν σχεδόν τυφλός και έμοιαζε με ένα ανθρώπινο ράκος. Μάλιστα η κόρη του φέρεται να έπαθε νευρικό κλονισμό μόλις τον αντίκρισε και αυτός ήταν ο λόγος που έφυγε σύντομα από την ζωή. Λέγεται πως περπατούσε και έλεγε στον εαυτό της «πατέρα μου, πώς σου πάνε τα κόκκινα (σ.σ. από το αίμα που είχαν τα ρούχα του).

Ομως ο εξευτελισμός που ήθελε να επιφέρουν οι Βαυαροί στον πάλαι ποτέ αγέρωχο στρατιωτικό, δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη. Ως προίκα από την σύζυγό του πήρε τρεις υδρόμυλους στην περιοχή του Αργους, όπου μετά την δεύτερη αποφυλάκισή του εγκαταστάθηκε εκεί. Προσπάθησε να καλλιεργήσει τη γη, όμως με διάφορα προσχήματα – ακόμη και την δημιουργία ιπποτροφείου στην περιοχή – το κράτος του έβαζε προσχώματα και έτσι καταστράφηκε οικονομικά. Ο ίδιος για αυτόν τον λόγο έστελνε επιστολές στους αρμόδιους φορείς, όμως κανείς από τους «κυβερνώντες» δεν ήθελε να εναντιωθεί στην βαυαρική επιθυμία. Αλλωστε δεν του αναγνωρίστηκε ποτέ το δικαίωμα της σύνταξης, όπως και σε πολλούς άλλους αγωνιστές του ’21 και πλέον, δεν είχε εισοδήματα.

Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τα έχασε όλα και το κράτος για να τον εξευτελίσει εντελώς, του παραχώρησε το 1840 το δικαίωμα (!) κάθε Παρασκευή να επαιτεί στην περιοχή του Πειραιά όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ευαγγελίστριας! Οπου τότε δεν υπήρχε η εκκλησία και το μέρος ήταν σχετικά απόμακρο.

Ο Τουρκοφάγος λοιπόν είχε το χέρι απλωμένο και περίμενε την ελεημοσύνη του κόσμου για να ζήσει. Αλλά αγέρωχος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Η οικονομική του κατάσταση ήταν τόσο τραγική και αρχικά μέσω πλειστηριασμού έχασε την γη του στο Αργος. Μετά ήρθε η στιγμή για το σπίτι του, καθώς έμενε πια στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας. Οταν γίνονταν ο πλειστηριασμός πήγε και εκείνος. Υποβασταζόμενος και σχεδόν τυφλός, μόλις μπήκε στην αίθουσα επικράτησε σιωπή. Ανέβηκε στο βήμα, έβγαλε από την θήκη το σπαθί που πήρε στα Δερβενάκια και είπε. «Τελευταίος πλειοδότης το σπαθί του Νικηταρά». Κανείς δεν τόλμησε να κάνει άλλη προσφορά και έτσι δεν πέθανε στον δρόμο.

Ο Νικηταράς έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για το θάρρος του, αλλά και για την τιμιότητά του. Πηγές της εποχής αναφέρουν το εξής περιστατικό. Στο διάστημα που ζητιάνευε άκουσε για την περίπτωσή του ένας πρέσβης μίας ξένης χώρας, ο οποίος γνώριζε ποιος ήταν από ιστορίες της επανάστασης. Ετσι έστειλε να τον βρει κάποιος υπάλληλός του, ο οποίος τον ρώτησε τι κάνει σε αυτό το σημείο. Εκείνος του απάντησε πως παρατηρεί την ελεύθερη πατρίδα του, καθώς πλέον με την σύνταξη που λαμβάνει μπορεί να ζει άνετα. Φυσικά δεν έγινε πιστευτός, αλλά παρά τις συνεχείς παροτρύνσεις του ακόλουθου αν χρειάζεται κάτι, εκείνος απαντούσε αρνητικά. Φεύγοντας ο ξένος άφησε επίτηδες να του γλιστρήσει από την τσέπη ένα πουγκί με χρήματα, κάτι που αντιλήφθηκε ο στρατηγός από τον ήχο, καθώς δεν έβλεπε και αμέσως του φώναξε. «Κάτι σας έπεσε….».

Ο τάφος του δίπλα στον Κολοκοτρώνη καταστράφηκε και με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν τα οστά του

Οι κακουχίες του σταμάτησαν, αν ποτέ θα μπορούσε πλέον να συμβεί κάτι τέτοιο, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, όταν ο Μακρυγιάννης μεταξύ των όρων που έθεσε στον Οθωνα ήταν και η αποκατάσταση τόσο εκείνου, όσο και διάφορων άλλων αγωνιστών. Του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και με την μικρή σύνταξη που του αναγνωρίσθηκε, πέρασε πιο ήρεμος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 1849 και ενταφιάστηκε όπως επιθυμούσε, δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αλλά το μαρτύριό του δεν σταμάτησε εδώ… Ξεχασμένος από όλους, μετά από χρόνια τα οστά του χάθηκαν, καθώς κανείς δεν πρόσεχε το μνημείο του. Τέτοια κατάληξη είχε ο ήρωας των Δερβενακίων και ένας από τους μεγαλύτερους αγωνιστές του 1821.

Πώς είχε γράψει στον Κουντουριώτη κατά την διάρκεια του πρώτου εμφυλίου; «Αδελφοί η Ελλάς πάσχει και κινδυνεύει να χαθεί όχι βέβαια από τους εχθρούς της αλλά από την ασυμφωνία των τέκνων της». Ας το θυμόμαστε…. Τέτοιες ημέρες, όσο σκέφτονται την επική μάχη των Δερβενακίων και την καταστροφή του Δράμαλη, ας έχουν στο μυαλό τους που… οδηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές της.

 

Τελευταία Νέα